Η εκλογή Μητσοτάκη περιέχει πολλαπλά μηνύματα για το υπό διαμόρφωσιν νέο πολιτικό σκηνικό.
Το χαρακτηριστικότερο στοιχείο αυτού του νέου σκηνικού είναι ότι οι ψηφοφόροι δεν πρέπει, πλέον, να θεωρούνται δεδομένοι. Η πολιτική μάλιστα του ΣΥΡΙΖΑ, στο όνομα της Αριστεράς, οδήγησε στην κατάρρευση των ηθικών, δήθεν, ιδεολογημάτων, όχι της Αριστεράς αλλά των προσώπων και κομμάτων που την ευαγγελίζονται προς ίδιον όφελος. Και η κατάρρευση αυτή, σε συνδυασμό με έναν τυραννικό προς τον πολίτη κρατισμό, απενοχοποίησε ιδεολογίες όπως αυτές που εκφράζει ο νέος αρχηγός, αυτές που αποκλήθηκαν νεοφιλελεύθερες.
Εξίσου με των προκατόχων της, νεοφιλελεύθερη είναι η πολιτική και της σημερινής κυβέρνησης. Το ζητούμενο λοιπόν δεν είναι τι επιδιώκει ιδεολογικά ένας πολιτικός σχηματισμός, αλλά αν η επιδίωξη αυτή είναι δυνατό να εφαρμοστεί στον δεδομένο χωροχρόνο. Από αυτήν την άποψη ήταν καταστρεπτική για τη σημερινή κυβέρνηση η εμμονή και επιδίωξή της να αναλάβει την κυβερνητική εξουσία στην αρχή του χρόνου που πέρασε, καθόσον, όπως λένε όλοι οι παράγοντες της αγοράς, μια ανάκαμψη της καθοδικής πορείας της οικονομίας είχε αρχίσει να διαφαίνεται, η οποία αντιστράφηκε και πάλι με τις πολιτικές περιπέτειες στις οποίες εισήλθε η χώρα.
Αν ο ΣΥΡΙΖΑ επιδείκνυε ευελιξία στο θέμα αυτό, θα αναλάμβανε τα κυβερνητικά ηνία υπό πολύ καλύτερες συνθήκες για να εφαρμόσει το πρόγραμμά του.
Και στον πλέον αδαή είναι σαφές πως υπό συνθήκες κρίσης δεν είναι δυνατό να εφαρμοστούν διανεμητικές πολιτικές, αφού χρήματα δεν υπάρχουν.
Αλλά το μεγάλο πρόβλημα με τον ΣΥΡΙΖΑ και όσους τον εμπιστεύτηκαν δεν είναι ίσως αυτό. Είναι η συνειδητοποίηση αριστερών ανθρώπων, που αγωνίστηκαν για την επικράτησή του, ότι σε ζητήματα πολιτικής ηθικής είναι σαν τους άλλους. Οι άνθρωποι αυτοί επικαλούνται τους διορισμούς που έγιναν με εντελώς κομματικά και αναξιοκρατικά κριτήρια. Το πειστικό τους επιχείρημα είναι πως αν υποθέσουμε ότι στην οικονομία η κυβέρνηση πιέζεται και δεν μπορεί να εφαρμόσει άλλη πολιτική από τη μνημονιακή, σε ζητήματα άσκησης πολιτικής, όπως οι επιλογές για διορισμούς σε καίριες θέσεις του δημόσιου τομέα, δεν την πιέζει κανείς. Η πρακτική της δεν διαφέρει σε τίποτε από των προκατόχων της.
Με δυο λόγια, για να επανέλθουμε στο θέμα της εκλογής προέδρου της Νέας Δημοκρατίας, η ανάδειξη του Κ. Μητσοτάκη στην ηγεσία του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης συμπίπτει με την απαρχή μιας εμφανούς υποχώρησης της ιδεολογικής ηγεμονίας της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Και στην Αριστερά γνωρίζουν καλά πως, όπως για να κατακτήσεις την εξουσία πρέπει να αποκτήσεις την ιδεολογική ηγεμονία, έτσι και όταν αρχίσεις να τη χάνεις (την ιδεολογική ηγεμονία) αρχίζει και η αντίστροφη μέτρηση της παραμονής σου στην κυβέρνηση.
Αυτό θα το γνωρίζει ο κ. Μητσοτάκης, και προφανώς θα επιδιώξει να διαμορφώσει τους όρους ανάκτησης από το κόμμα του της ιδεολογικής και στη συνέχεια της πολιτικής ηγεμονίας.
