Στις 5 Οκτωβρίου 1920 ο Ελευθέριος Βενιζέλος κατέθεσε Υπόμνημα στον Βρετανό πρωθυπουργό Λόιντ Τζορτζ για άμεση δράση για την καταστολή του κεμαλικού κινήματος που είχε αρχίσει να προκαλεί μεγάλη ενόχληση στην αγγλική πλευρά. Η προϋπόθεση που έθετε η πρόταση ήταν η βρετανική υλική και στρατιωτική υποστήριξη.
Με το Υπόμνημα εισηγήθηκε την οριστική εκδίωξη των Τούρκων από την Κωνσταντινούπολη, και το σχηματισμό ενός ξεχωριστού κράτους υπό την εποπτεία της Κοινωνίας των Εθνών. Επίσης, τη σύσταση ενός νέου κράτους στον Πόντο από τους Έλληνες κατοίκους αλλά και τους πρόσφυγες στη Ρωσία, οι οποίοι θα παλιννοστούσαν.
Ο Πόντος θα περιλάμβανε το βιλαέτι της Τραπεζούντας, εκτός του σαντζακίου του Λαζιστάν, καθώς και τα σαντζάκια της Σινώπης, της Αμάσειας, της Τοκάτης και της Νικόπολης (Γαράσαρη) ή Καραχισάρ. Ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά που οι επιδιώξεις του Ποντιακού Κινήματος Ανεξαρτησίας ενσωματώνονταν στην ελληνική εξωτερική πολιτική.
Η πρόταση αυτή προκάλεσε έντονο προβληματισμό στη βρετανική ηγεσία. Ο Βρετανός στρατιωτικός εκπρόσωπος στη Σμύρνη ανέφερε: «Η απόφαση αναμένεται να είναι καταφατική». Η τάση αυτή διαφαινόταν από την τηλεγραφική εντολή του Βρετανού υπουργού Εξωτερικών λόρδου Κόρζον (Lord Curzon) προς τον ναύαρχο Ντε Ρόμπεκ, ύπατο εκπρόσωπό του στην Κωνσταντινούπολη, όπου επισημαίνονταν ότι οι πρόσφατες επιθέσεις των Τούρκων εθνικιστών κατά της Αρμενίας είχαν προκαλέσει ισχυρά «αντιτουρκικά αισθήματα» και όπως έγραφε, «είναι δυνατόν να απολήξει σε σοβαρό αίτημα για την αναθεώρηση της Συνθήκης εις βάρος της Τουρκίας».
Ο ιστορικός Κωνσταντίνος Σβολόπουλος εκτιμά: «[…] μοιραία πλέον διαφαινόταν η πιθανότητα να υιοθετηθούν οι ριζοσπαστικές θέσεις του Ελευθερίου Βενιζέλου: αναθεώρηση συνομολογημένων διατάξεων της συνθήκης εις βάρος της Τουρκίας και συνέχιση και επέκταση των πολεμικών επιχειρήσεων».
Με το Υπόμνημα ο Βενιζέλος επιχειρούσε, με επιτυχία όπως φαίνεται, να μετακυλήσει το βάρος της εφαρμογής της Συνθήκης των Σεβρών στις συμμαχικές δυνάμεις.
Εκλογές 1ης Νοεμβρίου 1920 και η οριστική εγκατάλειψη του Πόντου
Όμως ο Διχασμός και οι ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις στην Αθήνα δεν επέτρεψαν την υλοποίηση της νέας γραμμής στο Ποντιακό Ζήτημα. Στις 1/14 Νοεμβρίου 1920 ο Βενιζέλος έχασε τις εκλογές. Η φιλομοναρχική παράταξη επικέντρωσε την προεκλογική της εκστρατεία πάνω στην κούραση του ελληνικού λαού: «Ειρήνη, αποστράτευση, επάνοδο των στρατευμένων στα σπίτια τους», «Οίκαδε», επιστροφή στην Ελλάδα από τη Μικρά Ασία.
Η αντιβενιζελική παράταξη, συνάπτοντας αφύσικη συμμαχία με το νεαρό τότε κομμουνιστικό κίνημα της Ελλάδας, κατάφερε να μεταστρέψει το εκλογικό σώμα. Καθοριστικό ρόλο διαδραμάτισαν οι ψήφοι των μουσουλμάνων της βόρειας Ελλάδας, των εβραίων, καθώς και των άλλων εθνικών μειονοτήτων. Η ήττα του Βενιζέλου ήταν πλήρης.
Ο Γεώργιος Βεντήρης θεωρεί πως η τεράστια ευθύνη του Βενιζέλου ήταν ότι παραγνώρισε την αναγκαία προϋπόθεση για την εθνική ολοκλήρωση: τον έστω και με τη βία εξαναγκασμό της παλαιάς Ελλάδας να πάρει μέρος στην προσπάθεια και να καταβάλει τις απαιτούμενες θυσίες, γιατί «[…] η πλειοψηφία του λαού της Παλαιάς Ελλάδας, συστηματικώς εξαπατηθείσα, παραγνώριζε κατά βάση την πραγματικότητα».
