Ο Ιωάννης Παναγιωτίδης ζούσε στον οικισμό Γαριπάντων, στον αριστερό παραπόταμο του Χαρσιώτη, 10 χλμ. ΝΑ της Αργυρούπολης. Ο οικισμός είχε μια εκκλησία, τον Άγιο Χριστόφορο, και δημοτικό σχολείο. Οι κάτοικοι, μόνο Έλληνες, ήταν το 1914 περίπου 40 άνθρωποι και έφθασαν αργότερα τους 150. Το 1918, με την οπισθοχώρηση των Τούρκων, οι περισσότεροι κάτοικοι των Γαριπάντων μετανάστευσαν στη Ρωσία, όπου εργάστηκαν ως τεχνίτες. Όσοι παρέμειναν στον οικισμό, ασχολούνταν κυρίως με την κτηνοτροφία.
≈
Η μαρτυρία του Ιωάννη Παναγιωτίδη περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
Στα 1921 που ήρθα στην Ελλάδα, δούλεψα στην καραντίνα του Αγίου Γεωργίου και στη Μακρόνησο. Στην καραντίνα της Μακρονήσου έγινε μεγάλη καταστροφή. Την ημέρα πέθαιναν εκατό-εκατόν πενήντα άτομα. Είχε κάπου δεκάξι χιλιάδες κόσμο. Και κάθε μέρα πέθαιναν. Και κάθε τόσο έρχονταν καινούριοι. Οι αρρώστιες θέριζαν.
Κατόπιν ήρθε ένας άλλος διευθυντής κι ένας άλλος γιατρός, ο Πόντιος Μακρίδης. Αυτοί οι δύο εσταμάτησαν τον θάνατο, όπως σταματάει το νερό. Αυτοί πήραν μέτρα περιθάλψεως: καθαριότητα, φάρμακα, τροφή. Κόπηκε απότομα ο θάνατος. Μόνο τέσσερα-πέντε άτομα πέθαιναν την ημέρα.
Εγώ ήμουν υπάλληλος τροφοδοσίας. Τα είδα. Έγινε μεγάλη καταστροφή. Καταστράφηκαν τα ρούχα των προσφύγων από τους ίδιους τους υπαλλήλους της καραντίνας.
Στον Άγιο Γεώργιο¹, που υπηρέτησα ως υπάλληλος, πολλοί κλέφτες από τον Πειραιά έρχονταν με καΐκια στην καραντίνα και έκλεβαν ρουχισμό και άλλα πράγματα. Άνοιγαν στα απολυμαντήρια τα δέματα κι έκλεβαν μηχανές, χαλιά και άλλα. Ερχόταν ένα βαπόρι φορτωμένο με πρόσφυγες και πράγματα. Κατέβαζαν τους ανθρώπους και τους οδηγούσαν αμέσως στα απολυμαντήρια: Κόψιμο τα μαλλιά αντρών και γυναικών και ίσια για τα λουτρά. Τα πράματα έμεναν. Τα κατέβαζαν και τα στοίβαζαν κάτω από τα στέγη του απολυμαντηρίου και τα απολύμαιναν.
Το πλοίο «Θέμις» που έφερε τέσσερις χιλιάδες Πόντιους απ’ τον Καύκασο² όλοι πέθαναν. Από αρρώστιες πέθαναν. Και εξόν που πέθαναν, ο Άγιος Γεώργιος είχε γεμίσει και δε μπορούσαν να τους κατεβάσουν. Τους είχαν μέσα στο πλοίο.
Όσοι πέθαιναν δεν τους κατέβαζαν. Τρεις μήνες στάθηκε το «Θέμις» και δεν τους κατέβασαν. Ο Άι-Γιώργης ήταν γεμάτος, η Μακρόνησος γεμάτη.
Τέλος ήρθε ο διευθυντής που τον λέγανε Βασιλόγαμπρο. Ήταν ναύαρχος. Όλο το προσωπικό της καραντίνας ήταν του ναυτικού. Αυτοί, ο διευθυντής και ο Μακρίδης έκοψαν την αρρώστια και το θάνατο. Αυτός ο Βασιλόγαμπρος αργότερα πνίγηκε. Έξω απ’ τον Πειραιά, στα Λιπάσματα έγινε ναυάγιο. Βούλιαξε το καράβι «Αλέξανδρος». Μέσα ήταν όλο ναυτικοί. Τετρακόσιοι ναύτες. Πνίγηκε και ο Βασιλόγαμπρος.
Απ\ το 1918 άρχισαν οι καραντίνες. Ήρθαν πρώτα οι Καυκάσιοι. Οι Πόντιοι ήρθαν απ’ τα 1922. Μετά εγώ έφυγα. Υποχρεωτική ήταν η καραντίνα τουλάχιστον για δεκατέσσερις μέρες, όταν δεν είχε κρούσματα. Αλλιώς κρατούσαν τον κόσμο περισσότερο, ώσπου να σταματήσουν τα κρούσματα.