Ο Ερντογάν υπήρξε το «αγαπημένο παιδί» του Νετζμετίν Ερμπακάν, του πατέρα του πολιτικού Ισλάμ στην Τουρκία. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, το γεγονός ότι ο γιος του Τούρκου προέδρου ονομάζεται Νετζμετίν Μπιλάλ Ερντογάν. Αυτό ήταν μια ενέργεια απόδοσης τιμής από τον μαθητή Ερντογάν στον «μεγάλο» δάσκαλο Ερμπακάν.
Μέχρι που ΗΠΑ και Ισραήλ «αποκαθήλωσαν» πολιτικά τον επικίνδυνο Ερμπακάν, που ήθελε την ένωση του μουσουλμανικού κόσμου, ισλαμική τράπεζα, κοινό νόμισμα όλων των ισλαμικών χωρών το «ισλαμικό δηνάριο», ισλαμικό μαχητικό τρίτης γενιάς και άλλα τέτοια επικίνδυνα για τη Δύση, με το λεγόμενο μεταμοντέρνο πραξικόπημα των φιλοδυτικών στρατηγών της 28ης Φεβρουαρίου 1997. Εκείνη την περίοδο ο Ερντογάν ήταν δήμαρχος του μητροπολιτικού δήμου Κωνσταντινουπόλεως και όλως… περιέργως, στις 15 Οκτωβρίου 1996, λίγους μήνες πριν από το μεταμοντέρνο πραξικόπημα, τον είχε επισκεφθεί στο γραφείο του ο τότε πρέσβης των ΗΠΑ Μόρτον Αμπράμοβιτς, ο οποίος απευθυνόμενος στον Ερντογάν του είπε: «Αφού μπορείς κυβερνώντας την Κωνσταντινούπολη να κάνεις το αστέρι σου να λάμψει, μπορείς επίσης να κάνεις πολλά για την Τουρκία».
Το τουρκικό βαθύ κράτος, που είδε την κίνηση του Αμερικανού πρέσβη ως στήριξη για τα επόμενα βήματα για την κατάληψη της εξουσίας, στοχοποίησε τον Ερντογάν, ο οποίος βρέθηκε στη φυλακή για ένα ποίημα που είχε απαγγείλει και έλεγε ότι «τα τζαμιά είναι τα στρατόπεδά μας και οι μιναρέδες οι λόγχες μας», το οποίο θεωρήθηκε απειλή για τον κοσμικό χαρακτήρα του τουρκικού κράτους.
Σύμφωνα με δημοσιεύματα σοβαρών τουρκικών εφημερίδων, όπως η Cumhuriyet, τα οποία παρέχουν ακριβή στοιχεία, οι ΗΠΑ έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην ίδρυση του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, ενώ ο Ερντογάν γινόταν δεκτός στις ΗΠΑ από ανώτατους αξιωματούχους, ακόμα και κατά το διάστημα που ίσχυε εις βάρος του η απαγόρευση εκλογής στις βουλευτικές εκλογές.
Τελικώς ο Ερντογάν, με τη βοήθεια ισχυρών συμμάχων ξεπέρασε τα προβλήματα και μπήκε στη Βουλή, καταλαμβάνοντας τη θέση του πρωθυπουργού από τις 14 Μαρτίου 2003 μέχρι τις 28 Αυγούστου 2014 και έκτοτε τη θέση του προέδρου της δημοκρατίας, την οποία κρατά μέχρι σήμερα.
Τα πρώτα χρόνια οι κυβερνήσεις του Ερντογάν αμφισβητήθηκαν έντονα από το τουρκικό βαθύ κράτος, μέσω της υπονομευτικής δράσης της παρακρατικής-παραστρατιωτικής οργάνωσης Εργενεκόν και μέσω του σκληρού πυρήνα των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων, με το σχέδιο «Βαριοπούλα».
Αυτές τις απειλές ο Ερντογάν τις εξουδετέρωσε μέχρι τις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα με την βοήθεια των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ και του δικτύου του ιμάμη Γκιουλέν, ο οποίος «φιλοξενούνταν» στις ΗΠΑ.
Στο διάστημα αυτό, στην ουσία ο Ερντογάν συγκυβερνούσε με το δίκτυο Γκιουλέν, το οποίο ήλεγχε τα υπουργεία Παιδείας, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών.
