Παρότι τα… γρανάζια της πιο σκληρής φάσης της Γενοκτονίας των Ποντίων είχαν ήδη τεθεί σε κίνηση από τη 19η Μαΐου 1919 και την αποβίβαση του Μουσταφά Κεμάλ στη Σαμψούντα, στον ελληνικό πληθυσμό παρέμενε ακέραιη η ελπίδα ότι είχε φτάσει η ώρα για την ένωση με τη μητέρα πατρίδα. Ακριβώς ίσως γι’ αυτό, όπως αναφέρει ο δρ Σύγχρονης Ιστορίας Βλάσης Αγτζίδης¹, μετά την εκδήλωση της πρόθεσης των Νεότουρκων να εξοντώσουν τον ελληνικό πληθυσμό άρχισε να καλλιεργείται συστηματικά η ιδέα της δημιουργίας της Δημοκρατίας του Πόντου.
Τον Ιούλιο του 1918 είχε ήδη συγκληθεί στο Μπακού συνέδριο εκπροσώπων του ελληνισμού από τη νότια Ρωσία, Υπερκαυκασία και Πόντο. Διακήρυξε την ανεξαρτησία του Πόντου και εξέλεξε επταμελές συμβούλιο, κάτω από τη διοίκηση του οποίου μπήκαν όλα τα ποντιακά σωματεία. Τον Νοέμβριο του 1918 συνήλθε στο Παρίσι η μεγάλη διάσκεψη των ποντιακών οργανώσεων.
Τον Ιανουάριο του 1919 συνήλθε στην Τιφλίδα η Γ´ Εθνική Συνέλευση των Ελλήνων. Παράλληλα δημιουργήθηκε το Εθνικό Συμβούλιο των Ελλήνων της Αρμενίας. Τον ίδιο μήνα οι ελληνικές οργανώσεις της μαυροθαλασσίτικης παραλίας και της νότιας Ρωσίας συγκάλεσαν Γενική Συνέλευση, από την οποία εκλέχθηκε το Εθνικό Συμβούλιο του Πόντου.
Στις 23 Ιουνίου 1919 έλαβε χώρα, στο κατεχόμενο από τους Βρετανούς Βατούμ, η πρώτη συγκέντρωση του Διαρκούς Γενικού Συμβουλίου των Ποντίων Ελλήνων, το οποίο εξέλεξε το Εθνικό Συμβούλιο του Πόντου. Έντυπο όργανο του Συμβουλίου ήταν η εφημερίδα Ελεύθερος Πόντος, η οποία εκδόθηκε στο τυπογραφείο της εφημερίδας Αργοναύτης. Έναν χρόνο αργότερα το Συμβούλιο μετονομάσθηκε σε «Εθνοσυνέλευση των Ελλήνων Ποντίων», με στόχο να καταστεί κυβέρνηση εξορίας.
Η Εθνοσυνέλευση του Πόντου, η «Ανατολική Βουλή του Ελληνισμού» όπως αποκαλούνταν, αποφάσισε ότι «το συμφέρον της πατρίδος απαιτεί την οριστικήν αναγνώρισιν της ελευθερίας του Πόντου και την δημιουργία Ελληνικού ανεξαρτήτου κράτους».
Το pontosnews.gr σε συνεργασία με τα Γενικά Αρχεία του Κράτους παρουσιάζει μέρος της έκθεσης του Εθνικού Συμβουλίου του Πόντου προς τον Ελευθέριο Βενιζέλο με την οποία γίνεται έκκληση για την απελευθέρωση του Πόντου (Βατούμ, 15/28 Ιουνίου 1920):
«Εξοχότατε, ο Πόντος αγωνιά· ο Πόντος αιματοκυλίεται! Αι δε 500.000 των εις την Ρωσσίαν κατά διαφόρους εποχάς καταφυγόντων Ποντίων σκληρώς δοκιμάζονται και αποδεκατίζονται. Η Εθνοσυνέλευσις των Ελλήνων του Πόντου εξαιτείται η παρά της Υμετέρας Εξοχότητος, ην έταξεν η Θεία Πρόνοια όπως αποκαταστήση ολόκληρον την Φυλήν, την ως η Υμετέρα Εξοχότης ήθελεν εκγρίνη απαλλαγήν του Πόντου από του τουρκικού ζυγού.