Δεν είναι μόνο τα πολλά και τρωτά σημεία του ΣΥΡΙΖΑ που δίνουν στον κ. Μητσοτάκη αυτά τα περιθώρια. Αλλά και η κόπωση της πλειονότητας της ελληνικής κοινωνίας από έναν υπέρογκο και παρασιτικό κρατισμό, που από τη δομή και τη νοοτροπία που απέκτησε λειτουργεί υπονομευτικά για την ανάκαμψη της οικονομίας και την καθιέρωση αξιακών αρχών στον δημόσιο βίο. Κάτι απολύτως απαραίτητο για μια κοινωνική και πολιτική δικαιοσύνη. Το φαινόμενο αυτού του παρασιτισμού, που εν ονόματι της συλλογικότητας εκπέμπει το μήνυμα του ατομικού βολέματος –και μάλιστα βολέματος διεφθαρμένου και οκνηρού–, είναι πασιφανές όχι μόνο στον στενό δημόσιο τομέα αλλά και στον ευρύτερο. Πολλοί αναλυτές που το προσέγγισαν, για να προτείνουν λύσεις, εντόπισαν το πρόβλημα σε έναν ισοπεδωτισμό που κυριάρχησε στον δημόσιο βίο, της λογικής τού «όλοι ίδιοι είμαστε», ισοπεδωτισμό και εξισωτισμό που αναπαρήγαγαν τα πολιτικά κόμματα για να βολέψουν τα κομματικά μέλη τους, και σε μιαν αίσθηση εργασιακής ασφάλειας που παρείχε η μονιμότητα στη σχέση εργασίας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να εκφράσει ιδεολογικά και πολιτικά αυτά τα δημοσιοϋπαλληλικά κοινωνικά στρώματα, αλλά η πολιτική ιδεολογία του Κυριάκου Μητσοτάκη θα βρει μεγαλύτερη ανταπόκριση στις κοινωνικές ομάδες που και πλειοψηφούν, και ευρισκόμενες εκτός κρατικού νυμφώνος είναι οι πλέον παραγωγικές και ελπιδοφόρες για να ξεπεράσει η χώρα τη βαθιά κρίση που την μαστίζει. Η κύρια αντίθεση, δηλαδή, για να μιλήσουμε με όρους διαλεκτικής, είναι μεταξύ κράτους και κοινωνίας. Από αυτήν την πλευρά, το πείραμα Μητσοτάκη αντιμετωπίζει ευοίωνες προοπτικές.
Αυτή η ηθική απαξίωση και ο πολιτικός αναχρονισμός του ΣΥΡΙΖΑ είναι που οδήγησαν πολλούς από τους εκλέκτορες της Νέας Δημοκρατίας να επιλέξουν τον κ. Μητσοτάκη, του οποίου το πολιτικό στίγμα μπορεί να συνοψιστεί σε δύο σημεία:
Όχι συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ, και πολιτικές αγοράς με κοινωνική ευαισθησία.
Υποσυνείδητα, γιατί δεν μπορεί να υποστηριχτεί ότι υπάρχει δημόσιος διάλογος στη χώρα που διαμορφώνει πολιτική συνείδηση, η ελληνική κοινωνία θέλει να τελειώνει με τα στερεότυπα που επικράτησαν μετά τη Μεταπολίτευση και εξύψωναν τον κρατισμό σε απόλυτη θετική ιδεολογία. Ο ρόλος του κράτους στην εποχή που διανύουμε έχει περιοριστεί, και οποιαδήποτε διεύρυνση δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς την περαιτέρω αμφισβήτησή του. Το ζήτημα είναι ποιος και πώς θα το αντικαταστήσει στην άσκηση κοινωνικής πολιτικής. Και εδώ ανοίγεται πεδίον δόξης λαμπρόν για την Αριστερά. Μια Αριστερά που θα υπερβεί τα παρωχημένα πρότυπα και στερεότυπα του παρελθόντος. Η εκλογή Μητσοτάκη θα βοηθήσει προς αυτήν την κατεύθυνση.
Κοινωνικές δυνάμεις που επιδιώκουν μια τέτοια αλλαγή υπάρχουν. Όπως και πολιτικός χώρος για να την υλοποιήσει. Απομένει, λοιπόν, μια νέα δραστηριοποίηση, μια νέα αρχή, στο χώρο μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και ΣΥΡΙΖΑ για να ανασυντεθεί. Χωρίς τα πολιτικά βαρίδια, είτε πολιτικές είναι αυτά είτε πρόσωπα, που εξέθεσαν βαρύτατα το χώρο αυτό στο παρελθόν. Διότι ο χώρος, δυστυχώς, εκτέθηκε.
Μια νέα Αριστερά δεν μπορεί να είναι κρατικιστική. Θα διαπνέεται από κοινωνική ευαισθησία, θα πιστεύει στις αρχές που κρατούν συνεκτικές κοινωνίες που ονομάστηκαν εθνότητες, χωρίς εθνικισμούς και ακρότητες, με εμπιστοσύνη στον πατριωτισμό των πολιτών και με σεβασμό σε κάθε είδους ατομικότητες ή συλλογικότητες με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.
Ιδού λοιπόν πεδίον δόξης λαμπρόν για τον υπό ανασύστασιν χώρο μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και ΣΥΡΙΖΑ. Αν δεν αδράξει την ευκαιρία, θα αφομοιωθεί.