Ο Άγιος Στυλιανός, ο ταπεινός ασκητής που η Ορθοδοξία τιμά σήμερα, 26 Νοεμβρίου, αποτελεί έναν από τους πιο αγαπημένους αγίους των πιστών, ιδιαίτερα των μητέρων και των παιδιών. Παρότι οι ιστορικές πηγές για τον βίο του είναι ελάχιστες, οι παραδόσεις, τα θαύματα και όσα μας παραδίδουν τα αγιολογικά κείμενα υφαίνουν μια μορφή γεμάτη φως, καλοσύνη και θαυματουργική δύναμη.
Γεννήθηκε στην Αδριανούπολη της Παφλαγονίας, στη Μικρά Ασία, μεταξύ του 4ου και 6ου αιώνα, σε μια εποχή όπου η ασκητική ζωή γνώριζε ιδιαίτερη άνθηση. Από μικρό παιδί, όπως σημειώνεται στο βιβλίο «Βίοι Αγίων – Ο Άγιος Στυλιανός» του αρχιμανδρίτη Χαραλάμπου Βασιλόπουλου, «Ήταν ευλογημένος από την κοιλιά της μητέρας του ακόμη». Η χάρη του Θεού, αναφέρει ο συγγραφέας, φαινόταν πάνω στο παιδί καθώς μεγάλωνε και μετατρεπόταν σε «κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος».
Παρά το γεγονός ότι ήταν νέος, γεμάτος ζωντάνια όπως όλα τα παιδιά, ο Στυλιανός ξεχώριζε για την αγνότητα και τη νηφαλιότητα του χαρακτήρα του.
Το βιβλίο επισημαίνει πως «δεν άφησε τις επιθυμίες να μολύνουν το πνεύμα και την ψυχή του» και πως δεν επέτρεψε «στα πλούτη και στην φιλοπλουτία να κυριαρχήσουν στη ψυχή του». Ζούσε με καθαρότητα και πνευματική διαύγεια, έχοντας από νωρίς συνειδητοποιήσει την προσωρινότητα των υλικών αγαθών. Με τη δύναμη της θείας χάριτος, «πολέμησε όλα τα δολώματα της φθαρτής και πρόσκαιρης ζωής» και διάλεξε τον δρόμο της αρετής, της ασκήσεως και της αφιέρωσης.
Όταν ενηλικιώθηκε, ακολούθησε το πρόσταγμα της ψυχής του. Μοίρασε όλη την πατρική περιουσία στους φτωχούς, ώστε να απαλλαγεί από τα δεσμά της υλικής φθοράς. Με ανακούφιση είπε τότε, όπως καταγράφεται στο βιβλίο: «Πέταξα μια βαριά άγκυρα, που με κρατούσε δεμένο κοντά στις επιθυμίες του φθαρτού σώματος… Τώρα ανοίγεται μπροστά μου πιο ευδιάκριτος ο δρόμος της αληθινής ζωής».
Έχοντας πια μοναδική περιουσία τα ρούχα του, αποφάσισε να αφιερωθεί εξ ολοκλήρου στον Χριστό. Έτσι κατέφυγε σε μοναστήρι και ενδύθηκε το μοναχικό σχήμα.
Από τη στιγμή εκείνη η ζωή του έγινε αυστηρά ασκητική. Η υπακοή του στους πνευματικούς του πατέρες ήταν απόλυτη, η αγνότητα και η εγκράτειά του ακτινοβολούσαν, η προσευχή του έγινε αληθινή κοινωνία με τον Θεό.
Ο Άγιος έθεσε τρεις μεγάλους στόχους: την ακτημοσύνη, την αγνότητα και την υπακοή.
Και όπως σημειώνει ο αρχιμανδρίτης Χαράλαμπος Βασιλόπουλος, «στις τρεις αυτές αρετές πήρε, σαν να πούμε, άριστα». Ζούσε «με φτώχεια και τελεία ακτημοσύνη» και αγωνιζόταν να έχει την καρδιά του «καθαρή από παντός μολυσμού σάρκας και πνεύματος». Πάντα είχε στο νου του τα λόγια του Κυρίου: «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται».
Η επιθυμία του για απόλυτη αφιέρωση τον οδήγησε σε ακόμη πιο αυστηρή μορφή άσκησης: τον αναχωρητισμό.
Έφυγε από το μοναστήρι και εγκαταστάθηκε σε μια απομονωμένη έρημο, μέσα σε ένα σπήλαιο. Εκεί, μέσα στη σιωπή και την ηρεμία της φύσης, αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στη θεωρία του Θεού. Προσευχόταν μέρα και νύχτα, υμνούσε την Αγία Τριάδα, μελετούσε τη θεία δημιουργία, βλέποντας σε κάθε τι το αποτύπωμα του Δημιουργού. «Οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού…» ψιθύριζε, καθώς παρατηρούσε τα άστρα, και συχνά έλεγε: «Ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε!».
