Από προηγούμενα άρθρα μου έχετε καταλάβει πόσο πολύ αγαπώ το ποδόσφαιρο και πόσο πιστεύω στην αξία του ως πηγή διδαγμάτων και τροφή για σκέψη. Τι άλλο θα μπορούσε να περιμένει κανείς από κάποιον που η πρώτη λέξη που είπε δεν ήταν ούτε μαμά, ούτε μπαμπά, αλλά μπάλα.
Ο καλός Θεός, βέβαια, φαίνεται πως συμφωνούσε σε αυτό το ζήτημα με τον πατέρα μου και το ’χε στα σχέδια Του να με κάνει άλλου είδους επιστήμονα κι όχι ποδοσφαιράνθρωπο.
Έτσι, ακόμα και το ποδόσφαιρο το παρακολουθώ πια με την ασίγαστη περιέργεια και την επαγγελματική διαστροφή του ερευνητή επιστήμονα. Παρατηρώ τα ποδοσφαιρικά φαινόμενα, τις στρατηγικές των ομάδων σε όλα τα επίπεδα, τους προπονητές και τους παίκτες. Ως επιστήμονας, όμως, δυστυχώς ή ευτυχώς ενθουσιάζομαι δύσκολα. Αυτό συμβαίνει μόνο με τα σπουδαία φαινόμενα, τις σημαντικές καινοτομίες, τις μεγάλες ανακαλύψεις και την αριστεία. Στο χώρο του ποδοσφαίρου εκτυλίσσονται αρκετά αξιόλογα φαινόμενα τα τελευταία χρόνια. Δύο, όμως, είναι αυτά που κυρίως ξεχωρίζω και παρακολουθώ την εξέλιξή τους με τεράστιο ενδιαφέρον κι ενθουσιασμό.
Το πρώτο σχετίζεται με τη δουλειά που γίνεται στις εθνικές ομάδες της Γερμανίας. Βλέπετε οι ουσιαστικές και άξιες λόγου μεταβολές στη φιλοσοφία της τακτικής του ποδοσφαίρου σπανίζουν. Τα τελευταία πενήντα χρόνια, δύο ήταν οι πραγματικά μεγάλες και ιδιοφυείς μεταβολές στα πλαίσια αυτά. Η πρώτη οφείλεται στον Ολλανδό προπονητή του Άγιαξ και της εθνικής Ολλανδίας Ρίνους Μίχελς που τη δεκαετία του ’70 τελειοποίησε και εξέλιξε τις αρχικές ιδέες του Βρεττανού προπονητή του Άγιαξ Τζακ Ρέινολντς πάνω σε αυτό που ονομάστηκε «ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο».
Ο ιδιοφυής Μίχελς δεν ανακηρύχτηκε τυχαία «προπονητής του αιώνα» από την παγκόσμια ποδοσφαιρική ομοσπονδία το 1999.
Τη δεύτερη την χρωστάμε στο προπονητή της Μίλαν και της Εθνικής Ιταλίας Αρίγκο Σάκι. Ο Σάκι ανάμεσα στα άλλα εφάρμοσε με μοναδικό τρόπο τη διπλή ζώνη άμυνας με αυστηρή τήρηση μικρών αποστάσεων ανάμεσα στους αμυνόμενους παίκτες, και ασφυκτικά μαρκαρίσματα στο χώρο με πίεση για ανάκτηση της μπάλας σε όλο το μήκος του γηπέδου. Ούτε κι αυτός ανακηρύχτηκε τυχαία από την παγκόσμια ποδοσφαιρική ομοσπονδία ως ένας από τους δέκα σπουδαιότερους προπονητές από την ίδρυσή της, το 1954, μέχρι σήμερα.
Στις μέρες μας, ο επικεφαλής των εθνικών ομάδων της Γερμανίας, ονόματι Γιοάχιμ Λεβ, μας προσφέρει την τρίτη στη σειρά μεγάλη εξέλιξη στην τακτική του ποδοσφαίρου. Δεν υπήρξα ποτέ θαυμαστής του γερμανικού ποδοσφαίρου, αλλά τώρα δεν μπορώ παρά να τους βγάλω το καπέλο. Δεν είναι ότι κέρδισαν διά περιπάτου το τελευταίο παγκόσμιο κύπελλο στη Βραζιλία. Κυρίως είναι ότι όλες οι εθνικές τους ομάδες, από αυτές των νέων και την ολυμπιακή ομάδα μέχρι την εθνική των ανδρών –οποιαδήποτε κι αν είναι η σύνθεσή της– αγωνίζονται με απόλυτη προσήλωση με τον ίδιο ακριβώς τρόπο και τακτική.
