Το πραγματικό της όνομα είναι Νουχάντ Χαντάντ, ωστόσο πολλοί τη γνωρίζουν με κάποιο από τα επίθετα που τη συνοδεύουν: «Το πουλί της Ανατολής», «Ο Κέδρος του Λιβάνου», «Η Γειτόνισσα του Φεγγαριού» και «Το αηδόνι του Λιβάνου».
Ο αραβικός κόσμος τη λατρεύει, η Δύση τη σέβεται. Παρόλα αυτά η Φαϊρούζ δεν προσπάθησε να κάνει διεθνή καριέρα, με το να γίνει άλλη μια τραγουδίστρια με αγγλόφωνο ρεπερτόριο. Αγαπήθηκε και αγαπιέται γιατί επέβαλε τα «δικά της» στη Δύση. Τα ρεκόρ ζαλίζουν, όπως και η διάρκεια της καριέρας της. Και όλα αυτά είναι αληθινά και όχι «τα παραμύθια της χαλιμάς».

Και εγένετο Φαϊρούζ
Γεννήθηκε σαν σήμερα, το 1935 και γίνεται 90 χρονών. Η Νουχάντ, μεγαλώνει σε μια φτωχική, χριστιανική οικογένεια, στη Βηρυτό. Από μικρή αγαπούσε τη μουσική και το τραγούδι και όπως ήταν αναμενόμενο βρίσκεται στη χορωδία και στις γιορτές του σχολείου. Και εδώ ξεκινάνε οι όμορφες συμπτώσεις. Το 1947, σε σχολική εορτή η τραγουδά τον εθνικό ύμνο του Λιβάνου. Ένας καθηγητής από το Κονσερβατουάρ, ο οποίος βρισκόταν στην αίθουσα προς αναζήτηση ταλέντων, ακούει τη φωνή της και εντυπωσιάζεται. Της προτείνει αμέσως να παρακολουθήσει μαθήματα φωνητικής, ώστε να ενταχθεί στη χορωδία του ραδιοφώνου. Ξεκινά τα μαθήματα και τραγουδά σε ζωντανές ραδιοφωνικές εκπομπές. Τότε αποφασίζει να αλλάξει το όνομα της σε «Φαϊρούζ», που αποτελεί τουρκικό ψευδώνυμο και σημαίνει «τιρκουάζ πολύτιμος λίθος».

Όλα ωραία; Όχι ακριβώς καθώς η οικογένειά της και κυρίως ο πατέρας της δεν βλέπει με καλό μάτι, την πιθανή επαγγελματική ενασχόλησή της με το τραγούδι. Όμως η Φαϊρούζ ζει το όνειρό της. Και προετοιμάζεται, όπως αποδείχθηκε να πάει πολύ ψηλά.
Ο άντρας της ζωής της
Το 1952, σε ηλικία μόλις 17 ετών ξεκινάει το μακρύ ταξίδι της στη δισκογραφία. Υπεύθυνοι για αυτό ήταν οι αδελφοί Ραμπανί, Άσι και Μανσούρ. Με τον πρώτο μάλιστα παντρεύονται το 1954 και αποκτούν τέσσερα παιδιά. Και όχι μόνο, αφού μένουν μαζί μέχρι το 1986 που εκείνος φεύγει από τη ζωή.
Και παρόλο που ανέβαινε στην κορυφή, έβαλε πάνω απ΄ όλα την οικογένειά της. Δυστυχώς εκεί δεν ήταν τόσο ευτυχισμένα τα πράγματα. Ο δεύτερος γιος της, ο Λαγιάλ πέθανε ένα χρόνο μετά τον πατέρα του, το 1987 από ανεύρισμα στον εγκέφαλο. Ο πρώτος της γιος ο Ζιάντ πέθανε το καλοκαίρι ενώ ο τρίτος της γιος, ο Χάλι είναι παράλυτος από επιπλοκές μηνιγγίτιδας. Παρηγοριά της η κόρη της η Ρίμα που έκανε χρέη μάνατζερ και είναι συνέχεια στο πλευρό της.