Η άσκησή του ήταν υπεράνθρωπη. Ζούσε με χόρτα και, όταν αυτά έλειπαν, ο Θεός τον ενίσχυε θαυματουργικά, στέλνοντας τροφή μέσω αγγέλων. Πάλεψε δεκαετίες με τον διάβολο, τη σάρκα και τους λογισμούς, μέχρι που η ψυχή του καθαρίστηκε πλήρως και έγινε φως για τους ανθρώπους. Και τότε, όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά στο βιβλίο, «ο λύχνος πρέπει να βρίσκεται ψηλά, για να φέγγει σ’ όλους». Η φήμη της αγιότητάς του άρχισε να εξαπλώνεται.
Πλήθη πιστών συνέρρεαν στην έρημο για να λάβουν τις συμβουλές του, να γαληνέψουν οι ταραγμένες ψυχές τους και να θεραπευτούν τα άρρωστα παιδιά τους. Η αγάπη του για τα παιδιά ήταν βαθιά και πηγαία. Πίστευε ότι οι ψυχές τους ήταν «αγγελικές», γι’ αυτό και ο Θεός τον αξίωσε να γίνει προστάτης τους.
Με τα χρόνια ο Άγιος απέκτησε θαυματουργική χάρη να θεραπεύει παιδικές ασθένειες και να ενισχύει τις μητέρες που δεν μπορούσαν να τεκνοποιήσουν.
Μητέρες από κάθε γωνιά, κουβαλώντας στα χέρια τους άρρωστα βρέφη, ταξίδευαν μέρες ολόκληρες για να φτάσουν στο ασκητήριό του. Με δάκρυα στα μάτια έπεφταν στα πόδια του και τον παρακαλούσαν να γιατρέψει τα παιδιά τους. Εκείνος, «γεμάτος καλοσύνη και συμπόνοια», όπως αναφέρεται στο βιβλίο, έπαιρνε τα νήπια στην αγκαλιά του και προσευχόταν θερμά. Και ο Θεός έκανε το θαύμα. Τα παιδιά γίνονταν καλά, οι αρρώστιες εξαφανίζονταν, οι μανάδες έκλαιγαν από χαρά, δοξάζοντας τον Θεό και τον ταπεινό ασκητή Του.
Δεν ήταν όμως μόνο τα θαύματα θεραπείας. Πολλές άτεκνες γυναίκες τεκνοποιούσαν μετά από προσευχή του Αγίου, κι έτσι η φήμη του ως θαυματουργού που «κάνει τους άτεκνους εύτεκνους» απλώθηκε παντού.
Ακόμη και μετά την κοίμησή του, πλήθος πιστών αποκτούσε παιδιά αφιερώνοντας εικόνες του Αγίου ή προσευχόμενοι στο όνομά του.
Η λαϊκή παράδοση κράτησε ζωντανή τη μνήμη του. Στην Ικαρία, οι μητέρες απέχουν από κάθε εργασία την ημέρα της εορτής του, ενώ στα παλιά χρόνια «λειτουργούσαν την εικόνα του» πάνω από άρρωστα παιδιά. Στην Κρήτη, νεογέννητα που έχουν χάσει αδέρφια τους συχνά παίρνουν το όνομα Στυλιανός ή Στυλιανή για προστασία. Οι Θράκες και οι Βλάχοι δίνουν συχνά το όνομα Στέργιος – από το «στεργιό», δηλαδή το στήριγμα, αυτόν που βοηθά στην ευτοκία. Έτσι η φήμη του Αγίου ως προστάτη των παιδιών παραμένει ζωντανή μέχρι σήμερα.
Εικονογραφικά, ο Άγιος απεικονίζεται ως γέροντας που κρατά στην αγκαλιά του ένα σπαργανωμένο βρέφος, σύμβολο της προστασίας και της στοργής του προς τα νήπια. Σε πολλές εικόνες κρατά ειλητάριο που γράφει: «ΠΑΙΔΩΝ ΦΥΛΑΞ ΠΕΦΥΚΑ (ΑΛΛΑ) ΘΕΟΥ ΤΟ ΔΩΡΟΝ».
Όταν ο Άγιος έφτασε σε βαθιά γεράματα, μετά από χρόνια προσευχών, νηστείας και αγώνων, ο Θεός έστειλε τους αγγέλους να πάρουν την αγία του ψυχή. Ο τόπος ταφής του δεν έγινε γνωστός, όμως το όνομα και η χάρη του παρέμειναν ζωντανά στην Εκκλησία. Οι πιστοί τον επικαλούνται για προστασία, για τα άρρωστα παιδιά τους, για τις οικογένειες και για τη σωτηρία της ψυχής τους.
Ο Άγιος Στυλιανός, ο «παιδοφύλακας» της Ορθοδοξίας, παραμένει αιώνιο πρότυπο αγάπης, αγνότητας και φροντίδας. Ένας ασκητής που έζησε μακριά από τον κόσμο, αλλά έγινε φως για όλο τον κόσμο. Και το γλυκό του χαμόγελο, όπως το αποδίδουν οι εικόνες και τα κείμενα, συνεχίζει να ευλογεί τα παιδιά και τις μητέρες μέχρι σήμερα.
















