Ο άνθρωπος είναι μέρος της συμπαντικής ολότητας. Την ολότητα αυτή την αντιλαμβάνεται ο καθένας μας ανάλογα με τις γνώσεις, τις αισθήσεις, και με όσο του επιτρέπει η ανθρώπινη φυσιογνωμία του. Ένα ολίγιστο μέρος της συμπαντικής ενότητας είμαστε κι εμείς και τίποτα παραπάνω, έτσι ώστε να λειτουργούμε έξω από τους νόμους της.
Η καθημερινή επικοινωνία στην κοινωνία γίνεται με τη γραφή και το λόγο. Το θεμέλιο για κάθε μορφή επικοινωνίας είναι η αγάπη.
Πιο καλά επικοινωνούμε με εκείνους που αγαπάμε. Με εκείνους που μας δένουν ισχυροί δεσμοί αγάπης, όπως η σχέση μάνας-παιδιού. Σε δεύτερη μοίρα έρχονται η γλώσσα, η παράδοση, η επιστήμη, ο πολιτισμός…
Η γραφή έχει ως αφετηρία το βαθύτερο «είναι» μας. Οι λέξεις είναι φλέβες που οξυγονώνουν την ύπαρξη μας. Το βάθος τους το ζούμε ανάλογα με τα αισθήματα, τα βιώματα και το χαρακτήρα που έχουμε. Γραφή είναι με δυο λόγια η σκέψη που παίρνει γραπτή έκφραση. Είναι ο τυπωμένος μας λόγος στο χαρτί. Να διευκρινίσω εδώ πως «λόγος» στην ελληνική γλώσσα σημαίνει και πώς μιλάμε, και πώς σκεφτόμαστε. «Διάνοια και λόγος ταυτόν» λέει ο Πλάτων.
Η γλώσσα των Ελλήνων, από τον Σολωμό και το «μήγαρις έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα», ως τον Ελύτη και την αναζήτηση της ταυτότητάς μας μέσα από το στίχο του, «οι κρυφές συλλαβές όπου πάσχιζα την ταυτότητα μου να αρθρώσω», δείχνει ότι η γλώσσα των προγόνων μας είναι φορέας μνήμης, γνώσης και συλλογικής συνείδησης.
Είναι ο συνδετικός κρίκος των μελών της κάθε κοινωνίας κι ο φορέας των αξιών της. Είναι ό,τι τελειότερο επινόησε ο ανθρώπινος νους.
«Όταν άνοιξα τον οδηγό μου, κατάλαβα. Μήτε σχεδιαγράμματα, μήτε τίποτα. Μόνο λέξεις» λέει ο Ελύτης στον Μικρό Ναυτίλο. Με λέξεις καταλαβαινόμαστε και οι λέξεις δομούν την προσωπικότητά μας. Αυτές είναι η χαρά, η παρηγοριά και το καταφύγιο κάθε ανθρώπου. Σκέψη δίχως λέξη δεν υφίσταται. Είναι οι δύο σελίδες σ’ ένα φύλλο χαρτιού που δεν χωρίζονται, λέει ο πατέρας της γλωσσολογίας, ο Σοσίρ.
Ποια λέξη και σε ποια άλλη γλώσσα θα μπορούσε να αποδώσει τη λέξη φιλότιμο; Ποια ξένη λέξη θα μπορούσε να αποδώσει τη λέξη «καημός;» Θυμάμαι την τιτάνια προσπάθεια που κατέβαλε ο μεταφραστής του Οδ. Ελύτη και φίλος μου, ο Ίνγκμαρ Ρεντίν, για να μεταφράσει τα ποιήματά του από την ελληνική στη σουηδική γλώσσα!
Τα ρήματα «οίδα» και «γιγνώσκω», αν και συνώνυμα, διαφέρουν μεταξύ τους. «Οίδα» σημαίνει γνωρίζω κάτι από πληροφορίες, ενώ το «γιγνώσκω» αφορά στη γνώση του υποκειμένου (καταλαβαίνω, μαθαίνω). Δόξα είναι η θετική φήμη που έχει κάποιος από τη θετική γνώμη των πολλών. Ενώ κλέος είναι η θετική φήμη που έχει κάποιος από τη θετική γνώμη των ειδημόνων.
Το πιο δύσκολο φαινόμενο στην κοινωνία είναι η επικοινωνία. Οι λέξεις μάς βοηθούν να συνεννοηθούμε, όχι όμως να αντιληφθούμε απόλυτα ο ένας τον άλλον.
Ο καθένας ερμηνεύει το λόγο ανάλογα με το γλωσσικό και το γνωστικό του επίπεδο. Είναι άλλο να λες «σ’ αγαπώ» κι άλλο «σ’ αγαπάω». Ο ασυναίρετος τύπος προσδίδει στο ρήμα μια διασταλτική σημασία που μεγεθύνει κι εμβαθύνει το περιεχόμενό του. «Και ρωτιέμαι: – σ’ αγαπώ; / Κι αποκρίνομαι: – όχι. σ’ αγαπάω» αποκρίνεται ο Παλαμάς.
Η ελληνική γλώσσα, η αξεπέραστη σε εκφραστικό πλούτο, έχει το προζύμι της στις μονοσύλλαβες λέξεις που επινόησαν οι πρωτόγονοι πρόγονοί μας, πριν αρκετές χιλιάδες χρόνια, για να συνεννοηθούν μεταξύ τους. Το γεγονός αυτό δεν αφαιρεί τίποτε από την αίγλη της, όπως δεν αφαιρούν τίποτε τα ακατέργαστα βράχια από το κάλλος του Παρθενώνα, που τον βαστούν στις πλάτες τους. Τη γλώσσα μας και τον Παρθενώνα να τα προσέχουμε. Είναι τα καλύτερα επιτεύγματα του κόσμου που εκφράζουν την Ελλάδα.