Οι μοναρχικοί δεν είχαν την παραμικρή άποψη για τα ζητήματα αυτά. Τόσο γιατί ήταν για τρία σχεδόν χρόνια αποκλεισμένοι από την εξουσία παρακολουθώντας από μακριά τις ελληνικές επιτυχίες στο Συνέδριο της Ειρήνης, όσο και γιατί γαλουχημένοι μέσα στο φιλογερμανικό πνεύμα του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου δεν είχαν τη δυνατότητα να κατανοήσουν το διεθνές πλαίσιο των ελληνοσυμμαχικών συμφερόντων όπου εντάσσονταν οι κατακτήσεις αυτές. Επιπλέον, ως οι μόνοι παλαιοί φιλογερμανοί θα έπρεπε πολιτικά να κινηθούν στο μεταπολεμικό αντιγερμανικό κλίμα, κάτι που απαιτούσε ιδιαίτερη ευφυΐα, την οποία δεν διέθεταν οι νικητές των εκλογών. Εννοείται ότι δεν είχαν την παραμικρή άποψη για το Ποντιακό Ζήτημα.
Το πρώτο τους μέλημα ήταν η επαναφορά του Κωνσταντίνου Α’ στο θρόνο. Αυτή ήταν και η βασική προεκλογική τους θέση με την οποία κέρδισαν τις εκλογές. Εννοείται ότι παράλληλα αρκετοί κομματάρχες τους προπαγάνδιζαν το τέλος της Μικρασιατικής Εκστρατείας και την επιστροφή των στρατιωτών από το μέτωπο.
Όμως ο Κωνσταντίνος για τους συμμάχους ήταν ο πλέον μισητός μονάρχης στην Ευρώπη, γιατί ήταν ταυτισμένος με την ήττα τους στην Καλλίπολη το 1915, καθώς και με τους θανάτους των Γάλλων στρατιωτών το 1916 από τους Επίστρατους στα Νοεμβριανά του 1916. Ακριβώς γι’ αυτό, υπάρχει ταυτόσημη επίδοση Διακοίνωσης στη νέα κυβέρνηση από Βρετανία και Γαλλία, όπου διευκρίνιζαν ότι η «παλινόρθωση» του Κωνσταντίνου θα τους αναγκάσει να τηρήσουν αρνητική στάση. Γράφουν σαφώς «[…] η προστασία της Ελλάδος του λοιπού θα ήρετο».
Οι συμμαχικές επισημάνσεις παραγνωρίζονται και προκηρύσσεται δημοψήφισμα για την επαναφορά στο θρόνο του Κωσταντίνου. Ακολουθεί, επί ματαίω, δεύτερη αγγλική Διακοίνωση. Στις 5 Δεκεμβρίου 1920 ο Κωνσταντίνος επανέρχεται στο θρόνο του.
Με την πολιτική που ακολούθησαν οι μοναρχικοί μετέτρεψαν σε συνομιλητή των Δυτικών το περιθωριακό έως τότε κεμαλικό κίνημα, που είχε ως μόνο διεθνή συμπαραστάτη τη νεαρή Σοβιετική Ρωσία του Λένιν.
Το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής ήταν να μεταβληθεί σε ελληνοτουρκικό πόλεμο η κοινή διασυμμαχική επιχείρηση στη Μικρά Ασία για τη διαμόρφωση του μεταοθωμανικού χώρου. Αρχίζει η υποστήριξη του κεμαλικού κινήματος από Γαλλία και Ιταλία. Οι Ιταλοί χρησιμοποίησαν τις βάσεις τους στην Αττάλεια για να εκπαιδεύσουν τον τουρκικό στρατό ενάντια στους Έλληνες. Η αργή προσαρμογή των βασιλικών στις πραγματικές συνθήκες, έδωσε το περιθώριο στον Μουσταφά Κεμάλ να συγκροτήσει καλύτερα το στρατό του και να οχυρώσει την έως τότε ανοχύρωτη Άγκυρα.
Τον Φεβρουάριο-Μάρτιο 1921 γίνεται η Συνδιάσκεψη των συμμαχικών χωρών στο Λονδίνο. Το κλίμα έχει πλέον μεταστραφεί κατά της Ελλάδας. Ζητείται από την Ελλάδα να αποχωρήσει από τη Μικρά Ασία. Η Ελλάδα διαβεβαιώνει ότι μπορεί μόνη της να νικήσει τον Μουσταφά Κεμάλ και να καταλάβει την Άγκυρα.
Δήλωσε δημοσίως ότι θα αποστείλει στρατό στον Πόντο, χωρίς όμως να έχει κανένα αντίστοιχο στρατιωτικό σχέδιο. Λόγω αυτής της διακήρυξης, ο Μουσταφά Κεμάλ αρχίζει την πλήρη εθνική εκκαθάριση του Πόντου, ώστε τα ελληνικά στρατεύματα να μην βρουν φιλικό κοινωνικό χώρο. Αυτή είναι η κύρια αιτία της δεύτερης φάσης της Γενοκτονίας των Ποντίων. Και αυτό είναι το οριστικό τραγικό τέλος του ελληνικού Πόντου!
Βλάσης Αγτζίδης,
διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας και μαθηματικός