Αν και νέος, τραγουδά σε πίστες πάνω από μισό αιώνα. Ο Θέμης Αδαμαντίδης ήξερε από την εφηβεία τι ήθελε να γίνει και με ποιον τρόπο δεν θα πουλούσε τον εαυτό του. Δηλαδή, δημόσιες σχέσεις και προβολή της ιδιωτικής του ζωής. Το τελευταίο (δυστυχώς για τον ίδιο) δεν το κατάφερε. Και μπορεί τα τελευταία χρόνια κάποιες στιγμές –και μάλιστα ζόρικες για την προσωπική του ζωή– να είδαν το φως της δημοσιότητας, αλλά ευτυχώς η φωνή του και η ιστορία του ως τραγουδιστής παραμένει ως έχει.
Απλώς στην εποχή των social media κάποιες ισορροπίες είναι δύσκολο να κρατηθούν. Και στην τελική, για τα όποια ποινικά θέματα υπάρχει η Δικαιοσύνη, όχι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
«Δεν ασχολούμαι καθόλου με το τι γράφεται για μένα, δεν τα βλέπω. Έχω μείνει στην πραγματική ζωή. Ξέρω ανθρώπους που είναι διαφορετικοί και μέσα στο διαδίκτυο βγάζουν κάτι άλλο», είχε πει.
Πολίτης (και τραγουδιστής) του κόσμου
Σαν σήμερα λοιπόν, το 1957, γεννήθηκε στην Καισαριανή ο Θέμης Αδαμαντίδης. Τα παιδικά του χρόνια ήταν μεν ανέμελα, αλλά σε ηλικία 7 ετών η οικογένεια μετανάστευσε στη Νότια Αφρική, και συγκεκριμένα στο Γιοχάνεσμπουργκ. Οικονομικοί μετανάστες, δηλαδή. Και στην εφηβεία του επέστρεψαν.
Μόνο που πλέον ο νεαρός Θέμης –στα 15 του–, γνώριζε το δρόμο του. Και έτσι ξεκίνησε η καριέρα του στη νύχτα.
«Τότε βρήκα και την πρώτη δουλειά, στην Πλάκα. Το μαγαζί ήταν μια παλιά ντισκοτέκ που είχε γίνει ζωντανή σκηνή» είχε πει σε συνέντευξη περιγράφοντας πώς ξεκίνησε.
Και είχε συνεχίσει: «Εκεί τότε ήταν οι περίφημοι “Ρεμπέτες”, με την Άννα Χρυσάφη, τη Ρένα Εσκενάζυ και τον Σπύρο Καλφόπουλο και ζήτησα να με ακούσουν. Πλησίαζα τα δεκατέσσερα. Με κοίταξαν καλά-καλά και μου είπαν πως ήμουν πολύ μικρός, και όσο καλός και αν ήμουν θα είχαν πρόβλημα αν με έπαιρναν για δουλειά. Με πήραν τελικά, και η μάνα μου με πήγαινε κάθε βράδυ για δουλειά».
Λίγα χρόνια αργότερα πήγε στη Σουηδία για εμφανίσεις – και έμεινε εκεί για τρία χρόνια. Είναι λίγο πιο πάνω από 20 χρονών και έχει ζήσει σε τρεις διαφορετικές χώρες.
Εκείνο το καλοκαίρι που γύρισε για λίγο στην Ελλάδα η γιαγιά του είχε στείλει την αίτησή του για να συμμετάσχει στο «Νά η ευκαιρία», το πρώτο talent show της ελληνικής τηλεόρασης με κριτική επιτροπή ονόματα όπως: Ροζίτα Σώκου, Σάσα Ντάριο, Λευτέρης Παπαδόπουλος, Γιώργος Κατσαρός και Γρηγόρης Γρηγορίου.
Ο νεαρός Θέμης διαγωνίζεται και βγαίνει πρώτος. Η Σουηδία βγαίνει εκτός πορείας και στην ΕΜΙ ετοιμάζεται ο πρώτος του δίσκος.
«Σαρανταπέντε κοπελιές»
Είναι νέος, εμφανίσιμος και με άφρο μαλλί που τον κάνει να ξεχωρίζει. Το ρεπερτόριο του ήταν τότε κυρίως διασκευές ξένων τραγουδιών που τον πήγαιναν για μια ποπ εκδοχή του Γιάννη Πάριου.
Ο δίσκος πουλάει σαν τρελός, ενώ το 1982 η χώρα μας ετοιμάζεται να τον στείλει στο διαγωνισμό τραγουδιού της Eurovision.
Μόνο που η Ευρωπαϊκή Ραδιοτηλεοπτική Ένωση (EBU) ανακάλυψε πως το «Σαρανταπέντε κοπελιές» βασιζόταν στιχουργικά και μουσικά σε άλλα κομμάτια και έτσι παραβίαζε τους κανόνες, δεδομένου ότι όλα τα τραγούδια πρέπει να είναι πρωτότυπα όσον αφορά τη σύνθεση. Η Ελλάδα πλήρωσε ακριβά εκείνο το φιάσκο, αφού η EBU επέβαλε τότε πρόστιμο 600.000 δραχμών, δηλαδή 1.760 ευρώ.
Όπως και να ‘χει, ο Αδαμαντίδης ανεβαίνει. Όμως –όπως φάνηκε στην πορεία– αυτό το είδος δεν τον αντιπροσώπευε. Η καρδιά του χτυπούσε στο λαϊκό ρεπερτόριο, κάτι που αρχικά το έκανε στα νυχτερινά κέντρα όπου εμφανιζόταν.
