Ένα φθινοπωρινό πρωινό του 1925, στην πόλη της Ξάνθης, γεννήθηκε ένα παιδί που έμελλε να αλλάξει για πάντα την ελληνική μουσική.
Ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις, γιος του Κρητικού δικηγόρου Γεωργίου Χατζηδάκη και της Αλίκης Αρβανιτίδου, με καταγωγή από την Αδριανούπολη.
Πέρασε τα παιδικά του χρόνια σε ένα κομψό νεοκλασικό σπίτι της εποχής με διακριτικά στοιχεία μπαρόκ, που στέκει ακόμη στη γενέτειρά του και έχει χαρακτηριστεί πλέον ως ιστορικά διατηρητέο μνημείο.
Εκεί έκανε τα πρώτα του βήματα ένα παιδί προικισμένο, ανήσυχο, και –όπως έδειξε η ιστορία– γεννημένο για να… ακούει τον κόσμο αλλιώς.
Η πρώτη του επαφή με τη μουσική ήρθε πολύ νωρίς. Ήταν μόλις τεσσάρων ετών όταν ξεκίνησε μαθήματα πιάνου με την Αρμένισσα δασκάλα Άννα Αλτουνιάν. Παράλληλα, δοκίμασε το βιολί και το ακορντεόν, αλλά το πιάνο παρέμεινε το βασικό του όργανο – ένα μέσο προσωπικής έκφρασης, αλλά και ένα εργαλείο σύνθεσης που του επέτρεψε να παντρέψει ακούσματα, ρυθμούς και μελωδίες που φαινομενικά δεν συνυπήρχαν.
Το 1932, έπειτα από το χωρισμό των γονιών του, μετακόμισε με τη μητέρα και την αδελφή του, Μιράντα, στην Αθήνα. Παρότι οι γονείς του δεν πήραν διαζύγιο, η απομάκρυνση ανάμεσά τους υπήρξε οριστική. Η ζωή στην πρωτεύουσα δεν ήταν εύκολη – ειδικά μετά τον τραγικό θάνατο του πατέρα του το 1938 σε αεροπορικό δυστύχημα. Λίγα χρόνια αργότερα, η Ελλάδα θα βυθιζόταν στον πόλεμο και στην Κατοχή.
Ο νεαρός Μάνος αναγκάστηκε να εργαστεί για να επιβιώσει: κουβαλούσε φορτία στο λιμάνι, μοίραζε πάγο στο εργοστάσιο Φιξ, δούλευε σε φωτογραφείο και εργάστηκε ακόμα και ως βοηθός νοσοκόμου στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο. Ήταν όμως και παρατηρητής των πάντων.
Ένας νέος που ρουφούσε τον κόσμο γύρω του, κρατώντας μέσα του τα χρώματα και τις σκιές μιας εποχής σκληρής αλλά γεμάτης ζωή.
Ταυτόχρονα με τον καθημερινό αγώνα, ο Χατζιδάκις δεν εγκατέλειψε τη μουσική του πορεία. Παρά το γεγονός ότι δεν ολοκλήρωσε ποτέ επίσημα σπουδές, μελετούσε ανελλιπώς θεωρία της μουσικής με τον Μενέλαο Παλλάντιο (1940-1943), ενώ παρακολουθούσε μαθήματα Φιλοσοφίας ως ακροατής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Τη δεκαετία αυτήν συνδέθηκε με τον πνευματικό και καλλιτεχνικό πυρήνα της εποχής. Βρέθηκε δίπλα σε σπουδαίους διανοούμενους και ποιητές –τον Νίκο Γκάτσο, τον Γιώργο Σεφέρη, τον Οδυσσέα Ελύτη, τον Άγγελο Σικελιανό– και συνδέθηκε με βαθιά φιλία με τον ζωγράφο Γιάννη Τσαρούχη. Ήταν η εποχή που γεννιόταν ο Μάνος Χατζιδάκις που όλοι γνωρίσαμε: βαθιά καλλιεργημένος, πολυδιάστατος, και με μια μουσική πρόταση, ριζοσπαστική για τα ελληνικά δεδομένα.
Η φιλία και οι αντιθέσεις με τον Μίκη
Στη διάρκεια της Κατοχής εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ, όπου γνώρισε τον Μίκη Θεοδωράκη. Οι δύο νεαροί καλλιτέχνες ανέπτυξαν έναν δεσμό δυνατής φιλίας, αλλά συγχρόνως και δημιουργικής αντίθεσης. Ήταν οι δύο όψεις της ίδιας ανάγκης: να αναγεννηθεί η ελληνική μουσική μέσα από τους καημούς του λαού, αλλά και τη στόφα της λόγιας παράδοσης.
Ο Μίκης Θεοδωράκης είναι ένας ποταμός σπανίων μελωδιών που έχει βαθιές τις ρίζες του στον ελλαδικό χώρο κι όχι μόνο στην Κρήτη.
