Εάν μια ημερομηνία είναι χαραγμένη στη συλλογική μνήμη της Ρωμιοσύνης με τα μελανότερα χρώματα, είναι αυτή της Τρίτης 29 Μαΐου 1453, είναι η ημέρα που η χιλιόχρονη Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία έπαψε να υπάρχει, αφού η Βασιλεύουσα έπεσε στα χέρια των Οθωμανών Τούρκων.
«Να αϊλί εμάς, και βάι εμάς, οι Τουρκ’ την Πόλην επαίραν,
επαίραν το βασιλοσκάμν’ ελλάεν η αφεντία»,
«αλίμονό μας, οι Τούρκοι πήραν την Πόλη, κατέλαβαν τον θρόνο και είμαστε υπόδουλοι» λέει σε ελεύθερη μεταφορά το τραπεζούντιο άσμα γνωστό ως «Ο θρήνος της Τραπεζούντας».
Έχουν γραφτεί χιλιάδες σελίδες για τις τελευταίες ημέρες της Αυτοκρατορίας, την αποδυνάμωσή της τους τελευταίους αιώνες από τους «αδελφούς Χριστιανούς» της Δύσης, για τον ρόλο του Πάπα και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Για την ημέρα που άλλαξε τον ρου της ιστορίας του πολιτισμένου κόσμου και καταδίκασε το λίκνο του πολιτισμού σε οπισθοδρόμηση με τα γνωστά σε όλους μας αποτελέσματα (συμπεριλαμβανομένης και της Γενοκτονίας) έγραψαν Βυζαντινοί, Οθωμανοί, Σλάβοι και Λατίνοι. Ανάμεσα στις σημαντικότερες πηγές οι τέσσερις των βυζαντινών ιστορικών Γεωργίου Φραντζή, Λαόνικου Χαλκοκονδύλη, Μιχαήλ Κριτόβουλου και Δούκα.
Διαβάζοντας τα συγγράμματα των συγχρόνων με την Άλωση ιστορικών, είναι σαν να εκτυλίσσονται τα γεγονότα μπροστά μας. Αισθήματα πίκρας και αδικίας μας κατακλύζουν. Δεν μπορούμε να μην σταθούμε στην προσωπικότητα του τελευταίου Έλληνα βασιλιά, του Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Παλαιολόγου, γιου του Μιχαήλ Β΄ του Παλαιολόγου και της Σερβίδας πριγκίπισσας Ελένης Δραγάση- Παλαιολογίνας.
Του βασιλιά εκείνου που ο θρύλος αποκαλεί «μαρμαρωμένο» γιατί τέτοιο παλικάρι δεν ήταν δυνατόν σύμφωνα με το λαϊκό αίσθημα να χαθεί, αλλά παραμένει σε ύπνωση και όταν ξυπνήσει θα ζωστεί τα άρματά του και θα πάρει πίσω την Πόλη.
Την Κωνσταντινούπολη που όταν ο Πορθητής του πρότεινε να του την παραδώσει με αντάλλαγμα τη ζωή του, εκείνος αρνήθηκε λέγοντας: «Το δε την πόλιν σοι δούναι, ούτ’ εμόν έστιν, ούτ’ άλλου των κατοικούντων εν ταύτη· κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών». «Το να σου παραδώσω την Πόλη ούτε δικό μου δικαίωμα είναι ούτε κανενός άλλου από τους κατοίκους της, γιατί όλοι με μια ψυχή προτιμούμε να πεθάνουμε με τη θέλησή μας και δε λυπόμαστε για τη ζωή μας», είπε ο Κωνσταντίνος με απόλυτη ψυχραιμία, έχοντας πλήρη συναίσθηση του ρόλου του στις ιστορικές εκείνες στιγμές.
Η οικογένεια των Παλαιολόγων βασίλευε στην Κωνσταντινούπολη για εκατόν ενενήντα τέσσερα χρόνια, δέκα μήνες και τέσσερις ημέρες. Ο Κωνσταντίνος, δεσπότης του Μοριά, διαδέχτηκε στον θρόνο της Κωνσταντινούπολης τον αδελφό του Ιωάννη Η’. Παρέμεινε Αυτοκράτορας για τέσσερα χρόνια, τέσσερις μήνες και είκοσι τέσσερις ημέρες. Σε αυτόν έπεσε ο κλήρος των πιο δύσκολων χρόνων της Αυτοκρατορίας, όταν αυτή παρέπαιε.
