Η πρόσφατη σύνοδος του ΟΣΕΠ στην Κωνσταντινούπολη επανέφερε στην επικαιρότητα έναν εν πολλοίς ξεχασμένο περιφερειακό θεσμό, ο οποίος υπήρξε δημιούργημα του μεταψυχροπολεμικού κόσμου και ως εκ τούτου –στο πνεύμα της περιόδου– αναμενόταν να καλλιεργήσει τη συνεργασία και την ειρήνη, πέρα των όποιων πολιτικών διαφορών μεταξύ των κρατών-μελών.
Ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας Ευξείνου Πόντου (ΟΣΕΠ – Organization of the Black Sea Economic Cooperation – BSEC) ιδρύθηκε στις 25 Ιουνίου 1992 στην Κωνσταντινούπολη με ιδρυτικά μέλη αφενός τα παράκτια κράτη (Τουρκία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Ουκρανία, Ρωσία, Γεωργία), και αφετέρου τα κράτη τα οποία συνδέουν τα συμφέροντά τους κατά άμεσο τρόπο με την περιοχή του Ευξείνου Πόντου (Ελλάδα, Αλβανία, Μολδαβία, Αρμενία, Αζερμπαϊτζάν).
Από την πρώτη στιγμή η Τουρκία επιχείρησε να καταστήσει τον Οργανισμό δίαυλο των ηγεμονικών φιλοδοξιών της.
Όταν, επί παραδείγματι, προχωρούσαν οι ζυμώσεις για την υλοποίηση του πετρελαιαγωγού Μπακού-Τιφλίδας-Τσεϊχάν ενάντια στα ρωσικά συμφέροντα και στις ευαισθησίες της Μόσχας όσον αφορά το «εγγύς εξωτερικό» της στον Καύκασο, η Τουρκία επέλεξε να δώσει περαιτέρω ώθηση προτάσσοντας την ένταξη του Αζερμπαϊτζάν. Όλα αυτά, μάλιστα, τη στιγμή που εντός των επικαιροποιημένων κατά τη σύνοδο της Κωνσταντινούπολης τον Ιούνιο του 2004 στρατηγικών στόχων διακηρύχθηκε ο σκοπός της ανάπτυξης «ενεργειακών διασυνδέσεων κοινού ενδιαφέροντος». Όταν, δηλαδή, ο Οργανισμός αναφερόταν καταστατικά σε υλοποίηση ενεργειακών σχεδίων με γνώμονα την αμοιβαιότητα και την αλληλοκατανόηση η Τουρκία επέλεγε να υπονομεύσει τη θέση του εταίρου της.
Όπως δήλωσε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος κατά την ομιλία του στη Σύνοδο, «προέχουν οι αρχές της Δημοκρατίας, της υπεράσπισης των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου και της ευημερίας για όλους, η οποία πρέπει να επιτευχθεί υπό όρους οικονομικής ελευθερίας, κοινωνικής δικαιοσύνης και συλλογικής ασφάλειας».
Ας διαλέξει κάποιος ποιο από αυτά υλοποιείται στην ευρύτερη περιοχή του Ευξείνου Πόντου σήμερα, με προεξάρχουσα, βέβαια, τη «συλλογική ασφάλεια».
Ο Αχμέτ Νταβούτογλου έχει σημειώσει εντός των δημοσιεύσεών του ότι ο ΟΣΕΠ υλοποιήθηκε επί σκοπώ διασκέδασης των ρωσικών ανησυχιών ως απόρροια του πλαισίου λειτουργίας και των σκοπών του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), ο οποίος μεταψυχροπολεμικά επεκτάθηκε συμπεριλαμβάνοντας τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες με στόχο τη μείωση της επιρροής της Μόσχας σε αυτές. Έτσι, κατά τον Νταβούτογλου, ιδρύθηκε περισσότερο για να εξευμενίσει παρά για να έχει ουσιαστικό ρόλο και συγκεκριμένη αποστολή.
Υπό τη σκέπη του εν λόγω Οργανισμού η Τουρκία επεδίωξε –όπως και στην περίπτωση του ΟΟΣΑ– να ενισχύσει τη θέση και το ρόλο της, και ειδικότερα να εκθέσει την οικονομία της στον περιφερειακό και διεθνή ανταγωνισμό, εκτιμώντας ότι διαθέτει το συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι κυρίως των αναδυόμενων νεότευκτων κρατών της περιοχής του Καυκάσου και της Κεντρικής Ασίας.
Εξάλλου, όπως και πάλι αναφέρει ο Νταβούτογλου, η Τουρκία οφείλει να επεκτείνει την επιρροή της βασιζόμενη στα συγκριτικά πλεονεκτήματά της: την οικονομία και τον πολιτισμό. Το πρώτο στοιχείο είναι απόρροια της ραγδαίας ανάπτυξης της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, ενώ το δεύτερο προκύπτει ως αποτέλεσμα του ιστορικού, πολιτισμικού, γλωσσικού και ταυτοτικού βάθους που κληρονομήθηκε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Δεν χωρά αμφιβολία ότι οι διεθνείς οργανισμοί είναι εξαιρετικά αδύναμοι και αναποτελεσματικοί όταν τα εθνικά συμφέροντα επιτάσσουν μια διαφορετική στρατηγική συμπεριφορά.
Ιδιαίτερα οι Μεγάλες Δυνάμεις προσπαθούν να διαμορφώσουν το πλαίσιο λειτουργίας τους και να τους υποτάξουν στα δικά τους μέτρα και σταθμά. Υπό τη σκέπη αυτής της παρατήρησης, ο ΟΣΕΠ έχει καταστεί ουσιαστικά ανενεργός άμα τη γενέσει του καθώς απέτυχε να διαμορφώσει τις στρατηγικές προτεραιότητες της Τουρκίας, της Ρωσίας και των υπολοίπων κρατών, έπεσε θύμα των ευρύτερων στρατηγικών σχεδιασμών των Αμερικανών, και εν τέλει η συντελούμενη απόπειρα νεκρανάστασής του μόνο μειδίαμα μπορεί να προκαλέσει.