Ο Λεβ αγωνίζεται με ένα υπέροχο
4-2-3-1 με δύο αμυντικούς μέσους που είναι γεμάτο με τριγωνικές αλληλοκαλύψεις όλων των χώρων.
Οι επιθέσεις του είναι γεμάτες ουσία και χωρίς άσκοπες χρονοτριβές, και η ανάπτυξη του παιχνιδιού περνάει από τον άξονα στα άκρα και το αντίθετο συνεχώς και αλληλοδιαδοχικά. Εκμεταλλεύεται κυρίως τους χώρους στα άκρα της επίθεσης με παίκτες που από εκεί δίνουν τις τελικές πάσες παράλληλα ή προς τα πίσω σε επερχόμενους συμπαίκτες τους, οι οποίοι έρχονται στον κατάλληλο χρόνο προς την περιοχή του αντίπαλου. Οι τελευταίοι είναι που σημειώνουν τα περισσότερα γκολ αιφνιδιάζοντας συστηματικά τις άμυνες.
Οι προπονητές του ποδοσφαίρου μπορούν αν θέλουν να παρακολουθούν και την Μπαρτσελόνα και την Ρεάλ∙ τον Μουρίνιο, τον Γκουαρντιόλα, τον Αντσελότι, τον Μπενίτεθ, τον Κόντε και άλλους σπουδαίους σύγχρονους προπονητές, μεταξύ των οποίων προσωπικά τοποθετώ –μετά από μελέτη, και όχι τυχαία– και τον δικό μας Άγγελο Αναστασιάδη. Αλλά κατά τη γνώμη μου, γνωστοί και άγνωστοι, σπουδαίοι και μη, όλοι μαζί θα πρέπει να στρέψουμε την προσοχή μας στη δουλειά του Λεβ, για να ρίξουμε μια πρώτη ματιά στο ποδόσφαιρο της επόμενης εικοσαετίας.
Το δεύτερο φαινόμενο το οποίο παρακολουθώ με μεγάλο ενδιαφέρον σχετίζεται με την ομάδα που ως φίλαθλος υποστηρίζω, δηλαδή τον ΠΑΟΚ.
Η προσπάθεια του αξιόλογου Πόντιου ευεργέτη Ιβάν Σαββίδη να δημιουργήσει μια ομάδα υψηλού επιπέδου έχει εμβληματικό χαρακτήρα. Από τη μια υπάρχει μια ομάδα που ενσωματώνει με τον πιο εκκωφαντικό τρόπο τις παθογένειες της Ελλάδας τού σήμερα. Από την άλλη ένας πετυχημένος, δυνατός Πόντιος επιχειρηματίας. Δεν ξέρω με τι είδους ανθρώπους χρειάστηκε να τα βάλει ο Ιβάν όταν υπηρέτησε ως αναπληρωτής πρόεδρος της Επιτροπής Προϋπολογισμού και Φόρων της Ρωσίας. Σύμφωνα με όσα έχω δει μέχρι σήμερα, όμως, μου φαίνεται πως είναι πιο δύσκολο να στρώσει κανείς τον ΠΑΟΚ παρά την μετακομμουνιστική οικονομία της Ρωσίας…
Όσοι γνωρίζουν από ποδόσφαιρο, δεν φοράνε παρωπίδες και είναι ανιδιοτελείς, ερμηνεύουν εύκολα και πεντακάθαρα κάθε σας απόφαση εκεί στον ΠΑΟΚ. Για παράδειγμα, δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε το γιατί έχετε για αναντικατάστατο τον πιο βραδυκίνητο μέσο που έχουμε δει ποτέ στα τόσα χρόνια που παρακολουθούμε ποδόσφαιρο.
Θα τα καταφέρει στο τέλος ο Ιβάν; Τι συναρπαστικό εγχείρημα κι αυτό… Το παρακολουθώ και το βρίσκω πιο διδακτικό κι από ντοκιμαντέρ του National Geographic!