Εκείνο το πρωί της Τρίτης 29 Μαΐου του 1453, ο Κωνσταντίνος στέκονταν με τους συντρόφους του στην Πύλη του Ρωμανού. Το προηγούμενο διάστημα είχε κάνει ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατόν για να ενισχύσει την άμυνα της Πόλης. Σύμφωνα με τον ιστορικό και φίλο του αυτοκράτορα Γ. Φραντζή, ο Κωνσταντίνος παραχώρησε εκτάσεις της αυτοκρατορίας σε τυχοδιώκτες που έδωσαν υποσχέσεις τις οποίες δεν κράτησαν, ότι τάχα θα είναι σύμμαχοί του. Έτσι η Μεσημβρία πέρασε στα χέρια του Ιωάννη Ουνυάδη ενώ η Λήμνος στον βασιλιά των Καταλανών Αλφόνσο Ε’ της Αραγονίας[1], και καράβια μισθοφόρων Γενουατών που θα βοηθούσαν στη λύση της πολιορκίας, έμεναν καθηλωμένα στη Χίο εμποδισμένα τάχα από τους αντίθετους ανέμους.
Ο Κωνσταντίνος διένυε το 49ο έτος της ηλικίας του. Ήταν ικανότατος και οξύνους κυβερνήτης. Όσο ήταν Δεσπότης του Μοριά έδωσε αποφασιστικές μάχες εναντίον των Λατίνων και κατόρθωσε να κάνει φόρου υποτελές το λατινικό Δουκάτο των Αθηνών. Γνώριζε πολύ καλά τον ρόλο των Δυτικών αλλά οι συγκυρίες το έφεραν έτσι και έπεσε στην ανάγκη τους. Για να σώσει την Κωνσταντινούπολη και ό,τι είχε μείνει από την αυτοκρατορία, την ημέρα της εορτής του Αγίου Σπυρίδωνα που πρωτοστάτησε στη Σύνοδο της Νίκαιας εναντίον της αίρεσης του Αρείου, στις 12 Δεκεμβρίου του 1452 επέτρεψε να μνημονευτεί το όνομα του Πάπα στην Αγια- Σοφιά. Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία έδειξε για ακόμα μια φορά το αληθινό πρόσωπό της αφού εκμεταλλεύτηκε την τραγική θέση της Κωνσταντινούπολης. Ο εκκλησιαζόμενος λαός δεν πίστευε στα αυτιά του, «ήρθε το τέλος του κόσμου» έλεγε, και δεν είχε άδικο, γιατί ο κόσμος όπως τον ήξεραν μέχρι τότε θα άλλαζε ριζικά στους επόμενους μήνες.
Στην πύλη του Ρωμανού λοιπόν φορώντας την στρατιωτική στολή του χωρίς βασιλικά διακριτικά, παρά μόνο τα κόκκινα παπούτσια του (χαρακτηριστικό των υποδημάτων των Ρωμαίων Αυτοκρατόρων που καταχρηστικά μιμούνται και οι Πάπες μέχρι τις μέρες μας) ο Κωνσταντίνος έδωσε έφιππος γενναία μάχη, σώμα με σώμα. Όταν είδε γύρω του τους συντρόφους του σκοτωμένους και την αυτοκρατορία να χάνεται λέγεται πως φώναξε: «Δεν υπάρχει ένας χριστιανός να μου πάρει το κεφάλι»; Δέχτηκε τότε μια σπαθιά από το ξίφος Οθωμανού η οποία τον μάτωσε το μάγουλο καθώς την απέφυγε με ελιγμό, για να πεθάνει αμέσως μετά από πισώπλατο χτύπημα με σπαθί. Ο βασιλιάς κείτονταν νεκρός, ανάμεσα στους συντρόφους του, μπροστά στα τείχη της Πόλης του που αρνήθηκε να εγκαταλείψει για να σώσει την ζωή του.
Το αίμα του είχε «ξεπλύνει» την ντροπή της παράδοσης της Μεγάλης Εκκλησίας στους αιρετικούς και δικαίωσε τον τίτλο του Πορφυρογέννητου που κατείχε.
Οι Οθωμανοί δεν γνώριζαν αν ο βασιλιάς ήταν νεκρός. Διέφερε πολύ από τον δικό τους που ήταν ντυμένος σαν παγόνι και τον προστάτευαν 15.000 άντρες. Ο Μωάμεθ Β’ ο Πορθητής έστειλε τους ανθρώπους του να ψάξουν ανάμεσα στα πτώματα για τον Αυτοκράτορα. Εάν είχε διαφύγει για να αποφύγει τη σύλληψη θα ήταν μια υπαρκτή απειλή για το μέλλον του Σουλτάνου στην Πόλη, τον ήθελε νεκρό για να θάψει μια για πάντα τις ελπίδες της Ρωμιοσύνης.