Όσον αφορά τον σύζυγό της, η ίδια έχει εξομολογηθεί ότι ήταν ο απόλυτος μέντορας της, καθώς ήταν υπεύθυνος από το ρεπερτόριο της, μέχρι και τη σκηνική της εμφάνιση. Και δεν έκρυψε ποτέ πως είχε ένα σωρό ανασφάλειες σαν τραγουδίστρια.
Τα χρόνια του εμφυλίου
Από το 1975 μέχρι το 1990 ο Λίβανος σπαράζεται από τον εμφύλιο. Ένας εμφύλιος που σύμφωνα με τις εκτιμήσεις προκάλεσε 120.000 θανάτους, ενώ σχεδόν 1.000.000 άνθρωποι έφυγαν από τη χώρα. Εκείνη αν και μπορούσε να φύγει στο εξωτερικό, προτίμησε να μείνει στην πατρίδα της. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι έμεινε σιωπηλή. Ιστορική έμεινε η εμφάνισή της, στο θέατρο Ολυμπιά στο Παρίσι όπου μέσα από τα τραγούδια της έβγαλε όλη την οργή, αλλά και τον πόνο για τον σπαραγμό που συνέβαινε στη χώρα της.

Η παραπάνω εμφάνιση έγινε το 1979. Μια χρονιά κομβική για την τραγουδίστρια, αφού ο σύζυγός της λόγω προβλημάτων υγείας αποχωρεί από την «ενεργό δράση».
Η Ορθοδοξία και οι Έλληνες
Όσοι την έχουν δει στη σκηνή, μιλάνε για μια απίστευτη περσόνα –και φυσικά σπουδαία φωνή. Στέκει σχεδόν ακίνητη στο κέντρο, το δε μικρόφωνό της βρίσκεται σε απόσταση μισού μέτρου από εκείνη. Μένει ανέκφραστη, ενώ δεν μιλάει στο κοινό, ούτε «κάνει παιχνίδι» μαζί τους. Σε ερώτηση δημοσιογράφου για την στάση της αυτή, απαντά πως «είναι τα τραγούδια μου τέτοια, που μιλούν για πόλεμο, για θάνατο. Πώς μπορώ να χαμογελάω; Θα ήταν παράξενο».
Όσον αφορά την πίστη της είναι φανατική Ορθόδοξη. Μάλιστα και δεκαετίες ψάλλει την ακολουθία της Μεγάλης Παρασκευής στις ορθόδοξες εκκλησίες του Λιβάνου, ντυμένη στα μαύρα και φορώντας μαύρα γυαλιά, για να κρύψει τα δάκρυα στα μάτια της. Τους συγκεκριμένους ύμνους τους έχει ηχογραφήσει σε δίσκο, που κυκλοφόρησε, το 1962, με τίτλο Good Friday – Eastern Sacred Songs. Μεταξύ άλλων ψάλλει και το «Η ζωή εν τάφω» στα ελληνικά.
Όπως είπαμε έμεινε πιστή στην πατρίδα της, παρόλο που θα μπορούσε να ζήσει στην «ειρηνική» Δύση. Φυσικά έχει εμφανιστεί σε πάρα πολλές χώρες και στις 7 Ιουλίου 2007 μάγεψε το κοινό στο Ηρώδειο. Μάλιστα όπως είχε γραφτεί τότε, εκείνη την περίοδο είχε προαναγγείλει επίσης συναυλίες σε Λονδίνο, Ολλανδία και Παρίσι, αλλά τις ακύρωσε την τελευταία στιγμή. Εμφανίστηκε μόνο στην Αθήνα, στο Ηρώδειο, αποδεχόμενη την προσωπική πρόσκληση της Μαριάννας Βαρδινογιάννη. Με τη συναυλία της αυτή, συμμετείχε στη διεθνή εκστρατεία για την προστασία του άμαχου πληθυσμού κατά τη διάρκεια ένοπλων συγκρούσεων.
Φυσικά το ελληνικό κοινό δεν την γνώρισε τότε. Από προηγούμενες δεκαετίες είχε χτίσει ένα μύθο που έγινε μεγαλύτερος από τις διασκευές των τραγουδιών της στη γλώσσα μας. Όπως το «Nassam alayna», που έγινε «Μια φωτιά» το 1975, από τον Μανώλη Αγγελόπουλο.
Ή το «Wa habibi» που τραγούδησε και η Χάρις Αλεξίου.
Τέλος η Μελίνα Κανά τραγουδά, το 1996, τη σύνθεση του Θανάση Παπακωνσταντίνου «Φαϊρούζ».
Στη διάρκεια της πενηντάχρονης μουσικής της καριέρας, έχει πουλήσει πάνω από 80 εκατομμύρια δίσκους σε όλο τον κόσμο και ενώ έχει τραγουδήσει πάνω από 1.500 τραγούδια, έχει πάρει μέρος σε 20 θεατρικές παραγωγές, παίζοντας πολλές φορές η ίδια τον πρωταγωνιστικό ρόλο τραγουδώντας. Αυτά, ούτε στη Δύση δεν γίνονται.
Σπύρος Δευτεραίος
