»Οι Τούρκοι είναι οι αιωνίως αιμοδιψείς και αδιόρθωτοι Αττίλαι της Ανατολής, η δε περαιτέρω υπ’ αυτούς διαβίωσις των Ελλήνων, έστω και διά του καθεστώτος των Μειονοτήτων εξασφαλιζομένων, είναι αδύνατος. Οι Τούρκοι των καταληφθέντων μερών θα μεταναστεύσωσι σωρηδόν εις τα παράλια του Πόντου και θα αποπνίξωσι τον εκεί υπολειφθέντα Ελληνισμόν. Εις πρώτην δε παρουσιασθησομένην ευκαιρίαν, ο Τούρκος αποπτύει τας υποσχέσεις και υπογραφάς αυτούς.
»Το Εθνικόν Συμβούλιον του Πόντου αναμένον τας οδηγίας Υμών και έτοιμον να εκτελέση αυτάς πιστώς και κατά γράμμα, ποιείται έκκλησιν προς την Μεγάλην Υμών Σύνεσιν και Καρδίαν, και παρακαλεί ευλαβώς, όπως και ο Πόντος απολαύση, όσον τάχιον, των αγαθών της από πέντε αιώνων επιζητουμένης Ελευθερίας.
»Ευχόμενοι, όπως ο Ύψιστος Θεός κρατύνη και ενισχύη την Υμετέραν Εξοχότητα και την Κυβέρνησιν Αυτής εν τω μεγαλειώδη Αυτής Απολυτρωτικώ Αγώνι, και έχοντες ακράδαντον την πεποίθησιν ότι θα επακούση η Υμετέρα Εξοχότης της φωνής και αιτήσεως του μαρτυρικού και πολυπαθούς Πόντου, διατελούμεν μετά βαθυτάτου προς Αυτήν σεβασμού».
Στο διδακτορικό του ο Ευριπίδης Γεωργανόπουλος² συνοψίζοντας τις ερμηνείες που έχουν δοθεί για την αποτυχία της προσπάθειας των Ελλήνων του Πόντου για αυτοδιάθεση αναφέρει ότι υπάρχουν δύο κυρίως τάσεις.
«Η µία ερµηνεία αποδίδει τις ευθύνες για την αποτυχία του όλου εγχειρήµατος κυρίως στην επιφυλακτική –αν όχι αρνητική στάση, τουλάχιστον αρχικά–, του Βενιζέλου έναντι του αιτήματος των Ποντίων για δημιουργία ανεξάρτητου κράτους. ∆ευτερευόντως αναφέρει ως αίτια τη στάση των Μ. ∆υνάμεων και τη λανθασµένη πολιτική ορισμένων Πόντιων πρωταγωνιστών.
»Η δεύτερη τάση ερμηνεύει την αποτυχία της εκπλήρωσης των πόθων των Ποντίων επικεντρώνοντας την κριτική της στην απέλπιδα εν τη γενέσει της προσπάθεια λόγω της πολιτικής των Μ. ∆υνάµεων και των διεθνών και τοπικών συγκυριών πρωτίστως, και της άτολµης πολιτικής εκ µέρους της ελληνικής πλευράς, δευτερευόντως».
Προσθέτει ωστόσο ότι και οι δύο προσεγγίσεις δεν αντιμετωπίζουν το ζήτημα στο σύνολό του, καθώς αυτό θα πρέπει να ερμηνευθεί με το κατά πόσο η κίνηση για ανεξαρτησία έτσι όπως εξελίχθηκε είχε τα προαπαιτούµενα ώστε να εκπληρωθεί ο στόχος.
Ως προαπαιτούμενα θεωρεί (στο αρχικό στάδιο) την πολιτική οργάνωση του υπό εξέγερση έθνους, την ύπαρξη πολιτικών προσώπων µε ικανότητες και εμπειρία, την οικονομική δυνατότητα ανάπτυξης τέτοιου κινήµατος, την εξασφάλιση πιθανής βοήθειας από µεγαλύτερη δύναµη και τη σαφή στοχοθέτηση του αγώνα.
«Στους Έλληνες του Πόντου […] δεν υπήρχε η πολιτική εµπειρία για να αντιµετωπισθεί ένα ζήτηµα τόσο σηµαντικό και τέτοιου βεληνεκούς. Ανάλογη ήταν φυσικά και η έλλειψη προσώπων που θα µπορούσαν να οργανώσουν και να διαχειρισθούν µία τέτοια προσπάθεια που ήθελε συντονισµένες ενέργειες σε όλον τον Πόντο, και όχι µόνο στο πλαίσιο µιας κοινότητας, και πολύ περισσότερο κινητικότητα και διπλωµατικές ικανότητες σε διεθνές επίπεδο, µε αντίστοιχη βεβαίως γνώση των διεθνών ισορροπιών και παρακολούθηση των αλλαγών που επιτελούνταν», εξηγεί.
Γεωργία Βορύλλα