Βουράζω και βουράζω, και βουράσκομαι ή βουράγουμαι, βουράχνουμαι ή και βουράχκομαι, αναλόγως την περιοχή. Το ρήμα προέρχεται από το ουσιαστικό βούρα, που κατά το Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου είναι «Η κοιλότης της χειρός, δραξ», δηλαδή η χούφτα, και συνεκδοχικά η ποσότητα που που χωράει μέσα σε μια χούφτα.
Φράσεις που παραθέτει επεξηγηματικά ο Άνθιμος Παπαδόπουλος: Εβουράστεν τα μαλλία μ’ (με άρπαξε από τα μαλλιά της κεφαλής), Εβούρασα το ξύλο.
Και για τη βούρα: Μέσα έναν βούραν (για πολύ λεπτή μέση), Δίγω με τα βούρας (παρέχω αφειδώς), Έναν βούραν άλας (μια χούφτα αλάτι).
- Βρείτε, μάθετε και διαδώστε την έννοια ακόμα περισσότερων ποντιακών λέξεων και φράσεων στο λεξικό του pontos-news.gr.