Σε προηγούμενο κείμενο αναφέρθηκα στο ιδεολογικό ρεύμα του οθωμανισμού του 19ου αιώνα και στον ρόλο του κατά τη συγκρότηση και την καλλιέργεια του τουρκισμού ως το εθνικιστικό πρόταγμα, το οποίο ενισχύθηκε κατά την ύστερη περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Κατά την περίοδο της Α΄ Τουρκικής Δημοκρατίας (της Α΄ Τουρκικής Στρατογραφειοκρατίας όπως εύστοχα παρατηρούσε ο αείμνηστος Νεοκλής Σαρρής), η επίκληση στο Ισλάμ υποβοήθησε την απόπειρα ομογενοποίησης του πληθυσμού και εξάλειψης των αναρίθμητων ετεροπροσδιορισμών – με κορυφαίο εκείνον που εκφραζόταν από πλευράς των Κούρδων. Η σύνθεση τουρκικής και ισλαμικής ταυτότητας αποτέλεσε από την πρώτη στιγμή το κεντρικό διακύβευμα του εγχειρήματος της τουρκικής εθνογένεσης.
Η επιτυχία του εγχειρήματος θα σήμαινε την επιτυχία της θεμελίωσης του κράτους ή, με άλλα λόγια, η επιτυχής εθνογένεση ήταν η προϋπόθεση της επιτυχούς κρατογένεσης.
Η εν γένει διαδικασία της εμπέδωσης της τουρκικότητας μέσω της καλλιέργειας εθνικής συνείδησης προϋπέθετε επίκληση στο «λίκνο του πολιτισμού», ήτοι στην ιστορία και στις παραδόσεις της Ανατολής, ενώ η αρχή της κοσμικότητας εξυπηρετούσε τη διαφοροποίηση από τον υπόλοιπο ισλαμικό κόσμο προκειμένου να διαφανεί η πολιτισμική ταύτιση του νέου κράτους με τη Δύση. Επιπροσθέτως, η ανάγκη πολιτικοποίησης της δημόσιας σφαίρας και απομάκρυνσης κάθε ανταγωνιστικής ελίτ, η οποία θα δύνατο να αμφισβητήσει το κεμαλικό μεταρρυθμιστικό έργο, καθώς και η τάση αποκοπής από κάθε οθωμανικό κατάλοιπο, κατέστησαν απαράβατο όρο την εκκοσμίκευση του κράτους και της κοινωνίας.
Το Ισλάμ κατέστη ομογενοποιητικό εργαλείο, καθότι οι ταυτοτικές προσλαμβάνουσες του πληθυσμού ήταν εν πρώτοις θρησκευτικές, και έτσι οιαδήποτε προσπάθεια εμπέδωσης εθνικής ταυτότητας δε δύνατο να αγνοήσει τη σχετική δυναμική. Άλλωστε, η εκκοσμίκευση –και στον κεμαλισμό όπως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις– δεν σήμαινε αθεΐα. Το 1926, ο Ali Haydar, ένας κατά τα λοιπά θιασώτης του κοσμικού και εθνικιστικού μοντέλου, έγραφε ότι «είναι αδύνατο να καταστήσουμε τους μη μουσουλμάνους πιστούς και νομιμόφρονες Τούρκους πολίτες».
Τι είναι αυτό το οποίο μας αφορά σήμερα; Ποιες σταθερές υπάρχουν από εκείνη την εποχή;
Στην περίπτωση της Τουρκίας, η εισαγωγή της νεοτερικότητας και ο –τρόπον τινά– υποσκελισμός της θρησκείας ως έκφανση εκσυγχρονισμού δεν ταυτίστηκαν με το δικαίωμα στην ανεξιθρησκία και ένα συνολικό «κοινωνικό μετασχηματισμό» με στόχο την ανάπτυξη σε όλα τα επίπεδα – κυρίως τα άυλα. Αντιθέτως, ήταν μια λύση ανάγκης, μια διέξοδος επιβίωσης, μια «ρεαλιστική εκτίμηση της συγκυρίας της εποχής» όπως αναφέρει ο Αχμέτ Νταβούτογλου.
Το εν λόγω χαρακτηριστικό συνυφάνθηκε με την ανελευθερία και την καταπίεση όπως διαφάνηκε μέσω νόμων οι οποίοι αφορούσαν ακόμη και τις ενδυματολογικές προτιμήσεις των ανθρώπων. Ο εκσυγχρονισμός ήταν a la Turka και όχι υπό όρους φιλελευθεροποίησης. Στο συγκεντρωτικό καθεστώς του Μουσταφά Κεμάλ, το Ισλάμ χρησιμοποιήθηκε, δεν αγνοήθηκε, ελέγχθηκε και απλά τέθηκε εκτός δημόσιας σφαίρας.
Κυριάρχησε η άποψη του «ενός» κράτους (tek devlet), του «ενός» έθνους (tek ulus), της «μίας» κουλτούρας (tek kultur), του «ενός» ηγέτη (tek lider), του «ενός» δόγματος (tek doktrin), του «ενός» κόμματος (tek parti), όπως τίθεται από τον Αριστοτέλη Μητράρα.
Η κατάργηση του χαλιφάτου και η υιοθέτηση ενιαίου εκπαιδευτικού συστήματος με το κλείσιμο των ισλαμικών ιεροσπουδαστηρίων το 1924, η αντικατάσταση του φεσιού (fez) και του τουρμπανιού (turban) από το δυτικοευρωπαϊκό καπέλο και η υιοθέτηση του Γρηγοριανού Ημερολογίου προς αντικατάσταση του ισλαμικού το 1925, η υιοθέτηση του ελβετικού αστικού κώδικα και του ιταλικού ποινικού το 1926, η υιοθέτηση του λατινικού αλφαβήτου το 1928, η υποχρέωση καταγραφής επιθέτων για όλους τους πολίτες και η παραχώρηση δικαιώματος ψήφου στις γυναίκες το 1934 και η συμπερίληψη των έξι κεμαλικών αρχών («έξι βέλη») στο σύνταγμα του 1937 αποτέλεσαν μόνο μερικά παραδείγματα των σχετικών πρωτοβουλιών του κεμαλικού κράτους.
Όποτε δόθηκε η δυνατότητα στο Ισλάμ, κατά την κατοπινή ιστορία της Τουρκίας, δήλωσε παρόν, και μάλιστα υπό τη συμπόρευση με τον άκρατο τουρκικό εθνικισμό. Θρησκεία και εθνικισμός δεν έπαψαν ποτέ να αποτελούν δύο κατ’ ουσία αλληλοτροφοδοτούμενες έννοιες στην τουρκική πραγματικότητα.