Μάλιστα σε συνεντεύξεις δεν δίσταζε να μιλήσει με τα καλύτερα λόγια για τους μεγάλους του λαϊκού τραγουδιού: «Τον Στράτο Διονυσίου τον έζησα και πάνω στη δουλειά και υπήρξε δάσκαλος. Η φωνή του και ο τρόπος του περνούσαν χωρίς κανένα κενό στην ψυχή», είχε πει.
Και είχε συνεχίσει: «Η άλλη μου αγάπη ήταν ο Στέλιος Καζαντζίδης, με τον οποίο συνεργάστηκα σε έναν δίσκο του, κάνοντας φωνητικά».
Και όχι μόνο, καθώς και ο μέγας Καζαντζίδης είχε πει τα καλύτερα για τη φωνή του νεαρού τραγουδιστή, και είχαν γίνει και κουμπάροι.
«Μα πού να πάω»
Και ο Αδαμαντίδης συνέχισε να υπάρχει μέσα στο χώρο. Αλλά η δισκογραφία άλλαζε, ειδικά με την άφιξη της ιδιωτικής τηλεόρασης. Η τελευταία επέβαλε νέα πρόσωπα και στήριζε κάποια άλλα. Και ο Αδαμαντίδης δεν ήταν από αυτά.
Κάποια χρόνια αργότερα ο ίδιος αποκάλυψε: «Υπήρχε μια περίοδος που δεν πήγαινα καλά επαγγελματικά και λύγισα. Έφτασα στο σημείο να πω ότι ίσως πρέπει να κάνω κάποια άλλη δουλειά. Πέρασε όμως. Ήταν η στιγμή που είπα ότι “Τώρα πρέπει να φανώ δυνατός”».
Ναι, στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1990 υπήρχε ζήτημα. Ήταν και λίγο μπερδεμένο το θέμα με το ρεπερτόριό του, είδε και το φως της δημοσιότητας ένα άγριο περιστατικό που είχε να κάνει με την προσωπική του ζωή.
Μέχρι που έκανε την τελειωτική στροφή και πήγε στο καθαρόαιμο λαϊκό τραγούδι. Και εκεί συστήθηκε εκ νέου στο κοινό.
Η άλλη πλευρά
Σε μια μυθολογία που θέλει τους ανθρώπους που σχετίζονται με τη νύχτα να εμπλέκονται σε περίεργες συνθήκες και καταστάσεις, τα ΜΜΕ βρήκαν στο πρόσωπο του Θέμη Αδαμαντίδη τον ήρωα τους. Μια σωρεία στενάχωρων περιστατικών, που ξεκινάνε από ότι πιάστηκε στην περίοδο της καραντίνας σε χαρτοπαικτική λέσχη, μέχρι και φάσεις όπου κατηγορήθηκε για ενδοοικογενειακή βία, ο τραγουδιστής έφτασε να γίνεται πρώτο θέμα, όχι όμως για τη δουλειά του.
«Δεν μπορώ να φανταστώ ότι θα ενοχλήσω κάποιον που δεν με έχει ενοχλήσει. Τα μέσα θεωρώ ότι μου έχουν φερθεί ωραία κάποιες φορές. Κάποιες άλλες, επειδή πρέπει να κάνουν κι αυτοί τη δουλειά τους, το συνεχίζουν. Εκεί μου την χαλάει περισσότερο. Γράφεται κάτι, ο επόμενος που θα ασχοληθεί ας το εξετάσει πρώτα. Παλιά είχα πάρει τηλέφωνο να πω ότι δεν είναι έτσι» αποκάλυψε ο τραγουδιστής.
(φωτ.: EUROKINISSI / Βασίλης Ρεμπάπης)
Όσοι και όσες τον γνωρίζουν μιλάνε για έναν άλλο άνθρωπο, βαθύτατα συναισθηματικό και καλό πατέρα αλλά και παππού. Σχετικά με τα παιδιά του ο Θέμης Αδαμαντίδης έχει αναφέρει: «Μου άρεσε που ο πατέρας μου δεν μου φώναξε ποτέ. Έτσι είμαι και εγώ με τα παιδιά μου. Πάντα σεβόμουν αυτό που θέλουν. Ναι μεν δεν τους χάλαγα χατίρι, αλλά έχω κάνει και κάποιο λάθος, έπρεπε να τους είχα αφιερώσει πιο πολύ χρόνο. Θα μπορούσα να είχα κάνει μια πιο εύστοχη κατανομή χρόνου».
Ο άνθρωπος που έχει, σύμφωνα με δική του δήλωση, τους χρυσούς του δίσκους στην αποθήκη, που «αν είχα τους γονείς μου μπροστά μου, θα τους έλεγα ότι τους έχω αγαπήσει περισσότερο από αυτό που τους έδειξα», εξακολουθεί να είναι λίγο χαοτικός με το ωράριο, αλλά με βάθος συναισθημάτων. Και ερωτευμένος και με τη δουλειά του.
«Ο έρωτας έχει παίξει μεγάλο ρόλο στη ζωή μου. Όταν είμαι στενοχωρημένος, δεν μπορώ να τραγουδήσω. Όταν είμαστε στενοχωρημένοι ή έχουμε προβλήματα, πριν βγεις επάνω, περνάς πολύ δύσκολες στιγμές. Όταν βγεις επάνω τα ξεχνάς θες δεν θες, γιατί πρέπει να ευχαριστήσεις τον κόσμο» είχε πει.
Σπύρος Δευτεραίος