Από την Κρήτη πήρε την επική μεγαλοστομία και λεβεντιά που σφραγίζει τους ρυθμούς του. Απ’ τα νησιά του Αιγαίου τη χάρη τους και τη λεπτεπίλεπτη δεξιοτεχνία του. Κι από τη βόρεια Ελλάδα τους βαθείς αναστεναγμούς της μουσικής του.1
Το 1960 ήρθε η διεθνής αναγνώριση. Το τραγούδι «Τα παιδιά του Πειραιά», γραμμένο για την ταινία του Ζυλ Ντασέν Ποτέ την Κυριακή, του χάρισε το Όσκαρ καλύτερου πρωτότυπου τραγουδιού. Παρ’ όλα αυτά, δεν πήγε ποτέ να παραλάβει το βραβείο. Δεν το θεώρησε ποτέ σημαντικό για την ουσία του έργου του – και, όπως συνήθιζε, περιφρονούσε κάθε είδους «λαμπερή» προβολή.
Το αγαλματίδιο τελικά χάθηκε στο… δρόμο, και στη γνωστή φωτογραφία του με το Όσκαρ, λέγεται ότι κρατάει το βραβείο της Κατίνας Παξινού, το οποίο και δανείστηκε για τις ανάγκες της φωτογράφισης.
Ο Μάνος Χατζιδάκις δεν υπήρξε μόνο συνθέτης. Υπήρξε και ποιητής, και μαέστρος, και διανοητής. Έγραψε μουσική για τον κινηματογράφο, το θέατρο, το χορό – αλλά κυρίως έγραψε μουσική για το ευρύ κοινό. Από τον Κύκλο Του C.N.S. και τις Μπαλάντες της Οδού Αθηνάς μέχρι τους 15 Εσπερινούς και τους Αντικατοπτρισμούς, το έργο του διατρέχει δεκαετίες και πολλές διαφορετικές αισθητικές, αλλά διατηρεί πάντα έναν πυρήνα βαθιά προσωπικό.
Το LP Παιδί της γης – Μια από τις κορυφαίες στιγμές της ελληνικής δισκογραφίας (τραγούδια σε ποίηση Μάνου Χατζιδάκι, μουσική Νότη Μαυρουδή, και ερμηνεία Αρλέτας – αξέχαστοι και οι τρεις)
Ο κινηματογραφικός και θεατρικός Μάνος
Ο Χατζιδάκις έγραψε μουσική για περίπου 80 ταινίες και περίπου 75 θεατρικά έργα. «Δεν με ενδιαφέρουν. Με ενδιέφεραν από την ώρα που ξεπερνούσαν τους στόχους, τις υπηρεσίες που ήθελαν να προσφέρουν και γίνονταν περισσότερο μουσική. Τέτοιες δουλειές έχω και στο θέατρο και στον κινηματογράφο. Αλλά ως επαφή με τον κόσμο δεν με ενδιαφέρει πολύ. Γι’ αυτό και σταμάτησα. Δεν κάνω πια» είχε πει για την ενασχόλησή του με θέατρο και κινηματογράφο, που από κάποια στιγμή και μετά σταμάτησε, όχι επειδή τα σνόμπαρε ως μορφές τέχνης και έκφρασης αλλά γιατί είχε βρει άλλον τρόπο να έρχεται σε επαφή με τον κόσμο που τον ακολουθούσε για το έργο του.
Άλλωστε, πρόλαβε να χαρίσει αρκετά «διαμάντια» τόσο στο σινεμά όσο και στο θέατρο.
Ποιος δεν έχει σιγοτραγουδήσει το «Θάλασσα πλατιά» που είχε ερμηνεύσει αριστουργηματικά η Αλίκη Βουγιουκλάκη στην ταινία Μανταλένα το 1960 ή το «Μην τον ρωτάς τον ουρανό» που τραγούδησε η Τζένη Καρέζη στην ταινία Το νησί των γενναίων, το 1959. Και βέβαια δεν ήταν τα μόνα…
Θεατρικά, αρκεί να αναφέρουμε κορυφαίες παραστάσεις του ’60 και του ’70 για να καταλάβει κανείς ότι ο Μάνος Χατζιδάκις κυριάρχησε και επί σκηνής μιας και οι μελωδίες του έμειναν ανεξίτηλες και στο σανίδι:
Όρνιθες (του Αριστοφάνη) και Ο κύκλος με την κιμωλία (του Μπέρτολτ Μπρεχτ, σε μετάφραση και απόδοση στίχων Οδυσσέα Ελύτη) που παρουσιάστηκαν από το Θέατρο Τέχνης σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν, Μαγική Πόλις που ανέβηκε στο Θέατρο Παρκ τον Ιούνιο του 1963 σε συνεργασία Χατζιδάκι-Θεοδωράκη, Μήδεια, Ματωμένος γάμος, η θρυλική Οδός ονείρων…
Η μούσα του, Φλέρυ Νταντωνάκη
Η γνωριμία του τη Φλέρυ Νταντωνάκη έγινε στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου ο σπουδαίος συνθέτης, γοητευμένος από τη φωνή και την ιδιαίτερη καλλιτεχνική αύρα της, την ανακήρυξε μούσα του. Από εκεί ξεκίνησε μια συνεργασία που θα άφηνε ανεξίτηλο αποτύπωμα στην ελληνική μουσική.
