Η Αγία Παρασκευή (ή Κιόστε), το μεγαλύτερο κέντρο ψαρικής στην Ιωνία, ήταν μια αποκλειστικά ελληνική κωμόπολη της Ερυθραίας, απέναντι από τη Χίο και πολύ κοντά στον Τσεσμέ (Κρήνη). Απογυμνώθηκε δύο φορές από τους Έλληνες κατοίκους της με τους διωγμούς του 1914 και 1922, ευτυχώς χωρίς να θρηνήσει πολλά θύματα, όπως αμέτρητες άλλες μικρασιάτικες πόλεις και χωριά.
Όπως αναφέρει ο Γιάννης Αικατερινίδης στο βιβλίο του, ιστορία του Κιόστε δεν είναι μακραίωνη, γιατί το «Χωριό» είναι δημιούργημα του 18ου αι.
Παρουσιάζει όμως πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για την άριστα οργανωμένη θαλασσινή δραστηριότητα των κατοίκων, για τα έθιμα, τις ιστορίες και παραδόσεις, το τοπικό γλωσσικό ιδίωμα, τα τραγούδια, την κοινωνική και εκπαιδευτική οργάνωση, την αγροτική οικονομία και την εν γένει καθημερινότητα.
Το πανηγύρι του Κιόστε
Η γιορτή της Αγίας Παρασκευής γιορταζόταν με μεγάλη λαμπρότητα, και την τιμούσε με την παρουσία του ο μητροπολίτης Κρήνης.
Για να δοθεί μεγαλύτερη αίγλη, οι επίτροποι των εκκλησιών την παραμονή μοίραζαν σε όλα τα σπίτια και τα μαγαζιά μικρούς επτάζυμους άρτους, σαν μια επίσημη ατομική πρόσκληση.
Καθώς την περίοδο αυτή βρίσκονταν στο χωριό όλες οι τράτες, οι ανεμότρατες, τα περάματα, και μαζί όλοι οι θαλασσινοί, το πανηγύρι του Κιόστε είχε μεγάλη σημασία, για ολόκληρη τη δυτική Ερυθραία. Τότε συγκεντρώνονταν από τον Τσεσμέ και τα γύρω χωριά όλοι οι συγγενείς και φίλοι, για να δουν τους ταξιδεμένους.
Τα γλέντια λοιπόν τη μέρα της Αγίας Παρασκευής ήταν ολονύχτια, και έφταναν να κρατούν μέρες. Για να γλεντήσουν οι πανηγυριστές μετά τη Θεία Λειτουργία, κατασκεύαζαν πρόχειρα υπαίθρια κέντρα, βάζοντας τα πανιά των καϊκιών για σκέπαστρο.
Τα λιόκαυτα ψάρια ευωδίαζαν παντού, ενώ επιστρατεύονταν και επαγγελματίες οργανοπαίκτες από τον Τσεσμέ, καθώς οι λίγοι ντόπιοι μουσικοί δεν επαρκούσαν. Βιολιά, λαούτα, σαντούρια, τραμπούκες (τουμπερλέκια), κλαρίνα και τρομπόνια, αντιλαλούσαν απ’ άκρη σ’ άκρη.