Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας απετέλεσαν γεγονότα-σταθμούς λίγο πριν από την ανατολή του 21ου αιώνα. Ιδιαιτέρως το δεύτερο συνδέθηκε με ένα (απρόσμενο για πολλούς) άνοιγμα «παραθύρου ευκαιρίας» για την Ελλάδα.
Η χώρα μας μετατρεπόταν στον μοναδικό πυλώνα σταθερότητας στην περιοχή, με μια οικονομία αρκούντως αναπτυγμένη και διασυνδεδεμένη (μέσω της συμμετοχής στους ευρωατλαντικούς θεσμούς) με τις διεθνείς αγορές.
Την ίδια περίοδο, η Τουρκία αντιμετώπιζε αλλεπάλληλες οικονομικές κρίσεις οι οποίες την οδήγησαν αργότερα σε προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, ενώ ήταν και εγκλωβισμένη σε μια άγονη, ανεδαφική και μεγαλομανή στρατηγική ως προς τον Καύκασο και την Κεντρική Ασία. Αυτήν ακριβώς την περίοδο, το ελληνικό κεφάλαιο είχε τις ευκαιρίες του τις οποίες εν μέρει εκμεταλλεύτηκε, αλλά το ζήτημα είναι υπό ποιους όρους και υπό ποιες προϋποθέσεις.
Ο Παναγιώτης Κονδύλης μας πληροφορεί στο βιβλίο του Πλανητική πολιτική μετά τον Ψυχρό Πόλεμο ότι «πίσω από τη μετατροπή της πολιτικής σε οικονομία, όπως την είδαμε να συντελείται στην εποχή της μαζικής δημοκρατίας, διαγράφεται συνεχώς η δυνατότητα πολιτικοποίησης της οικονομίας. Αν η οικονομία είναι η επιταγή και η ειμαρμένη των καιρών, τότε η επιδίωξη ισχύος, δηλαδή ο αγώνας για την εδραίωση ή αλλαγή ορισμένων σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων, υποχρεωτικά θα ανοίξει το δρόμο της μέσα από την οικονομία».
Σύμφωνα με τον Κονδύλη, δηλαδή, η σημασία της οικονομίας ολοένα και αυξάνει σε σημείο κατά το οποίο αποτελεί το πλέον σημαντικό μέσο προς την πορεία απόκτησης ισχύος και διαμόρφωσης των ανθρωπίνων και κατ’ επέκταση διακρατικών σχέσεων. Ο εν λόγω σκοπός της διαμόρφωσης και αναδιαμόρφωσης διακρατικών σχέσεων συνιστά αναμφίλεκτα ένα πολιτικό φαινόμενο.
Η στρατηγική, λοιπόν, η οποία εξ ορισμού εστιάζει στην εκπλήρωση πολιτικών αποτελεσμάτων, εγκολπώνει την οικονομική διπλωματία ως το πλέον ισχυρό εργαλείο της κατά τη μεταψυχροπολεμική περίοδο.
Για τους παραπάνω λόγους, ένα κράτος με συγκροτημένη στρατηγική λειτουργεί ως προστατευτικός μανδύας των επενδυτικών σχημάτων και χαράζει την εξωτερική πολιτική του με γνώμονα το βαθμό της οικονομικής εξάρτησης του άλλου μέρους σε αυτό. Αντιστρόφως, οι επιχειρηματίες γνωρίζουν ότι το κέρδος τους είναι συνυφασμένο με την εξωτερική πολιτική της χώρας τους, και έτσι συμπορεύονται. Αρκεί να δούμε τις πρόσφατες εξελίξεις στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της Κύπρου. Ο γαλλικός ενεργειακός κολοσσός Total αναμένεται να αρχίσει γεωτρήσεις στο οικόπεδο 11 της Κυπριακής ΑΟΖ εντός του Ιουλίου για την εκμετάλλευση του αποδεδειγμένου κοιτάσματος υδρογονανθράκων. Όταν η Τουρκία, προκειμένου να αποτρέψει μια τέτοια προοπτική, έστειλε αρμάδα με τον κωδικό «Ασπίδα της Μεσογείου», η Γαλλία ανταπάντησε στέλνοντας το αεροπλανοφόρο «Charles de Gaulle».
Δυστυχώς, στην περίπτωσή μας, υπήρξαμε επί σειρά ετών πρώτος ή δεύτερος επενδυτής στην Αλβανία, στην πΓΔΜ, στη Βουλγαρία και στη Ρουμανία, χωρίς όμως να επιτύχουμε πολιτικά αποτελέσματα ή –αντιστρόφως– να προστατεύσουμε τα οικονομικά διακυβεύματα με πολιτικούς όρους. Το ελληνικό κεφάλαιο παρέμεινε πλήρως αποσυνδεδεμένο από μια (ενδεχόμενη) ελληνική υψηλή στρατηγική. Σήμερα, το αποτέλεσμα είναι οι σχέσεις με την Αλβανία και την πΓΔΜ να επιδεινώνονται διαρκώς, με την Τουρκία να έχει βρει χώρο –ενώ δεν θα έπρεπε– να ασκήσει τη δική της οικονομική διπλωματία.
Ήδη από το 1992, με αφορμή τα μεγαλεπήβολα σχέδια προς την περιοχή της Κασπίας, η Τουρκία ίδρυσε την Οργάνωση για την Τουρκική Συνεργασία και Συντονισμό (Türk İşbirliği ve Koordinasyon Ajansı – TİKA), η οποία είναι οργανικά ενταγμένη στο τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών. Η TİKA εστίασε κυρίως στα επίπεδα της εκπαιδευτικής, πολιτιστικής και τεχνικής συνεργασίας, συγκεράζοντας την ιδιωτική πρωτοβουλία με τους κρατικούς σκοπούς. Χαρακτηριστικό είναι δε ότι το κεντρικό μέλημά της υπήρξε η ίδρυση μίας Ευρασιατικής Ένωσης Εμπορικών Επιμελητηρίων.
Η ανυπαρξία ελληνικής οικονομικής διπλωματίας, υπό την έννοια της ένταξης των επενδύσεων σε ένα ευρύτερο σχεδιασμό εκπλήρωσης πολιτικών σκοπών, είναι πλήρως συνδεδεμένη με την ίδια τη διαχρονική απουσία ελληνικής υψηλής στρατηγικής όπως είχαμε καταδείξει και σε προηγούμενο κείμενο.