Η εβδομάδα άρχισε με την προσπάθεια της κυβέρνησης να ενεργοποιήσει τις εφεδρείες της στη διανόηση. Και έκλεισε με μια ακόμη ήττα των ιδεοληψιών της (απόσυρση του παράλληλου προγράμματος) και την αναπαραγωγή του γνωστού μότο: «για όλα φταίει η αντιπολίτευση». Η ζωή μας γίνεται ανιαρά ντετερμινιστική. Μέχρι τώρα, παρά τις δυσκολίες που βιώναμε, προσπαθούσαμε να βασιστούμε στο χάος και να ελπίσουμε πως οι συνθήκες των αρχών της εβδομάδας θα παρήγαγαν ένα αποτέλεσμα καλύτερο από αυτό που προβλέπαμε. Δυστυχώς, τώρα όλα είναι νομοτελειακά. Μονά-ζυγά είμαστε χαμένοι.
Ευτυχώς η κομμουνιστική παράδοση του προεδρικού απαράτ έχει ακόμη προτάσεις χειραγώγησης των μαζών, και συνέστησε την ενεργοποίηση των διανοουμένων.
Για να μην αντιδράσετε στη λογική «από πού κι ως πού ένας σατιρικός ηθοποιός είναι διανοούμενος», σας πληροφορώ πως για την Αριστερά –στην οποία ο ΣΥΡΙΖΑ αυτοσυγκαταλέγεται– δεν είναι πια αποφασιστική η διάκριση ανάμεσα σε χειρωνακτική και πνευματική εργασία. Ο διανοούμενος είναι το στέλεχος της κοινωνίας, ακριβέστερα το στέλεχος ενός ηγεμονικού μηχανισμού. Με την έννοια αυτή και ένας μισοαναλφάβητος λοχίας είναι στέλεχος, και επομένως διανοούμενος. Και όλα αυτά τα υποστήριζε ένας πραγματικός διανοούμενος της Αριστεράς, ο Γκράμσι.
Το σενάριο προέβλεπε ο πρωθυπουργός μαζί με τη σύζυγό του και μια πλειάδα υπουργών να παρακολουθήσουν τη θεατρική παράσταση ώστε να καλυφθεί το «πνευματικό» στρώμα της κοινωνίας, και η κυβερνητική εκπρόσωπος να «ικανοποιήσει την ψυχούλα της και να εκτονωθεί» για να αναφωνήσει το περισσότερο λαϊκό πλήθος: «Μπράβο στο κορίτσι. Είναι μία από μας. Τι θέλουν οι αχρείοι και της επιτίθενται;». Και στις δύο περιπτώσεις το μότο ήταν: «Γιατί, οι άλλοι καλύτεροι ήταν;».
Όχι, δεν ήταν καλύτεροι, χειρότεροι ήταν. Αλλά οι πολίτες έφεραν στην εξουσία έναν νέο και άφθαρτο άνθρωπο για να μην επαναλαμβάνει τα ίδια, να μην προσβάλλει την αισθητική τους και να μην προκαλεί την αγωνία τους για επιβίωση.
Αν δεν έχεις την ιδεολογική ηγεμονία δεν μπορείς να κερδίσεις την πολιτική εξουσία. Ο ΣΥΡΙΖΑ και τα κομμουνιστογενή στελέχη του το γνωρίζουν καλά αυτό. Αλλά δεν μπορείς να διατηρήσεις την εξουσία αν αρχίσεις να χάνεις την ιδεολογική ηγεμονία. Γι’ αυτό η κομμουνιστική παράδοση δίνει μεγάλη σημασία στην έννοια της ηγεμονίας και αναζητά τους οργανικούς και παραδοσιακούς διανοούμενους να τους εντάξει στους κόλπους της.
Κατά τον Γκράμσι –διότι αυτός επεξεργάστηκε στη σύγχρονη εκδοχή της την έννοια της ηγεμονίας– ο βιομηχανικός καπιταλισμός δημιουργεί, κυρίως, τους τεχνικούς και τους επιστήμονες που συνδέονται με την παραγωγή. Αυτοί είναι οι οργανικοί διανοούμενοι του καπιταλισμού.
Κάθε κοινωνική ομάδα, όταν επιβάλλεται στο οικονομικό πεδίο και πρέπει να επεξεργαστεί τη δική της πολιτική και πολιτιστική ηγεμονία –να δημιουργήσει επομένως τα δικά της στελέχη, τους δικούς της διανοούμενους– βρίσκει, ταυτόχρονα, διανοούμενους διαμορφωμένους κιόλας από την προηγούμενη κοινωνία, από τον προηγούμενο οικονομικοκοινωνικό σχηματισμό: τους παραδοσιακούς διανοούμενους. Η νέα κυρίαρχη τάξη, ενώ διαμορφώνει τους δικούς της οργανικούς διανοούμενους, προσπαθεί να αφομοιώσει τους παραδοσιακούς διανοούμενους. Ε, αυτό κάνει και ο ΣΥΡΙΖΑ.
