Η χρήση του ορθού λόγου στην αρχαία ελληνική σκέψη ήταν σημαντική: «Το πείθεσθαι τω αργώ λόγω και τω Θεώ ταυτόν εστί» λέει ο Πλάτων (Κριτίας 40). Την άποψη αυτή απηχεί αργότερα και η φράση του ευαγγελιστή Ιωάννη:
«Εν αρχή ην ο Λόγος και ο Λόγος ην προς τον Θεόν και ο Θεός ην ο Λόγος».
Η αξία του λόγου ως έλλογου στοιχείου είναι εγνωσμένη από παλιά, γεγονός που επιβεβαιώνουν αμέτρητα μνημεία του γραπτού λόγου, που μας συγκινούν σε κάλλος και ομορφιά: «Δος μοι Λόγον, Λόγε μη σιγών παρέλθεις με» λέει ο Υμνωδός τη Μεγάλη εβδομάδα, υψώνοντας το λογικό σε θεϊκό, μέσα από μια άρτια λεκτική συμπύκνωση.
Επειδή ο σαφής λόγος είναι και σοφός, καθώς «σοφόν το σαφές», τινές σοφιστές και της ρητορικής τέχνης παραχαράκτες επινόησαν την αοριστολογία μέσω μιας πυθιακής εκφοράς του λόγου, τύπου «ήξεις-αφίξεις», προσδίδοντας στα λεγόμενα δίσημη διάσταση. Έτσι, από τον πυκνό και λαγαρό λόγο, τον απέραντο σε διαύγεια και ενάργεια, περνάμε στον αμφίσημο, μετατρέποντας το λόγο σε λόγια και την τέχνη του λόγου σε λεκτικό τέχνασμα.
Ακόμη ο διάλογος, απώτερος στόχος του οποίου είναι η αναζήτηση της αλήθειας, γίνεται συχνά ατελέσφορος, όταν χρησιμοποιούνται φραστικά κλισέ και γλωσσικά τερτίπια που θολώνουν το λόγο.
Το φαινόμενο αυτό χαρακτηρίζει περισσότερο τον πολιτικό λόγο, όπου ο χυμός της αλήθειας χάνεται μέσα στα λεκτικά νεφελώματα της μακρολογίας, δίχως να δίνει απάντηση.
Ένα άλλο είδος λόγου είναι ο τεχνοκρατικός. Ο εξειδικευμένος λόγος που αντικαθιστά την πολιτική άποψη με την τεχνοκρατική. Ακόμη ο πολιτικάντικος λόγος. Ο εύπλαστος λαϊκίστικος λόγος, στον οποίο η υποσχεσιολογία απονευρώνει το λόγο, αφού παρουσιάζει το ανέφικτο ως εφικτό αδιαφορώντας για την πραγματικότητα. Η ουσία όμως είναι να λέμε με λίγα λόγια πολλά. «Μη εν πολλοίς ολίγα λέγε, αλλ’ εν ὀλίγοις πολλά», διατυπώνει ο Πυθαγόρας.
Ακόμη, ο μανιχαϊστικός λόγος, σύμφωνα με τον οποίο η αλήθεια είναι μία: άσπρη ή μαύρη. Τίποτε άλλο δεν χωρά ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο. Μιλάμε για τον απόλυτο, τον ανελαστικό, τον ξύλινο λόγο, όπου τα πάντα έχουν δύο όψεις κι όπου δεν υπάρχει μέση οδός που να επιτρέπει τη σύγκλιση απόψεων για διαλεκτικό συγχρωτισμό, αφού οι δρόμοι της παράλληλης σκέψης είναι αδιασταύρωτοι.
Ένα άλλο, σύνηθες, είδος λόγου που απευθύνεται σε μάζες είναι ο προπαγανδιστικός λόγος. Ο λόγος που συσκοτίζει αντί να φωτίζει τα γεγονότα. Που μεγεθύνει τα ασήμαντα και ελαχιστοποιεί τα σημαντικά.
Είναι ο λόγος που μετατρέπει την αλήθεια σε ψέμα και το ψέμα σε αλήθεια, αξιοποιώντας την ψυχολογία της μάζας και τη δυναμική της τηλεοπτικής προπαγάνδας. Εθισμένος στο λόγο αυτόν ο θεατής αφομοιώνει με ευκολία τα τηλεοπτικά μηνύματα, μέσα από έναν μηρυκασμό στερεότυπων φράσεων. Ωστόσο, «Λόγος άνευ λόγου κενός εστί», αφού ο άνθρωπος που έχει να πει πολλά, μιλά λακωνικά. «Χρη σιγάν ή κρείσσονα σιγής λέγειν». Καλύτερα να σιωπάς, αν δεν έχεις να πεις κάτι καλύτερο από τη σιωπή, λέει ο Πυθαγόρας.
Για να αλλάξει η κοινωνία, πρέπει πρώτα ν’ αλλάξουν αυτοί που ζητούν την αλλαγή της. Και όπως γράφει ο Βενιαμίν Φραγκλίνος, «Κανείς δεν διδάσκει καλύτερα από το μυρμήγκι, του οποίου η σιωπή είναι μέρος της πράξης, όπως είναι και η παύση μέρος της μουσικής».
Σε κάθε λέξη κάθε κειμένου καθρεφτίζεται το ύφος και το ήθος του γράφοντος. Μέσα σ’ αυτό φωτογραφίζεται η ψυχή του, φαίνεται η σκέψη του, αναφαίνεται η φιλότητα ή η αντιπαλότητά του και αποκαλύπτεται ο χαρακτήρας του, καθώς «Ανδρός χαρακτήρ εκ λόγου γνωρίζεται», καταπώς μας πληροφορεί ο Μένανδρος.
Συνελόντι ειπείν, ένα κείμενο δεν κρίνεται μόνο από εκείνο που γράφεται στις γραμμές του, αλλά κι από αυτό που διαφαίνεται μέσα από αυτές. Όταν αντί να ορίζει τα πράγματα τα φωτογραφίζει με φράσεις κι εκφράσεις ερμαφρόδιτες, που εκφυλίζουν το λόγο σε λόγια και τη φραστική ύλη σε εκφραστική ιλύ.