Με την επιστροφή τους στην Ελλάδα, το 1970, οι δύο καλλιτέχνες ηχογράφησαν τον ιστορικό δίσκο Ο Μεγάλος Ερωτικός, ένα έργο-σταθμό της μελοποιημένης ποίησης, στο οποίο η Φλέρυ Νταντωνάκη ερμηνεύει μοναδικά, πλάι στον Δημήτρη Ψαριανό.
Άλλο ένα λαμπρό δείγμα της συνεργασία αυτών των δύο σπουδαίων καλλιτεχνών ήταν τα Λειτουργικά, όπου η Νταντωνάκη ερμήνευσε ρεμπέτικα με τον τρόπο του Μάνου:
Μια βαθιά καλλιτεχνική σχέση που ένωσε δύο μεγάλες προσωπικότητες και χάρισε στην ελληνική μουσική μερικές από τις πιο αληθινές στιγμές της.
Το 1989, ο Μάνος Χατζιδάκις ίδρυσε την Ορχήστρα των Χρωμάτων – μια ορχήστρα διαφορετική, φτιαγμένη για να προσεγγίζει τη μουσική με τόλμη και φαντασία. Ήταν ένας από τους τελευταίους μεγάλους ρομαντικούς, και ταυτόχρονα ένας στοχαστής της τέχνης και του πολιτισμού. Δεν φοβήθηκε να μιλήσει για την παρακμή, τον κιτς εθνικισμό και τον τρόπο που κάποιοι προσέγγιζαν τα πάντα γύρω τους με επιφανειακό τρόπο. Ήταν ελεύθερος και πλήρωσε συχνά το τίμημα αυτής της ελευθερίας του πνεύματός του.
Έφυγε από τη ζωή στις 15 Ιουνίου 1994, στην Αθήνα, αφήνοντας πίσω του έναν ανεκτίμητο πλούτο: εκατοντάδες συνθέσεις, χιλιάδες σελίδες με σκέψεις, νότες, σημειώσεις. Και κυρίως, έναν ήχο που αναγνωρίζεται πια ως ελληνικός, αλλά και παγκόσμιος.
Ο γιος του, Γιώργος
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ‘70, ο Μάνος Χατζιδάκις άνοιξε την καρδιά και το σπίτι του σε ένα παιδί 12 ετών, τον Γιώργο, που είχε χάσει τους βιολογικούς του γονείς. Μέσα από αυτή την πράξη, δημιουργήθηκε ένας δεσμός βαθιάς αγάπης και ουσιαστικής σύνδεσης.
Ο Γιώργος δεν βρήκε απλώς μια οικογένεια, στο πρόσωπο του Μάνου Χατζιδάκι ανακάλυψε έναν καθοδηγητή ζωής και μια ανεξίτηλη πατρική φιγούρα.
Σε μια σπάνια συνέντευξή του το 2008 στη Lifo, ο Γιώργος Θεοφανόπουλος-Χατζιδάκις είχε ερωτηθεί σχετικά με την αλλαγή στο όνομα που χρησιμοποιούσε στις παραγωγές του «Σείριου», καθώς σε αυτές υπέγραφε ως Γιώργος Χατζιδάκις πλέον και όχι ως Γιώργος Θεοφανόπουλος-Χατζιδάκις. Συγκεκριμένα είχε ερωτηθεί ευθέως γιατί είχε «εξαφανιστεί» το επίθετο Θεοφανόπουλος.
Η απάντησή του, αποστομωτική: «Το πρόβλημα στη χώρα μας είναι ότι το αυτονόητο δεν θεωρείται δεδομένο. Είτε το δέχεστε είτε όχι, είμαι ο γιος του Μάνου Χατζιδάκι. Όπως εσείς κουβαλάτε το επώνυμο του πατέρα σας, το ίδιο κάνω κι εγώ. Αν δεν υπήρχε τόση προκατάληψη και καχυποψία γύρω μου, ίσως να συνέχιζα να χρησιμοποιώ και το όνομα του βιολογικού μου πατέρα.
«Έχω περάσει καταστάσεις εξαιρετικά δύσκολες, και όταν αυτές κορυφώθηκαν, ένιωσα την ανάγκη να “παγώσω” για ένα διάστημα το άλλο μου όνομα. Δεν το απαρνιέμαι, δεν το αρνούμαι – είναι κομμάτι μου. Όμως, η γελοιότητα των επιθέσεων που δέχτηκα με ανάγκασε να προστατευθώ».
Σήμερα συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη γέννησή του, και ο Μάνος Χατζιδάκις παραμένει επίκαιρος όσο ποτέ. Όχι μόνο γιατί τα τραγούδια του συνεχίζουν να συγκινούν, αλλά γιατί το έργο του μάς υπενθυμίζει πως η τέχνη δεν είναι ούτε πολυτέλεια ούτε διασκέδαση – είναι τρόπος να υπάρχουμε, να σκεφτόμαστε, να ελπίζουμε. Και ο ίδιος, όπως συνήθιζε να λέει, έγραφε «όχι για να κάνει επιτυχία, αλλά για να δώσει μια ψυχή σ’ εκείνους που δεν έχουν».