Στη θλίψη έχει βυθιστεί η ομογένεια της Αυστραλίας καθώς έφυγε από τη ζωή ο Γιάννης Ερμείδης, ο φωτογράφος που για δεκαετίες κατέγραφε με τον φακό του κάθε σημαντική αλλά και καθημερινή στιγμή της ελληνικής παροικίας στη Μελβούρνη.
Ο Γιάννης Ερμείδης, που είχε χαρακτηριστεί ως «ο φωτογράφος της παροικίας», βρέθηκε νεκρός από την αδελφή του Ελένη, στο διαμέρισμά του στον Καρέα Αττικής. Ήταν 76 ετών.
Γεννημένος στη Ρωσία το 1949, «μετανάστευσε» όπως του άρεσε να λέει στην Ελλάδα το 1957. Το 1969 έφυγε στην Αυστραλία, όπου εκκίνησε η μακρά πορεία του στο φωτογραφικό ρεπορτάζ των Ελλήνων μεταναστών.
Από το 1971 έως το 2015 συνεργαζόταν με την ομογενειακή εφημερίδα Νέος Κόσμος, καλύπτοντας κάθε σημαντική εκδήλωση, κοινωνική συγκέντρωση, πολιτική συνάντηση και καλλιτεχνική παρουσίαση της παροικίας.
Από πολιτικούς και επιστήμονες, μέχρι καλλιτέχνες, αθλητές και τους απλούς ανθρώπους, κανένα γεγονός δεν περνούσε απαρατήρητο από τον φωτογραφικό φακό του.
Το 2015, έπειτα από 46 χρόνια ζωής και δημιουργίας στη Μελβούρνη, ο Γιάννης Ερμείδης αποφάσισε να επιστρέψει για μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα.
Μαζί του πήρε το ανεκτίμητο φωτογραφικό αρχείο του, 120.000 φιλμ με εκατομμύρια φωτογραφίες που αποτύπωναν την καθημερινότητα και τις ξεχωριστές στιγμές της ελληνικής παροικίας στην Αυστραλία.
Όπως είχε δηλώσει ο ίδιος τότε «πρόκειται για πολύτιμο υλικό. Για περισσότερα από 40 χρόνια με τον φακό μου κατέγραφα τα πάντα και δεν θέλω να χαθεί αυτό το αρχείο. Ελπίζω ότι θα αξιοποιηθεί και από αρμόδιους». Μέχρι στιγμής παραμένει άγνωστο τι θα γίνει το αρχείο του.

Η συνομιλία με τη βασίλισσα Ελισάβετ Β’
Η καριέρα του Γιάννη Ερμείδη χαρακτηριζόταν από τη μοναδική του ικανότητα να συνδυάζει δημοσιογραφική ευαισθησία με καλλιτεχνική ματιά. Στη διάρκεια της καριέρας του συνάντησε και φωτογράφησε προσωπικότητες διεθνούς κύρους, από πρωθυπουργούς και υπουργούς μέχρι τη βασίλισσα της Μεγάλης Βρετανία Ελισάβετ Β’.
Ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς σταθμούς της πορείας του ήταν η 29η Σύνοδος Κορυφής της Κοινοπολιτείας στην Κύπρο, τον Οκτώβριο του 1993.
Η βασίλισσα Ελισάβετ Β’ επισκέφθηκε τη Λευκωσία εν μέσω έντονων αντιδράσεων και διαδηλώσεων, λόγω των απαγχονισμών των αγωνιστών της ΕΟΚΑ. Αν και οι απόψεις διίστανται, είναι ευρέως διαδεδομένο στην Κύπρο ότι η βασίλισσα Ελισσάβετ είχε την νομική ισχύ και την ευκαιρία να δώσει «χάρη» στον 17χρονο Ευαγόρα Παλληκαρίδη και τους άλλους οκτώ, κάτι το οποίο δεν έπραξε και ο ανήλικος Παλληκαρίδης μαζί με άλλους οχτώ αγωνιστές οδηγήθηκαν στην κρεμάλα.
Ωστόσο, παρά τις εντάσεις έξω από το ξενοδοχείο όπου διεξάγονταν οι εργασίες, η Σύνοδος κύλησε ομαλά στο εσωτερικό του κτηρίου, με τους δημοσιογράφους και τους φωτογράφους να καταγράφουν κάθε στιγμή.
Ο ίδιος ο Γιάννης Ερμείδης περιέγραφε με ενθουσιασμό την πρώτη του συνάντηση με τη βασίλισσα. «Ήταν η πρώτη φορά που την έβλεπα τόσο κοντά. Μου προκάλεσε έκπληξη, σάστισα. Ερχόταν με τον Γλαύκο Κληρίδη προς το Κέντρο Τύπου στο Hawaii Beach Hotel. Μιλούσαν μεταξύ τους και ξαφνικά η βασίλισσα με κοιτάζει και μου απευθύνει τον λόγο: «I am asking you how are you, nobody behind there» (Ρωτάω εσένα πώς είσαι, όχι κάποιον πίσω σου). Και της απάντησα: «I am fine, thank you» (είμαι καλά, σας ευχαριστώ).
Στο αυτοκίνητο του γενικού προξένου
Η σχέση του με την ομογένεια δεν περιοριζόταν όμως μόνο στο φακό. Ο Γ. Ερμείδης δεν είχε ποτέ του αυτοκίνητο, αλλά η παρουσία του στις εκδηλώσεις θεωρούταν τόσο σημαντική, ώστε ο πρώην γενικός πρόξενος στη Μελβούρνη, Γεώργιος Βέης, συνήθιζε να τον έχει πάντα μαζί στο αυτοκίνητό του, λέγοντας αστειευόμενος ότι «ο μόνος φωτογράφος που έχει για οδηγό έναν γενικό πρόξενο είναι ο Γιάννης».
Οι φωτογραφίες που άφησε πίσω του είναι η ιστορία της ελληνικής κοινότητας, των ανθρώπων και των στιγμών που σμίλεψαν την ταυτότητά της, από τις καθημερινές εκδηλώσεις έως τις μεγάλες κοινωνικές και πολιτικές στιγμές.
Το έργο του κρατά ζωντανή τη μνήμη της ομογένειας, συνδέοντας τις διαφορετικές γενιές και άφησε πίσω του μια κοινότητα που τον θυμάται με σεβασμό και αγάπη. Όπως σημειώνει στη σχετική ανακοίνωση η ομογενειακή εφημερίδα Νέος Κόσμος με την οποία συνεργαζόταν, «η μνήμη του και το έργο του θα μείνουν ανεξίτηλα χαραγμένα στην ιστορία της ομογένειας και στη συλλογική μνήμη όσων είχαν την τύχη να γνωρίσουν τον “φωτογράφο της παροικίας”».
Πηγή: Νέος Κόσμος
















