Στον αλησμόνητο Πόντο τέτοιες ημέρες οι Πόντιες νοικοκυρές ετοιμάζονταν πυρετωδώς για το Πάσχα.
Για τους Πόντιους η προετοιμασία για τια άγιες αυτές ημέρες ξεκινούσε από την Καθαρά Δευτέρα με τη νηστεία της Σαρακοστής, η οποία αποτελούσε την αυστηρότερη των νηστειών, μιας και χωρίς εξαίρεση νήστευαν μέχρι και οι λεχώνες, οι άρρωστοι, οι γέροι και τα παιδιά. Τα τελευταία δε για να τα συνετίσουν και να ακολουθήσουν τη νηστεία, οι μητέρες τους έφτιαχναν αυτοσχέδια παιχνίδια.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της Σαρακοστής τα καφενεία ήταν ανοιχτά, ο κόσμος πήγαινε, αλλά δεν χόρευε κανένας. Το πένθος στον Πόντο ξεκινούσε νωρίς και ήταν πένθος ψυχής.
Από το Σάββατο του Λαζάρου οι Πόντιες νοικοκυρές κλείνονταν στις κουζίνες τους και άρχιζαν σιγά-σιγά να ετοιμάζουν εδέσματα και γλυκά για τη Λαμπρή. Τα κερκέλια μοσχομύριζαν στους φούρνους, και σαν ερχόταν η Μεγάλη Πέμπτη έβαφαν τα πασχαλινά αυγά με κρεμμυδόφυλλα και έψηναν τα τσουρέκια τους. Φρόντιζαν να φτιάξουν τσουρέκια και για τους συγγενείς αλλά και τους φτωχούς γείτονες.
Αρχή της Μεγάλης Εβδομάδας γυάλιζαν τα μπακίρια, καθάριζαν τα σπίτια, τις αυλές και όλο το χωριό. Εκκλησιάζονταν με ευλάβεια όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα, και τη Μεγάλη Πέμπτη κοινωνούσαν.
Η Μεγάλη Παρασκευή ήταν ημέρα πένθους. Τα μαγαζιά ήταν κλειστά, και οποιαδήποτε ενασχόληση με εργασία την θεωρούσαν αμαρτία. Οι καμπάνες χτυπούσαν πένθιμα και τα κορίτσια στόλιζαν τον Επιτάφιο τραγουδώντας το μοιρολόι της Παναγίας.