Όταν, όμως στάθηκε στα πόδια του, άρχισε ο αγώνας μεταξύ των δύο ανδρών για τον έλεγχο της εξουσίας. Αποτέλεσμα αυτού ήταν η έφοδος εισαγγελέων στα σπίτια υπουργών του Ερντογάν και η αποκάλυψη δωροδοκίας τους, ενώ κινδύνεψε με σύλληψη και ο ίδιος ο Μπιλάλ Ερντογάν.
Τότε άρχισε να αναπτύσσεται η καχυποψία του Ερντογάν έναντι των ΗΠΑ, καχυποψία που μετράπηκε σε μίσος και οργή με την εκδήλωση του εναντίον του πραξικοπήματος, στις 15 Ιουλίου 2016, το οποίο «χρέωσε» στις μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ, στον Γκιουλέν και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Η κατάσταση χειροτέρεψε και άρχισε να επηρεάζει πλέον σοβαρά τις σχέσεις Άγκυρας-Ουάσιγκτον, η φανερή στήριξη των ΗΠΑ στους Κούρδους της Συρίας.
Τότε ο Ερντογάν στράφηκε προς τη Μόσχα και την Τεχεράνη, που ασκούσαν σοβαρή επιρροή στη Δαμασκό και τον Άσαντ, για να εξισορροπήσει την κατάσταση στη Συρία και να αποκλείσει το ενδεχόμενο να ιδρυθεί ένα δεύτερο αυτόνομο κουρδικό κράτος.
Όμως, με την ανατροπή του Άσαντ, έπαψαν να είναι χρήσιμοι σύμμαχοι για το στόχο του η Ρωσία και το Ιράν και ο Ερντογάν έπρεπε να βρει έναν σύμμαχο, για να αποτρέψει το ενδεχόμενο δημιουργίας του δεύτερου κουρδικού κράτους, κάτι που φαίνεται ότι ενθαρρύνεται από τη δράση του Ισραήλ στη Συρία.
Έτσι ο Ερντογάν αναγκάστηκε ως «άσωτος υιός» να ξαναγυρίσει μεταμελημένος στη «ζεστή αγκαλιά» των ΗΠΑ.
Όμως εκεί αντιμετώπισε ένα πρόβλημα. Δεν πήρε ξεκάθαρες απαντήσεις για το θέμα των Κούρδων της Συρίας, κάτι που τον αναγκάζει να εξετάσει το ενδεχόμενο να χρησιμοποιήσει στρατιωτική βία εναντίον των Δημοκρατικών Δυνάμεων της Συρίας, η ραχοκοκαλιά των οποίων είναι μπαρουτοκαπνισμένοι Κούρδοι, εκπαιδευμένοι και εξοπλισμένοι από τις ΗΠΑ.
Όμως, εάν ο Ερντογάν αναγκαστεί να κινηθεί με τα όπλα εναντίον των Κούρδων της Συρίας, τότε είναι πολύ πιθανόν να τιναχτεί στον αέρα η επιχείρηση προσέγγισης των Κούρδων της Τουρκίας.
Αν όμως τιναχτεί στον αέρα η τουρκοκουρδική προσέγγιση, δεν είναι δυνατή η τροποποίηση του συντάγματος για να μπορεί να είναι και πάλι υποψήφιος στις εκλογές του 2028. Επίσης, ακόμα και στην περίπτωση που πετύχει την τροποποίηση του συντάγματος και είναι και πάλι υποψήφιος, είναι αδύνατον να εκλεγεί και πάλι πρόεδρος, αφού όλες οι δημοσκοπήσεις τον φέρουν να χάνει από τον Ιμάμογλου και τον Γιαβάς, της Άγκυρας.
Άρα, οι ΗΠΑ και οι Κούρδοι κρατούν στα χέρια τους το μέλλον του Ερντογάν, ενώ για την περίπτωση που κάποιοι στην Ουάσιγκτον αποφάσισαν να τον «βγάλουν από την πρίζα», έχουν βάλει να προθερμαίνεται τον Χακάν Φιντάν.
Για το θέμα αυτό θα κάνουμε αναφορά στο άρθρο μας της Κυριακής.