Η άνοδος του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ σήμανε, για πολλούς αναλυτές, τη μεταστροφή της αμερικανικής υψηλής στρατηγικής. Με τον Τραμπ στην εξουσία, η Ουάσινγκτον θα απέφευγε πλέον τη λογική του διαρκούς επεμβατισμού σε θέατρα πολέμου ανά τον κόσμο.
Αρχικά, οφείλω να πω ότι το σχετικό σύνθημα «Η Αμερική πρώτα» ήταν αυστηρά ευρωκεντρικής επινόησης.
Η διάθεση του τότε υποψήφιου προέδρου να μετακυλήσει το κέντρο βάρους των αμερικανικών στρατηγικών δεσμεύσεων από την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή προς τον Ειρηνικό και εν προκειμένω την Κίνα υπήρξε αποτέλεσμα μιας ορθολογικής εκτίμησης της πλανητικής κατανομής ισχύος. Μάλιστα, ο Τραμπ δεν δίσταζε να συγκαταλέγει ακόμη και τη Ρωσία στον οιονεί αυτό μηχανισμό εξισορρόπησης του Πεκίνου. Συνεπώς, η άποψη ότι οι ΗΠΑ θα περιόριζαν τις πλανητικές δεσμεύσεις τους συνδεόταν περισσότερο με το μεθοδολογικό σφάλμα της ιστορίας ότι υπάρχει μόνο η Ευρώπη.
Παρά τη ρητορική Τραμπ, λοιπόν, ότι θα περιστείλει την εμπλοκή των ΗΠΑ στην ευρωπαϊκή ήπειρο και στην περίμετρό της, βλέπουμε εσχάτως την Ουάσινγκτον να εξαπολύει πυραυλική επίθεση εναντίον της Συρίας εξ αφορμής της χρήσης χημικών όπλων από το καθεστώς του Άσαντ, όπως λέγεται. Δεν θα εξετάσω ποιος χρησιμοποίησε χημικά όπλα, μιας και είναι δύσκολο να έχουμε σχετική πληροφόρηση. Σημειώνω μονάχα ότι η λογική λέει ότι ένα γενικώς απονομιμοποιημένο καθεστώς, το οποίο ωστόσο διαθέτει τον επιχειρησιακό έλεγχο της κατάστασης στα μέτωπα, δεν θα διακινδύνευε την περαιτέρω απονομιμοποίησή του.
Οι ΗΠΑ δυσκολεύονται να αποσυρθούν από τη Μέση Ανατολή, και κατ’ επέκταση θέτουν εμπόδια στην προσέγγιση με τη Ρωσία.
Αν επιλέξουν μια επεμβατική στρατηγική σε όλες τις περιφέρειες ανά τον πλανήτη, τότε θα έχουν υποπέσει στο σφάλμα της υπερεξάπλωσης. Θα έλεγε κάποιος «μα καλά, δεν το βλέπουν;». Η τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων, όπως θα σημείωνε ο Τζον Μερσχάιμερ, έγκειται στο ότι το βλέπουν και το επαναλαμβάνουν ακριβώς λόγω της αδυναμίας της ηγεσίας να θέσει τη γραφειοκρατία και το λαό ενώπιον των στρατηγικών και ιστορικών ευθυνών της χώρας.
Με απλούστερα λόγια, είναι εξαιρετικά δύσκολο για μια γραφειοκρατία, η οποία έχει γαλουχηθεί να μισεί την Ρωσία, να αρχίσει να πράττει σε άλλο μήκος κύματος κατά τη στιγμή που και η Μόσχα δεν βοηθά με τη δικαιολογημένα παρεμβατική στάση της. Εξηγώ ότι το δυναμικό του αμερικανορωσικού ανταγωνισμού υπάρχει, αλλά θα έπρεπε ενδεχομένως να υποσκελιστεί λόγω της «κινεζικής προτεραιότητας» για τις ΗΠΑ.
Αντιρωσική (σ.σ.: αντισοβιετική) στρατηγική κουλτούρα και συνέχιση ύπαρξης πεδίων ανταγωνισμού ισχύος αποτρέπουν τη σύγκλιση Ουάσινγκτον και Μόσχας.
Επίσης είναι δυσχερές εγχείρημα, όταν μια πλανητική δύναμη έχει εδραιώσει την κυριαρχία της επί του αφηγήματος του φιλελευθερισμού, να κλείσει τα μάτια της σε μια σφαγή στη Συρία (επαναλαμβάνω: σε ένα αποτρόπαιο περιστατικό το οποίο επικοινωνήθηκε ως έγκλημα του καθεστώτος). Στο όνομα του φιλελευθερισμού έχουν γίνει πολλές σφαγές, και οι ΗΠΑ έχουν αδιαφορήσει σε πολλές ανάλογες περιπτώσεις. Ωστόσο στη Συρία έχουμε γεγονότα τα οποία κατακλύζουν τη δημόσια συζήτηση διεθνώς και έχουν καταδικαστεί επανειλημμένως από τις ΗΠΑ. Κατά συνέπεια, η επέμβαση στη Συρία είναι πρωτίστως απόπειρα διαφύλαξης κύρους και αξιοπιστίας, καθώς και μεγιστοποίησης της ήπιας ισχύος τους.
Κλείνοντας, θα ήθελα να σταθώ στην ασυγκράτητη χαρά του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και στις προτροπές του για κλιμάκωση των αμερικανικών επιχειρήσεων στο επίπεδο επιβολής ζώνης απαγόρευσης πτήσεων. Το γεγονός ότι οι ΗΠΑ επιλέγουν τον επιλεκτικό επεμβατισμό αντί της αποχώρησης από την περιοχή σημαίνει ότι αρνούνται –και το έχουν αποδείξει έως τώρα– να αφήσουν ανεξέλεγκτο κάποιον περιφερειακό τοποτηρητή. Ο Ερντογάν έχει επιδιώξει επανειλημμένως να χρηστεί περιφερειακός σταθεροποιητής για λογαριασμό των Δυτικών υφαρπάζοντας, μάλιστα, το ρόλο του Ισραήλ. Ωστόσο, οι πρόσφατες εξελίξεις θέτουν συγκεκριμένα όρια στις βλέψεις του ασχέτως ορισμένων πρόσκαιρων κερδών όπως η αποχώρηση του Άσαντ, η οποία και αυτή είναι αμφίβολο αν θα γίνει και πόσο θα τον ωφελήσει.