Η μεν κυρία εκπρόσωπος αγνοεί, προφανώς, πως ο αξιωματικός κάνει το στρατό και πως όταν ηγείσαι μιας κοινωνίας η οποία βιώνει δύσκολα, η εκτόνωση του ηγέτη περιορίζεται στις προσπάθειες να λύσει τα προβλήματα των ανθρώπων που διοικεί και όχι να χορεύει στα μπουζουκτσίδικα.
Ο δε πρωθυπουργός φαίνεται πως δεν έχει διδαχθεί από το παράδειγμα του προκατόχου του, στον οποίο –κατά Ρουσόπουλο και Καραμανλή– ομοιάζει ως προς τις ηγετικές ικανότητες, ότι δηλαδή έτσι και αρχίσει να σε αποδομεί «η ελίτ», το τέλος σου είναι προδιαγεγραμμένο.
Ένας λαϊκός προπαγανδιστικός μηχανισμός αντέδρασε στο διαδίκτυο, αναπαράγοντας τη θέση πως πρόκειται για σάτιρα, και η σάτιρα ως τέχνη πρέπει να προστατεύεται. Βεβαίως η τέχνη πρέπει να προστατεύεται, και η σάτιρα ως τέχνη πρέπει να προστατεύεται και αυτή. Αλλά προστασία δεν σημαίνει κατάργηση της κριτικής. Ακόμη και η τέχνη έχει τον κριτικό της, και κατά τη λαϊκή σοφία όλοι δικαιούμεθα να κάνουμε κριτική ιδιαίτερα σε πράγματα που έχουν να κάνουν με το αν μας αρέσουν ή δεν μας αρέσουν.
Η υπόθεση του σατιρικού ηθοποιού μού θύμισε έναν διάλογο στο διαδίκτυο. Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν αντιπολίτευση, κάθε μέρα βρισκόταν στους δρόμους και διαδήλωνε. Όταν έγινε κυβέρνηση, κάποιος έγραψε στο facebook: «να βγούμε στους δρόμους, να αντιδράσουμε για την πολιτική της κυβέρνησης»· και μια σωρεία συνομιλητών του αντέδρασε λέγοντας: «ποιος είσαι εσύ που καλείς τον κόσμο σε εξέγερση;»! Προφανώς, το δικαίωμα της εξέγερσης το είχε –και το έχει– μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ. Είναι ένα είδος αποκαλυπτικού δικαιώματος. Του το έδωσε μια αδιόρατη δύναμη που κατοικοεδρεύει στο υποσυνείδητο των πολιτών που πίστεψαν (και μάλλον διαψεύστηκαν) στα οράματα του προφήτη.
Αυτή η αγοραία παραμόρφωση είναι που προκαλεί, και δείχνει πως οι εφεδρείες τής πολλά υποσχόμενης Αριστεράς λιγοστεύουν. Και λιγοστεύουν σε μια περίοδο που δεν υπάρχει –στην κυριολεξία– πολιτικός σχηματισμός που να την αντιπολιτεύεται.
Το ζεϊμπέκικο –διάβασα σε ένα κείμενο που ανέλυε το χορό– «είναι η σωματική έκφραση της ήττας. Η απελπισία της ζωής. Το ανεκπλήρωτο όνειρο. Είναι το «δεν τα βγάζω πέρα». Το κακό που βλέπεις να έρχεται. Το παράπονο των ψυχών που δεν προσαρμόστηκαν στην τάξη των άλλων… Το ζεϊμπέκικο δεν σε κάνει μάγκα· πρέπει να είσαι για να το χορέψεις».
Το ζεϊμπέκικο της εξουσίας είναι ψεύτικο, φτιαχτό. Διότι η εξουσία δεν μπορεί να καταλάβει τον πόνο του χορευτή. Το ζεϊμπέκικο είναι χορός που προδομένου. «Το ζεϊμπέκικο δεν χορεύεται ποτέ στην ψύχρα, ει μη μόνον ως κούφια επίδειξη».
Το ζεϊμπέκικο δεν προσφέρεται για προπαγάνδα. Το επιχείρησαν και άλλοι προηγουμένως, και γελοιοποιήθηκαν.