Όταν οι απεσταλμένοι του Μωάμεθ αναγνώρισαν τη σορό του νεκρού αυτοκράτορα, από τα κόκκινα παπούτσια του με το χρυσοκέντητο δικέφαλο αετό, και αφού βεβαιώθηκαν για την ταυτότητά του ρωτώντας τους αιχμαλώτους που έπιασαν, έκοψαν το κεφάλι του Κωνσταντίνου και το παρουσίασαν στον βασιλιά τους. Τον βρήκαν ανάμεσα σε οχτακόσιες σορούς που ήταν σωριασμένες στην Πύλη του Ρωμανού εκ των οποίων τριάντα δύο μόνο ανήκαν σε Χριστιανούς. Όλες οι άλλες σοροί ανήκαν σε Οθωμανούς, τέτοια άμυνα κράτησε ο Αυτοκράτορας και η φρουρά του. Ο Μωάμεθ ενθουσιάστηκε, δεν υπήρχε πια κανένας να τον σταματήσει.
Ο Μωάμεθ Β’ ο Πορθητής γνωστός και ως Σουλτάν Μεχμέτ, επιβεβαιώνοντας τα βίαια ένστικτά του, διέταξε να γεμίσουν με άχυρο το κεφάλι του τελευταίου βυζαντινού Αυτοκράτορα, και με συνοδεία αιχμαλώτων εφήβων από την Βασιλεύουσα, σαράντα αγοριών και σαράντα κοριτσιών, το έστειλε στον πασά της Βαβυλωνίας ώστε να μάθει όλη η Ανατολή την κατάρρευση της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και να διεκδικήσει έτσι για τον εαυτό του τον τίτλο του «Καίσαρα».
Τι απέγινε όμως το σώμα του Αυτοκράτορα; Πολλές είναι οι εκδοχές για το τι απέγινε η σορός. Ο Σουλτάνος ήθελε να υπάρχει ένας τάφος τον οποίο θα βλέπουν οι Ρωμιοί και θα πείθονται για το τέλος των ημερών τους.
«Εν Κωνσταντινουπόλει, κάτω του Εσκί σεραγιού (σημερινή συνοικία Βεφά), υπάρχουσι παλαιά τινά χάνια, χρησιμεύοντα εις διαφόρους βαναύσους εργασίας, προς δε και ως στάβλοι ίππων. Εντός λοιπόν τοιούτου καταγωγίου, εις ύπαιθρον γωνίαν, λυχνία τις αναπτομένη νυχθημερόν υπό Τούρκων διασκορπίζει αμυδρόν φώς εις μνημείον τι. Παράδοση παλαιοτάτη, παρά πολλών και μάλιστα παρά Τούρκων πιστευομένη, αναφέρει ότι εις το έρημον τούτο μνήμα κείνται τα οστά του τελευταίου Χριστιανού της Κωνσταντινουπόλεως βασιλέως» γράφει σε έκδοση του 1847 ο Κωνσταντινοπολίτης φιλόλογος, ποιητής και μεταφραστής Χρήστος Παρμενίδης.
Ο Αλέξανδος Μωραϊτίδης στο βιβλίο του Κωνσταντινούπολις. Με του βορηά τα κύματα σε έκδοση του 1923 μας περιγράφει: «[…] Επανήλθον πάλιν προς τον κατησχυμμένον του αυτοκράτορος τάφον. Έκοψα κλώνον θαλερόν από της ακακίας, εγονυπέτησα εις τα μεμιασμένα μάρμαρά του, και εν στιγμή υπερτάτης εξάψεως μ’ εφάνη πως ήκουσα πικρόν παράπονον, γεμίζον από θρήνον οδυνηρόν την πενιχράν εκείνην περιοχήν:
-Δεν υπάρχει κανείς Χριστιανός να ανεγείρη τον τάφον μου;
Δεν ηδυνήθην να κρατήσω τα δάκρυά μου».
Αυτά λένε οι παραδόσεις, κανένας δεν μπορεί να βεβαιώσει εάν υπάρχει ο τάφος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Το ίδιο ισχύει και για τον άλλο μεγάλο Έλληνα βασιλιά, τον Μέγα Αλέξανδρο. Ίσως έτσι η μοίρα διάλεξε για τους δύο μεγάλους Έλληνες, να είναι κτήμα όλης της Οικουμένης και όχι δύο μέτρων γης!
Αλεξία Ιωαννίδου