Μια φορά την ρώτησα [τη μητέρα μου] γιατί μερικά από τ’ αδέλφια της έχουν το επίθετο Σοφιανίδη, αλλά ο αδελφός της ο Μιλτιάδης και ο πατέρας της το επίθετο Νυμφόπουλος; Μου είπε το εξής: «Πολύ παλιά το επίθετό μας ήταν Μουρατίδη. Εφόσον το επίθετο αυτό έχει τουρκική προέλευση, σκέφτηκαν να το αλλάξουν. Για τον πατέρα μου έλεγαν: “Τη Σοφίας τη νύφες ο Κώστης“. Και έτσι γίναμε Σοφιανίδη, αλλά του Μιλτιάδη του άρεσε πιο πολύ το Νυμφόπουλος (από το “τη νύφες”) και έτσι έγινε Νυμφόπουλος».1
Κάπως έτσι επέλεξε το επώνυμό του ο σπουδαίος δάσκαλος, λαογράφος, συγγραφέας –με μία λέξη λόγιος– Μιλτιάδης Νυμφόπουλος, στο άκουσμα του οποίου ακόμα συγκινούνται οι άνθρωποι που πέρασαν από τα θρανία του, στον Χρυσοκέφαλο της Δράμας.
Ο Νυμφόπουλος γεννήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1880 (πηγές αναφέρουν ως έτος γέννησης το 1881, το 1882 ή το 1883) στην ενορία Ισχανάντων της Σάντας. Ο πατέρας του ήταν δάσκαλος, κι έτσι αρχικά μαθήτευσε κοντά του και στη συνέχεια φοίτησε στο Φροντιστήριο Τραπεζούντας, ενώ διδάχτηκε βυζαντινή μουσική από τον κατόπιν πρωτοψάλτη του Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης, Τριαντάφυλλο Γεωργιάδη.
Ήδη σε ηλικία 18 χρόνων προσελήφθη ως κοινοτικός δάσκαλος στο χωριό του, και στη συνέχεια σε πολλά χωριά και πόλεις του Πόντου. Παράλληλα με το κύριο επάγγελμά του, ωστόσο, ασκούσε και αυτό του ιεροψάλτη.
Το ίδιο έκανε και κατά τα έτη 1905-1909 που έζησε στην περιοχή του Βατούμ.
Ταυτόχρονα ασχολούνταν και με τη δημοσιογραφία, γράφοντας άρθρα για θέματα της Σάντας και του ευρύτερου ποντιακού ελληνισμού στις εφημερίδες Φάρος της Ανατολής της Τραπεζούντας (της οποίας για ένα διάστημα χρημάτισε και αρχισυντάκτης), Αργοναύτης του Βατούμ, Κράτος των Αθηνών, Ταχυδρόμος της Κωνσταντινούπολης κ.ά. Άρθρα του έχουν δημοσιευτεί και στα περιοδικά Αρχείον Πόντου, Ποντιακή Εστία, Ποντιακά Χρονικά κτλ.
Στην Ελλάδα ήρθε το 1923 και εγκαταστάθηκε στον ορεινό οικισμό Βούλκοβο της Δράμας, όπου υπηρέτησε ως δάσκαλος μέχρι το 1947, με μια μικρή διακοπή στα χρόνια της Κατοχής. Με δική του πρωτοβουλία, το 1928 το χωριό μετονομάστηκε σε Χρυσοκέφαλος για να θυμίζει τη Θεοτόκο Χρυσοκέφαλο της Τραπεζούντας, καθώς με την Ανταλλαγή πολλοί Τραπεζούντιοι εγκαταστάθηκαν εκεί.
Το 1953 εξέδωσε το πρώτο βιβλίο του Ιστορία της Σάντας του Πόντου, στο οποίο είναι συγκεντρωμένο ιστορικό και λαογραφικό υλικό δεκαετιών.
Γράφει σχετικά η Κυριακή Ξιμιτίδου:
[Η μητέρα μου, η οποία είχε μείνει στη Ρωσία] Είχε […] αλληλογραφία με τον αδελφό της τον Μιλτιάδη Νυμφόπουλο που ήταν δάσκαλος και συγγραφέας στην Ελλάδα. Όταν ολοκλήρωσε τη συγγραφή του βιβλίου του Ιστορία της Σάντας του Πόντου το έστειλε στη μαμά μου. Στο τελωνείο όπου το βιβλίο πέρασε από έλεγχο, αφαιρέσαν τις σελίδες που αναφέρονταν στην εξορία των Ελλήνων-Ποντίων, επειδή ο κόσμος έξω μόνο για τα ωραία της Ρωσίας έπρεπε να ξέρει.1
Το σύγγραμμα, στο οποίο περιλαμβάνονται ποικίλες πληροφορίες για την ηρωική Σάντα –ιστορικές, πολιτισμικές, λαογραφικές–, επαινέθηκε από πολλούς μελετητές του Πόντου, μεταξύ αυτών ο Δημήτρης Ψαθάς και ο βυζαντινολόγος Άντονι Μπράιερ, διευθυντής του Κέντρου Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του πανεπιστημίου του Μπέρμιγχαμ τότε, ο οποίος εμπνεόμενος από αυτό, επισκέφθηκε τον Πόντο και συγκέντρωσε το ιστορικό υλικό που τον ενδιέφερε.
