Λίγα πράγματα γνωρίζουμε για το Κουντέν, το μεταλλειοφόρο βουνό στην Χαλδία του Πόντου. Βέβαιο είναι πως γέμιζε από κόσμο την εποχή που λειτουργούσαν τα μεταλλεία, ενώ αργότερα αποτελούσε θερινό προορισμό για τους Τσιτενούς.
Το καταπράσινο οροπέδιο που βρισκόταν σ’ αυτόν τον ορεινό όγκο ήταν πόλος έλξης –για τις οικογένειες οι οποίες διατηρούσαν εξοχικές κατοικίες εκεί–, όπως και η Παναγία Γουμερά (Τη Τσίτες η Παναγία) που ήταν χτισμένη στη βόρεια πλαγιά του.
Πληροφορίες για το Κουντέν παραθέτει ο δάσκαλος, συγγραφέας, ερευνητής, λαογράφος, δήμαρχος Πτολεμαΐδας από την Άδυσσα της Αργυρούπολης του Πόντου Παντελής Μελανοφρύδης σε άρθρο του στα Χρονικά του Πόντου.
≈
Μία από τας δειράδας του Αϊκώστα, κατερχόμενη προς βορράν, αποτελεί ράχην διαχωρίζουσαν την κτηματικήν περιοχήν της Αδίσης και Χαβίανας –Θόμπορα αφ’ ενός και Ζουγουδέν αφ’ ετέρου– και, προχωρούσα περαιτέρω, σχηματίζει το μεταλλειοφόρον βουνόν του Κουντέν, του οποίου η εκμετάλλευσις, γενομένη ταυτοχρόνως προς τα μεταλλεία της Κορόνιξας και του Κανίου, δεν αφήκεν άλλα ίχνη παρά τας σωρείας των εκβολάδων (τσοχάρα) και τα πολλαπλά σπήλαια (μαγαράδες), εξ ως σπουδαιότερον τ’ Αράπ’ το τρυπίν.
Το Κουντέν, όγκος πετρώδης και πολλαχού βραχώδης, απολήγων εις οροπέδιον, διατηρεί εισέτι ένα νεαρόν δάσος από πεύκα κατάπυκνον με πολλάς πηγάς, εις το κέντρον δε σχεδόν του οροπεδίου είναι εκτισμένος θερινός συνοικισμός, όπου κατά το θέρος μεταφέρονται περί τας είκοσι οικογένειαι εκ Τσίτης διά την καλλιέργειαν των πέριξ του συνοικισμού αγρών και την φύλαξιν των οικιακών ζώων. Τον χειμώνα μένει ακατοίκητος.
Πρόκειται δηλ. ουχί περί παρχαρίου (γιαϊλά), όπου παραθερίζουν μόνον δύο ή τρεις μήνας και όπου ρωμάνες ή γιαϊλαέτσες εντός καλυβών αναλαμβάνουν την περιποίησιν των γαλακτοφόρων ζώων όλου του χωρίου. Τουναντίον εδώ υφίσταται πραγματικός θερινός συνοικισμός, όπου μετεφέροντο εκ Τσίτης οικογένειαι ολόκληροι, έχουσαι πέριξ των οικιών και αρκετήν έκτασιν καλλιεργούμενην.
Τοιούτος συνοικισμός ήτο και το Στρεν (Εστρέν ίσως εκ της λέξεως Εστρέα), εις τας παρυφάς της Θόμπορας (ή Λιθόμπορας), χρησιμοποιούμενος υπό των κατοίκων της Χαβίανας και Βαρτάντων. Επίσης και το Δεσποτικόν, τοποθεσία θαυμασία εις την περιοχήν των παρχαρίων της Αυλίανας, όπου παρεθέριζον Αυλιανίται κτηνοτρόφοι. Λειβάδια απέραντα με παχύτατον στρώμα χλόης, νερά άφθονα και κατάψυχρα, και εν συνεχεία εκτείνονται τα πλουσιώτατα εις χόρτον και κατάρρυτα παρχάρια της Τούλαχας και Άχσουης, υψηλότερον δε απλούνται οι παγετώνες του Άεν-Παύλου. Σώζονται ερείπια βυζαντινού ναού του Αγ. Βλασίου (τ’ Αε-Βλάσονος). Φαίνεται ότι υπήρξε θερινή διαμονή κάποιου αυτοκράτορος της Τραπεζούντος, εξ ου και το όνομα.
Το Κουντέν (ίσως εκ της λέξεως κιντέα=τσουκνίδα[1] πιθανόν εχρημάτισεν εργατικός συνοικισμός την εποχήν, καθ’ ην ήσαν εν ενεργεία τα μεταλλεία του. Εις την βορείαν κλιτύν του κείται το μοναστήριον της Γουμεράς (τη Τσίτες η Παναγία), ονομασθέν ούτω εκ της ονομασίας Ηγουμενά ή Ηγουμερά, ως λέγεται ακόμη η πλευρά εκείνη του Κουντενίου.
Εις το βορειοανατολικόν μέρος του Κουντέν υψούται ένα κωνικόν βουνόν εντελώς γυμνόν, επί της κορυφής του οποίου σώζεται εισέτι ημιερειπωμένος ναός του Αγίου Κήρυκος, δι’ ου και το βουνόν λέγεται Άεν-Κήρ’ κας. Ο θόλος του ναού κατέπεσε και εν μέρει και οι τρεις τοίχοι του, σώζεται δε το άγιον βήμα. Όλοι οι τοίχοι εσωτερικώς είναι ζωγραφισμένοι και αι αγιογραφίαι σώζονται αρκετά καλά.
Μόνον κατά την εορτήν του αγίου (15 Ιουλίου) ετελείτο λειτουργία εις τον ναόν τούτον υπό των ιερέων της Χαβίανας, εις την περιοχήν της οποίας ανήκει ο ναός.
Η θέα εκ του ύψους του Άεν-Κήρ’ κα, δεσπόζοντος όλων των γύρω βουνών είναι θαυμασία. Όλη η περιοχή της Τσίτης, της Αδίσης, της Χαβίανας, είναι ορατή.
Πέραν τα όρη της Ζύγανας και της Κρώμνης, ο Μπαλαμπάνος, ο Αϊκώστας, η Σούδα, η Κάγκανα.
Σημειωτέον ότι εις την περιοχήν της Χαβίανας κάτωθι του συνοικισμού Βαρτάντων σώζεται σχεδόν ακέραιος έτερος βυζαντινός ναός αρκετά ευρύχωρος, θολωτός, σκεπασμένος εσωτερικώς με αγιογραφίας και τιμώμενος επ’ ονόματι του Αγ. Θεοδώρου.
Το Κουντέν αναφέρεται και εις σατυρικόν δημοτικόν άσμα του Πόντου (Παντελή Μελανοφρύδη, Η εν Πόντω Ελληνική γλώσσα, Βατούμ 1910, σ. 41 και «Αρχείον Πόντου», τόμος δεύτερος, σελ. 232).
Παντελής Μελανοφρύδης