Γενναίος. Αυτό το επίθετο πρέπει στον δημοσιογράφο και εκδότη της εφημερίδας Εποχή Νίκο Καπετανίδη, όχι μόνο γιατί αντίκρισε με θάρρος την αγχόνη στις 21 Σεπτεμβρίου 1921, «δικασμένος» και καταδικασμένος σε θάνατο από τα διαβόητα Δικαστήρια Ανεξαρτησίας της Αμάσειας, αλλά κυρίως γιατί δεν σταματούσε να τυπώνει τις απόψεις του ακόμα και όταν «το κεφάλι δεν στεκόταν καλά στους ώμους» του, όπως είχε ο ίδιος πει.
Στα Δικαστήρια Ανεξαρτησίας οδηγήθηκαν οι εχθροί του καθεστώτος, και ως τέτοιος λογιζόταν ο Πόντιος δημοσιογράφος.
Τα κείμενά του στηλίτευαν ακριβώς αυτό το καθεστώς, γεμάτο από εγκλήματα κατά των χριστιανικών μειονοτήτων της καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Έλληνες, Αρμένιοι, Ασσύριοι). Ταυτόχρονα ήταν και ένα φλογερό κάλεσμα για την ανεξαρτησία του Πόντου.
Το 1919 οι Νεότουρκοι, που εξέθρεψαν τις ληστοσυμμορίες του Τοπάλ Οσμάν στην Κερασούντα και του Κιαγχιά στην Τραπεζούντα, θέλησαν να επιβάλουν λογοκρισία στις ελληνικές εφημερίδες.
Την 1η Αυγούστου εκείνης της χρονιάς ο Νίκος Καπετανίδης δημοσίευσε ένα άρθρο σχετικά με τις πληροφορίες που είχαν αρχίσει να διακινούνται:
«Λογοκρισία λοιπόν! Αυτόν τον ψίθυρον ακούομεν χθες και σήμερον και μας φαίνεται περίεργον πώς το μανθάνομεν τελευταίοι… Αν είναι ακριβής η είδησις, αισθανόμεθα εκ των προτέρων πόσον σκληρά θα μας πλήξει το ψαλίδωμα του λογοκριτού. Οι αναγνώσται των εφημερίδων ας ετοιμασθούν να ίδουν κενά εις τας στήλας των και ας ασκηθούν εις μαντικήν δύναμιν. Ευχόμεθα εις τούτους εκ ψυχής και εκ καρδίας να μην υποστώμεν το ανηλεές αυτό ψαλίδωμα. Και όμως το φοβούμεθα τόσον πολύ».
Πάντως οι Νεότουρκοι, αν και υπήρξαν ανειλικρινείς όσον αφορά την τήρηση των διατάξεων του Συντάγματός τους για ελευθερία, ισότητα και δικαιοσύνη, τελικά δεν προχώρησαν σε ανοιχτή επιβολή λογοκρισίας. Την επέβαλαν όμως έμμεσα, όπως με την «επίσκεψη» του σφαγέα των Ποντίων Τοπάλ Οσμάν στον Νίκο Καπετανίδη.