Την τρίτη ημέρα μετά τα Χριστούγεννα, στις 27 Δεκεμβρίου, τιμάται η μνήμη του Αγίου Στεφάνου, του πρώτου μάρτυρα της χριστιανοσύνης. Στην αγιοτόκο Καππαδοκία, περιοχή με βαθιά ριζωμένη στη χριστιανική παράδοση, κατείχε ξεχωριστή θέση στη λαϊκή πίστη και στα αντέτια του Δωδεκαημέρου.
Στο Γκέλβερι (αλλιώς πώς Καρβάλη, το σημερινό Γκιουζελγιούρτ), ο Άγιος Στέφανος θεωρούνταν προστάτης των παντοπωλών, ενώ στα Φάρασα λατρευόταν ως «Ε-Στέφανος» σε έναν κάτζι, έναν ιερό βράχο, όπου σύμφωνα με την παράδοση βρισκόταν και η σπηλιά που αγίασε.
Οι λατρευτικοί αυτοί τόποι, σκαλισμένοι στο καππαδοκικό τοπίο, συνδέονταν άρρηκτα με την καθημερινή ζωή και την πίστη των ελληνορθόδοξων κοινοτήτων.
Ιδιαιτέρως διαδεδομένη στην Καππαδοκία ήταν η δοξασία πως ο Άγιος Στέφανος «από πέτρα γεννήθηκε και από πέτρα πέθανε». Σύμφωνα με την παράδοση, τρεις γυναίκες πήγαν να επισκεφθούν την Παναγία, που ήταν λεχώνα. Οι δύο κρατούσαν από ένα παιδί στην αγκαλιά τους, ενώ η τρίτη, άτεκνη, πήρε μια πέτρα από το δρόμο, τη φάσκιωσε και την κρατούσε σαν βρέφος.
Όταν η Παναγία τις ρώτησε πώς ονομάζονταν τα παιδιά τους, οι δύο πρώτες απάντησαν, ενώ η τρίτη, δειλά, είπε: «Στέφανος». «Το πιστεύω», αποκρίθηκε η Παναγία, «ας είναι Στέφανος τ’ όνομά του». Συμπονώντας τη γυναίκα, έκανε το θαύμα Της και έτσι, σύμφωνα με τη λαϊκή πίστη, γεννήθηκε ο Άγιος Στέφανος – ο άγιος που από πέτρα γεννήθηκε και από πέτρα θανατώθηκε, με λιθοβολισμό.
Οι αφηγήσεις αυτές, που διασώθηκαν μέσα από τη συλλογική μνήμη των Καππαδοκών, αποτελούν πολύτιμα τεκμήρια της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς του μικρασιατικού ελληνισμού, όπου η χριστιανική πίστη συναντά το συμβολισμό, τη φύση και την ανθρώπινη ανάγκη για παρηγοριά και ελπίδα.
