Ο Νυμφόπουλος γράφει για το αντάρτικο της Σάντας και τον καπετάν-Ευκλείδη:
Απ’ τον καιρό των καλών ημερών ακόμα της ρούσικης κατοχής είχε κάνει την εμφάνισή του ο Ευκλείδης Κουρτίδης στα γύρω της πατρίδας του. Βλέποντας ότι έφτασε, επί τέλους, ο καιρός που θα μπορούσαν και οι Έλληνες να παίξουν τον ρόλο του αφέντη τόσο άνετα όσο και οι Τούρκοι όλα τα χρόνια, έφτιαξε μια δική του αντάρτικη ομάδα από συγγενείς και φίλους και κατέβαινε αρματωμένος στα τουρκοχώρια, έτοιμος πάντα να στραπατσάρει και να εξευτελίσει εκείνους που ταλαιπωρούσαν, λήστευαν και κακοποιούσαν τους Ρωμιούς λίγο πιο πριν, σαν αφέντες και κυρίαρχοι του τόπου. Ένα απ’ τα χωριά, όπου ζούσαν οι πιο φανατικοί εχθροί των Σανταίων, ήταν η Γιομουρά κι εκεί αλώνιζε συχνά ο Ευκλείδης, κάνοντας την επίδειξή του στους Τούρκους, που έβραζαν απ’ το κακό τους, αλλά δεν κοτούσαν να μιλήσουν.
Κάποτε ένας «μολάς» –μουσουλμάνος ιερωμένος– τόλμησε να σηκώσει κεφάλι και να πιαστεί στα λόγια με τον Ευκλείδη και τότε εκείνος, παρατώντας την κουβέντα, έδωσε ένα σάλτο και τον καβαλίκεψε. Με τη φυγή των Ρώσων, όμως, γύρισε το φύλλο κι οι Τούρκοι όλο χαρά ετοιμάζαν τις συμμορίες τους για να βγάλουν το άχτι τους. Τρίζαν τα δόντια οι γείτονες αγάδες και προ πάντων ο Σουλεϊμάν Κάλφας και ο Σεΐτ αγάς, που είχαν ανοιχτούς λογαριασμούς με τους Σανταίους και ιδιαίτερα με τον Ευκλείδη…2
Γράφει όμως και για τους δύο μεγάλους τραγουδιστές της Σάντας, τον Γεώργιο Πατσάκο (Πατσακίδη) και τον Γιωρίκα τη Γοργόρ’ τη Κότα:
[…] μέχρι του 1880 οι πατέρες μας στη Σάντα τραγουδούσαν μονάχα τ’ ακριτικά τραγούδια και τα εθνικά μοιρολόγια, και πολλές φορές έτυχε να δούμε γέρους της εποχής μας να μορφάζουν στο άκουσμα των νέων ερωτικών διστίχων τραγουδιών, τα οποία όπως μας έλεγαν μόλυναν την δημώδη ποίηση του Πόντου. Και είχαν εν μέρει δίκαιο. Στα δίστιχα αυτά άλλα εννοεί ο πρώτος στίχος και άλλα ο δεύτερος. Δεν υπάρχει σ’ αυτά καμμία αλληλουχία γεγονότων, έστω και ερωτικών. Τον κατήφορο αυτό τον πήραν τα ερωτικά μας δίστιχα και τον κράτησαν αδιάβλητο μέχρι του 1900. Και μετά το 1900 τα ασυνάρτητα αυτά ερωτικά δίστιχα δεν εγκατέλειψαν τον αγώνα της επιβίωσης, μα από τότε φάνηκαν μερικοί νέοι διάσημοι τραγουδιστές της Σάντας που καινοτόμησαν στη σύνθεση τραγουδιών με πολλούς στίχους, που αφορούσαν όλοι τους μία και την ίδια υπόθεση.
Τέτοιοι τραγουδιστές φάνηκαν στη Σάντα ο Γεώργιος Πατσάκος απ’ το Ισχανάντων (συνοικία, από τις επτά, της Σάντας), και ο Γιορίκας τη Γοργόρ’ τη Κότα απ’ το Πιστοφάντων (άλλη συνοικία της Σάντας). Ο Πιστοφέτες ο Γιορίκας δεν φρόντισε να εκδώση τα τραγούδια του που ήσαν επίσης ανεκτίμητα, και μετά δυσκολίας περισώσαμε απόσπασμα από ένα του τραγούδι, όπου θρηνεί τον αποτυχημένο του έρωτα με την Ειρήνη που την λάτρευε κυριολεκτικά.
Άλλα έργα του είναι τα: Ιστορία του χωρίου Χρυσοκέφαλος Δράμας, Ευτράπελα, Σαντέικα τραγωδίας, Βίος και Πολιτεία του Οσίου Πατρός ημών Ιωάννου του Καλυβίτου, Λαογραφικά της Σάντας κ.ά.
Ο Μιλτιάδης Νυμφόπουλος έφυγε από τη ζωή πλήρης ημερών το 1973, αφήνοντας πίσω του πλούσιο και ανεκτίμητης αξίας έργο.