Δικαιολογημένα διερωτώνται πολλοί για την Τουρκία και τις εκτιμήσεις Ελλήνων αναλυτών: Αφού λέτε και ξαναλέτε ότι η Τουρκία είναι μια χώρα κατακερματισμένη πολιτικά και ανθρωπολογικά, γιατί δεν «εξαϋλώνεται»; Εδώ και δεκαετίες λέτε ότι η Τουρκία είναι «ο γίγαντας με τα πήλινα πόδια της Ανατολής, ως μια άλλη Οθωμανική Αυτοκρατορία», αλλά παραμένει εκεί αποκομίζοντας κέρδη και αυξάνοντας διαρκώς τις αξιώσεις της. Οι λέξεις που χρησιμοποιώ δεν είναι τυχαίες, καθώς κάπως έτσι σκεφτόμαστε συνήθως. Η πραγματικότητα έχει δύο πτυχές, οι οποίες αναφέρονται γιατί όντως η Τουρκία συνιστά μια προβληματική περίπτωση. Επιστροφή στα βασικά, λοιπόν.
Η πρώτη πτυχή σχετίζεται με την αίσθηση του χρόνου στη διεθνή πολιτική και στη συμπαρομαρτούσα ιδιοσυστασία μιας διεθνολογικής ανάλυσης.
Οι μελετητές των διακρατικών σχέσεων σκέφτονται μακροϊστορικά ή έστω μεσοπρόθεσμα, πάντως ποτέ με άξονα τους χρόνους των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και του διαδικτύου – οι οποίοι είναι εξαιρετικά βραχείς. Είναι θελκτικές οι Σειρήνες που αποζητούν τη γρήγορη και εύκολη εκτίμηση, αλλά είναι εξίσου ριψοκίνδυνες οι αξιολογίες που δεν πατούν στο στέρεο έδαφος της καλής θεωρίας και της ιστορίας, αλλά επαφίενται στην ανακλαστική αντίδραση.
Όπως σημείωνε ο Παναγιώτης Κονδύλης, «σκέψου ιστορικά, οι απαντήσεις στα ιστορικά προβλήματα δεν βρίσκονται μέσα στην κατασκευασμένη θεωρία, αλλά αντίθετα οι απαντήσεις στα θεωρητικά προβλήματα βρίσκονται μέσα στην ιστορία». Η ιστορία, λοιπόν, είναι το εργαστήριο, και η θεωρία –η οποία διαθέτει οντολογική αναφορά– είναι ο οδηγός για την εξαγωγή της ασφαλέστερης δυνατής προσανατολιστικής ανάλυσης. Αν κάποιος αναμένει να δει τον Έλληνα Α/ΓΕΕΘΑ να μπαίνει με το άσπρο άλογο στην Πόλη επειδή ο διεθνολόγος αναφέρει ότι η Τουρκία αντιμετωπίζει σοβαρότατα προβλήματα συνοχής και η επιβίωσή της τίθεται σε κίνδυνο, τότε δεν υπάρχει συναντίληψη γράφοντα και αναγνώστη αναφορικά με τα όρια και τις δυνατότητες της καλής θεωρίας.
Η απειλή της επιβίωσης, στην οποία συχνά αναφερόμαστε, συνδέεται με το ενδεχόμενο απώλειας κυριαρχικών κεκτημένων και δεν σημαίνει «εξαΰλωση», «διάλυση» ή «εκχριστιανισμό».
Η δεύτερη πτυχή αφορά την αμεσότερα αντιληπτή τρέχουσα πολιτική. Η Τουρκία αιμορραγεί στα νοτιοανατολικά σύνορά της αλλά και ευρύτερα στο εσωτερικό της, η οικονομία της υπόκειται σε διαρκείς αρνητικές αξιολογήσεις, ενώ το ευρωπαϊκό μέλλον της δεν παραμένει απλώς αβέβαιο, αλλά είναι ανύπαρκτο. Παράλληλα, η έκπτωση στη δημοκρατικότητα των δομών της και ο παροξυσμός του παρακράτους του Ερντογάν έχουν οδηγήσει στην αποχώρηση χιλιάδων σημαντικών στελεχών από τις τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις μειώνοντας την αποτελεσματικότητα και την επιχειρησιακή ετοιμότητά τους.
Επί της δεύτερης πτυχής, προκύπτει και η προβληματική περί του τι θα μπορούσε να είναι ή να έχει η Τουρκία. Αν η Τουρκία δεν βίωνε όλες τις γνωστές εσωτερικές αντιφάσεις, η όξυνση των οποίων αποτελεί παρεπόμενο της πολιτικής του επίσημου κράτους, θα ήταν σίγουρα μια διαφορετική χώρα. Η εδαφική επικράτεια της Τουρκίας ορίζεται κομβικά πάνω στο χάρτη, ήτοι επί ενός κρίσιμου γεωπολιτικά και γεωστρατηγικά σημείου στο κέντρο περιφερειών οι οποίες διαθέτουν συνολικά πάνω από το 70% των αποδεδειγμένων παγκόσμιων αποθεμάτων υδρογονανθράκων. Μάλιστα, το τουρκικό έδαφος αποτελεί –ή αποτέλεσε για πολλά έτη– τον μοναδικό ασφαλή δίαυλο για το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο αυτών των περιφερειών προς τη Δύση.
Επί δεκαετίες διαθέτει μια ανθούσα δημογραφία με εκατομμύρια νέους ανθρώπους, ενώ το περίφημο «τουρκικό μοντέλο» υπήρξε μια επίδειξη ήπιας ισχύος που απέτυχε όχι λόγω έλλειψης βασιμότητας αλλά εξαιτίας των απροκάλυπτα ηγεμονικών αντιλήψεων των τουρκικών ελίτ.
Τα παραπάνω συνιστούν μόνο μερικά παραδείγματα για τους δυνητικούς συντελεστές ισχύος της Τουρκίας, οι οποίοι θα μπορούσαν να την καταστήσουν κατάτι ισχυρότερη και ασφαλέστερη σε σχέση με το τι είναι τώρα. Συνεπώς, η Τουρκία αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα τόσο μακροπρόθεσμα (πρώτη πτυχή) όσο και βραχυπρόθεσμα (δεύτερη πτυχή), και αυτά αναδεικνύουν την αξία σχετικών αναλύσεων όπως αυτές του Σάββα Καλεντερίδη και του Παναγιώτη Ήφαιστου.