Τον Ιανουάριο του 2014 η τουρκική στρατοχωροφυλακή, μετά από σχετικές καταγγελίες, σταμάτησε για έλεγχο τριαξονικά φορτηγά τα οποία, όπως αποδείχτηκε, μετέφεραν όπλα και πυρομαχικά σε ισλαμιστές αντάρτες στη Συρία.
Οι επιχειρήσεις της στρατοχωροφυλακής έγιναν κατόπιν διαταγής αλλά και υπό την προσωπική επίβλεψη και παρουσία του αρμόδιου εισαγγελέα στους νομούς Αντιόχειας (Χατάι) και Αδάνων.
Τότε η τουρκική κυβέρνηση είχε έλθει σε πολύ δύσκολη θέση, αφού οι ίδιες οι αρμόδιες Αρχές του τουρκικού κράτους αποκάλυπταν την εμπλοκή της υπηρεσίας πληροφοριών (ΜΙΤ), άρα της κυβέρνησης, στο θέμα της υποστήριξης των ισλαμιστών και συγκεκριμένα του Μετώπου Αλ Νούσρα, που είναι παρακλάδι της Αλ Κάιντα.
Τώρα, δεκατέσσερις μήνες αργότερα, ο Αρχιεισαγγελέας Προστασίας της Δημοκρατίας της Κωνσταντινούπολης διέταξε τη σύλληψη 34 εν ενεργεία στρατιωτικών, ανάμεσα στους οποίους και ένας ταγματάρχης, με το αιτιολογικό της «παράνομης υποκλοπής τηλεφώνων, κατασκοπείας, παραβίασης προσωπικών δεδομένων, παράνομης καταγραφής προσωπικών δεδομένων, ίδρυσης και διοίκησης τρομοκρατικής οργάνωσης, συμμετοχής σε τρομοκρατική οργάνωση, απόπειρα ανατροπής της κυβέρνησης της Τουρκικής Δημοκρατίας ή παρεμπόδισης του έργου της».
Στη διαταγή αναφέρεται ότι οι συλληφθέντες θα παραπεμφθούν στο Κακουργιοδικείο Αδάνων, για να δικαστούν με βάση το παραπάνω κατηγορητήριο.
Η σύλληψη των στρατιωτικών έρχεται ως συνέχεια δραματικών αλλαγών που έκανε η κυβέρνηση Ερντογάν-Νταβούτογλου στη Δικαιοσύνη και της σύλληψης δεκάδων υψηλόβαθμων αξιωματικών της Αστυνομίας, για να «ξηλώσει» το λεγόμενο παράλληλο κράτος που ισχυρίζεται η τουρκική κυβέρνηση ότι λειτουργεί στελεχωμένο από μέλη της οργάνωσης του ιμάμη Φετουλάχ Γκιουλέν, παράληλλα με το τουρκικό κράτος.
Ανεξάρτητα από τη βασιμότητα των ισχυρισμών της τουρκικής κυβέρνησης για τους μηχανισμούς της θρησκευτικής σέχτας του Γκιουλέν, την οποία, σημειωτέον, χρησιμοποίησε ο Ερντογάν για ανέλθει αλλά και για εδραιωθεί στην εξουσία, η υπόθεση των τριαξονικών της ΜΙΤ έχει μια ιδαιτερότητα.
Οι συλληφθέντες αξιωματικοί ήταν εκτελεστικά όργανα και διατάχθηκαν από τον αρμόδιο εισαγγελέα να διενεργήσουν έλεγχο σε φορτηγά τριαξονικά, τα οποία, όπως αποδείχτηκε, στο πλαίσιο κεκαλυμμένης επιχείρησης της ΜΙΤ, μετέφεραν όπλα και πυρομαχικά στην Αλ Κάιντα.
Οι στρατιωτικοί κατέγραψαν τα στοιχεία και τα πρόσωπα των ιδιωτών οδηγών αλλά και των στελεχών της ΜΙΤ που συνόδευαν διακριτικά με αυτοκίνητα που έφεραν συμβατικές πινακίδες τα φορτηγά με το στρατιωτικό υλικό και τα περέδωσαν στον αρμόδιο εισαγγελέα.
Τώρα συλλαβάνονται και δικάζονται επειδή υπάκουσαν στις εντολές του αρμόδιου εισαγγελέα.
Όμως, το πραγματικό μήνυμα των συλλήψεων είναι το εξής: Η τουρκική κυβέρνηση στην ουσία παραδέχεται ότι μετέφερε φορτίο όπλων και πυρομαχικών στην Αλ Κάιντα, αφού μέρος του κατηγορητηρίου είναι η «απόπειρα ανατροπής της κυβέρνησης της Τουρκικής Δημοκρατίας ή παρεμπόδισης του έργου της».
Αυτό σημαίνει ότι η κυβέρνηση Νταβούτογλου, παρά τις όποιες συμφωνίες υπέγραψε με τις ΗΠΑ για τη συμμετοχή της στη συμμαχία των χωρών που μάχονται εναντίον του λεγόμενου Ισλαμικού Κράτους (ΙΚ), συνεχίζει να στηρίζει τους ισλαμιστές στη Συρία, στην επικράτηση των οποίων βασίζεται για να αντιμετωπίσει τους Κούρδους της Ροζάβα (Β. Συρία), οι οποίοι έτσι θα βρεθούν ανάμεσα σε δύο πυρά.
Τέλος, συμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται η Τουρκία το ζήτημα των τζιχαντιστών και του ΙΚ, στηρίζοντας από τη μια πλευρά τους τζιχαντιστές και υπογράφοντας συμφωνίες από την άλλη με τις χώρες που μάχονται εναντίον τους, μοιάζει πολύ με τη στάση που τήρησε η Τουρκία στη διάρκεια της περιόδου που διαμορφώνονταν οι συμμαχίες πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά και κατά τη διάρκειά του, τότε που η Τουρκία συνομιλούσε και υπέγραφε συμφωνίες και με τον Άξονα και με τους Συμμάχους, για να μπει στον πόλεμο την τελευταία ημέρα, φυσικά στο πλευρό των νικητών, και να λάβει δικαιωματικά (sic) τον τίτλο του «Επιτήδειου Ουδέτερου».
Μένει να δούμε αν θα καταφέρει και τώρα να σχοινοβατεί η Τουρκία ανάμεσα στους τζιχαντιστές και τους πολέμιούς τους.