Την αποκατάσταση της δικαιοσύνης και την αναγνώριση της Γενοκτονίας που διαπράχθηκε, από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στις αρχές του 20ού αιώνα, κατά Ασσυρίων, Ελλήνων του Πόντου και Αρμενίων ζήτησαν χωρίς περιστροφές και μέσα στην Ομοσπονδιακή Βουλή της Ελβετίας όλοι όσοι συμμετείχαν στο διεθνές συνέδριο που διοργάνωσε, στις 17 Σεπτεμβρίου, η Ευρωπαϊκή Ένωση Ασσυρίων (ESU) στη Βέρνη.
Κεντρικός ομιλητής του συνεδρίου και εκπρόσωπος των Αρμενίων ήταν ο δρ Τορός Κορκμάζ, εκ μέρους της ESU μίλησε ο Λούκας Σαγκούρ ενώ τους Έλληνες του Πόντου εκπροσώπησε ο συγγραφέας Ταμέρ Τσιλινγκίρ, ο ποντιόφωνος μουσουλμάνος Λιβερίτες που δεν σταματάει να αγωνίζεται για την αναγνώριση της Γενοκτονίας.
Μέλη της ασσυριακής κοινότητας ενημέρωσαν τους Ελβετούς βουλευτές σχετικά με τη Γενοκτονία των Ασσυρίων (Seyfo) υπογραμμίζοντας ότι η αναγνώρισή της είναι όχι μόνο ιστορική ευθύνη αλλά και αναγκαιότητα για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Ο δρ Κορκμάζ αφού απαρίθμησε τα δεινά που υπέφεραν Έλληνες του Πόντου, Ασσύριοι και Αρμένιοι στις αρχές του 20ού αιώνα τόνισε πως «Seyfo δεν είναι μόνο η καταστροφή που σημειώθηκε στο παρελθόν αλλά μια πληγή που παραμένει ανοιχτή έως σήμερα γιατί η Τουρκία ακόμα δεν έχει αντιμετωπίσει την πραγματικότητα και οι μειονότητες δεν αντιμετωπίζονται ως ισότιμοι πολίτες».
Ο Ταμέρ Τσιλινγκίρ, από την πλευρά του, εξιστόρησε εν συντομία τα όσα συνέβησαν την περιόδο εφαρμογής των γενοκτονικών σχεδίων των Τούρκων Οθωμανών, υπογραμμίζοντας τους λόγους που είναι απαραίτητη η αναγνώριση της Γενοκτονίας από την ελβετική Βουλή.
Ακολουθεί ολόκληρο το κείμενο της ομιλίας του:
«Αξιότιμα Μέλη του Ελβετικού Κοινοβουλίου,
Σας ευχαριστώ που μου δίνετε σήμερα την ευκαιρία να μιλήσω για ένα τραγικό και συχνά παραγνωρισμένο κεφάλαιο της ιστορίας – τα γεγονότα που συνέβησαν στην περιοχή του Πόντου, στις ακτές του Εύξεινου Πόντου, στα εδάφη της σημερινής Τουρκίας.
»Ο Πόντος υπήρξε η πατρίδα του ελληνικού λαού, γνωστού ως Πόντιοι, για περισσότερα από 3.000 χρόνια. Στις αρχές του 20ού αιώνα, η περιοχή γνώρισε μια περίοδο πολιτιστικής και πνευματικής άνθησης, συγκρίσιμη με την Ευρωπαϊκή Αναγέννηση.
»Σε πόλεις όπως η Τραπεζούντα, η Σαμψούντα και η Κερασούντα αναπτύχθηκαν και διαδόθηκαν η λογοτεχνία, η τέχνη, η επιστήμη και η εκπαίδευση. Ήδη το 1914, οι γυναίκες ασχολούνταν με αθλήματα όπως το κρίκετ, το γκολφ και το τένις. Στους δρόμους ακούγονταν ήχοι πιάνου και παραδοσιακής λύρας. Το 1890 είχε ιδρυθεί φιλαρμονική ορχήστρα στην Τραπεζούντα, ενώ στο τοπικό νοσοκομείο χρησιμοποιούνταν οι πιο σύγχρονες τεχνολογίες. Από το 1856 γυναικείοι σύλλογοι και σχολεία είχαν ανοίξει τον δρόμο για την απελευθέρωση των γυναικών.
»Ωστόσο, αυτή η πρόοδος τερματίστηκε βίαια. Μεταξύ 1914–1923, μετά τις σφαγές εναντίον των Αρμενίων και των Συρίων, οι Πόντιοι Έλληνες υπήρξαν θύματα μιας συστηματικής γενοκτονίας κατά τη διάρκεια της παρακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η διαδικασία κορυφώθηκε την περίοδο που στην Τουρκία αποκαλείται «Πόλεμος της Ανεξαρτησίας». Οι χριστιανοί Έλληνες είτε σφαγιάστηκαν είτε εκτοπίστηκαν με αναγκαστικές ανταλλαγές πληθυσμών. Οι μουσουλμάνοι Πόντιοι που παρέμειναν υπέστησαν επί έναν αιώνα πιέσεις και αφομοίωση με σκοπό την «εκτουρκιστική» πολιτική. Διανοούμενοι, καλλιτέχνες, γιατροί και τεχνίτες εξοντώθηκαν· εκκλησίες, σχολεία και η πολιτιστική κληρονομιά καταστράφηκαν· οι περιουσίες των Ελλήνων λεηλατήθηκαν.
»Οι ιδρυτές της Τουρκικής Δημοκρατίας ισχυρίστηκαν αργότερα ότι «εκπολίτισαν μια αμόρφωτη και φτωχή Ανατολία». Στην πραγματικότητα, οι ίδιοι κατέστρεψαν την πνευματική και πολιτιστική ελίτ καθώς και την ευημερία της περιοχής.
»Σήμερα, περισσότεροι από δέκα εκατομμύρια άνθρωποι ζουν στον Πόντο, και μεγάλο μέρος αυτών είναι απόγονοι βίαια εξισλαμισμένων Ελλήνων.
Η αναγνώριση αυτής της γενοκτονίας από το Ελβετικό Κοινοβούλιο δεν θα συμβάλει μόνο στην επούλωση μιας ιστορικής πληγής, αλλά θα ενθαρρύνει επίσης την τουρκική κοινωνία να έρθει αντιμέτωπη με το παρελθόν της.
»Απευθύνομαι στην ευθύνη και την ευαισθησία σας για να αναγνωρίσετε αυτήν την αδικία. Σας ευχαριστώ για το ενδιαφέρον και την προσπάθειά σας στο όνομα της δικαιοσύνης και της ανθρωπότητας.
Με τον βαθύτατο σεβασμό μου,
Ταμέρ Τσιλινγκίρ
17 Σεπτεμβρίου 2025, Βέρνη».