Στα έργα του συγκαταλέγονται τα «Λαογραφικά της Σάντας» (1914), μια συλλογή χαμένη σήμερα, την οποία όμως είχε μελετήσει συμβουλευτεί ο ελληνιστής Ρ.Μ. Ντόκινς, η κοινωνιολογική μελέτη Παλιοί δρόμοι και νέοι, (Αθήνα 1946), Το τάμαν, τρίπρακτο δράμα σε δεκαπεντασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους, στο σανταίικο ιδίωμα της ποντιακής διαλέκτου (δημοσιεύτηκε το 1948 με πρόλογο-εισαγωγή του Ιορδάνη Βαμβακίδη [Ι.Τ. Παμπούκης], στη σειρά εκδόσεων «Ποντιακή λογοτεχνία»), και «Οι αετοί της Σάντας», ιστορικό αφήγημα για τα γεγονότα των τελευταίων χρόνων της γενέτειράς του Σάντας, που παραμένει ανέκδοτο· αποσπάσματα είχαν δημοσιευτεί το 1937 στα Ποντιακά Φύλλα και το 1943 στα Χρονικά του Πόντου.
Ο Χριστόφορος Μουρατχανίδης (1888-1948) τίμησε την πατρίδα του, τη Σάντα, καταγράφοντας τις ηρωικές στιγμές των αγωνιστών της αλλά και στοιχεία της λαογραφίας της. Μια μετάφρασή του στη δημοτική, όμως, στάθηκε η αιτία για να απολυθεί από το Φροντιστήριο της Τραπεζούντας.
Γεννήθηκε στη Σάντα το 1888, και εκεί έμαθε τα πρώτα γράμματα· στη συνέχεια, έως το 1905, φοίτησε στο Φροντιστήριο. Υπηρέτησε έπειτα ως δάσκαλος στη Σάντα και στο Κοιλάδ’ της Τραπεζούντας, και το 1907 έφυγε για τον Καύκασο, όπου έμεινε έως το 1911 διδάσκοντας στα σχολεία των ελληνικών κοινοτήτων της περιφέρειας Καρς. Παράλληλα, επιδόθηκε στη μελέτη της ρωσικής γλώσσας και φιλολογίας.

Τον ίδιο χρόνο επέστρεψε στην Τραπεζούντα, όπου και διορίστηκε στο Φροντιστήριο ως δάσκαλος της ρωσικής γλώσσας. Το 1912 μετέφρασε και εξέδωσε το θεατρικό έργο του Λέοντα Τολστόι Το ζωντανό πτώμα. Το γεγονός ότι η μετάφραση έγινε στη δημοτική γλώσσα, στάθηκε αιτία να απομακρυνθεί ο Μουρατχανίδης από τη θέση του στο Φροντιστήριο. Στη συνέχεια εργάστηκε στη ρωσική ατμοπλοϊκή εταιρεία της Τραπεζούντας.
Με το ξέσπασμα του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου προσπάθησε να διαφύγει στο εξωτερικό, για να μην υπηρετήσει στον τουρκικό στρατό. Συνελήφθη όμως και εξορίστηκε στο Ερζερούμ, ενώ κινδύνευσε να καταδικαστεί από το στρατοδικείο σε θάνατο.
Κατόρθωσε να δραπετεύσει από τη φυλακή και, έπειτα από πολλές περιπέτειες, έφτασε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Σάντα.
Μετά την κατάρρευση του ρωσικού μετώπου στην Τραπεζούντα το 1917, φρόντισε ενεργά, μαζί με άλλους, για την οργάνωση της εθνικής αντίστασης των Ποντίων της περιοχής. Παράλληλα ανέπτυξε μεγάλη δράση για τη σωτηρία των συμπατριωτών του Σανταίων και βοήθησε πολλούς από αυτούς να διαφύγουν στη Ρωσία, όπου, τελικά, κατέφυγε και ο ίδιος με την οικογένειά του. Όταν το 1924 ήρθε με την Ανταλλαγή στην Ελλάδα, εργάστηκε για μερικά χρόνια ως υπάλληλος στη Διεύθυνση Ανταλλαγής Προσφύγων και στη Σοβιετική Εμπορική Αντιπροσωπεία.
Το 1936 μετανάστευσε για να εργαστεί στην Περσία, όπου είχαν καταφύγει και άλλοι Πόντιοι. Από εκεί, το 1939 επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου έζησε μέχρι το θάνατό του (1948).
















