Το ροΐζω είναι ένα κοινό ρήμα της ποντιακής διαλέκτου που απαντάται στην Κερασούντα και στον Όφι, ενώ άλλες του μορφές είναι το ρούζω (Κοτύωρα, Σάντα, Σούρμενα, Τραπεζούντα, Χαλδία) και το ρόζω (Τραπεζούντα, Χαλδία). Στον αόριστο είναι ερρόιξα (ερρόξα και ερρούξα), στην προστακτική ρούξον (β’ πληθυντικό: ρούξτε) και η παθητική μετοχή είναι ρουσμένος, ρουγμένος.
Ο Άνθιμος Παπαδόπουλος στο «Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου» σημειώνει ότι προέρχεται από το αρχαίο ουσιαστικό ροή, και ότι οι δύο βασικές του σημασίες είναι πέφτω και έρχομαι/φτάνω.
Μεταφορικά σημαίνει και καταντώ, ενώ χρησιμοποιείται και με την έννοια του εκπίπτω/αφαιρώ.
Πόσες φράσεις, όμως, γνωρίζεις στις οποίες το συγκεκριμένο ρήμα αποκτά διαφορετικές σημασίες; Ας δούμε μερικές:
- Ρούζω ’ς σα ποδάρα ’τ’ = τον ικετεύω.
- Ρούζω ’ς σην στράταν = παίρνω το δρόμο, προχωρώ γρήγορα.
- Ρούζω από πίσ’ ατ’ = τον ακολουθώ βιαστικά.
- Ρούζω ας σην υΐα μ’ = (μεταφ.) ασθενώ, αδιαθετώ.
- Ρούζω μικρός = ντρέπομαι.
- Έρρουξα κά’ = αρρώστησα, ασθένησα.
- Έρρουξα κ’ εκοιμέθα = κοιμήθηκα βαθιά.
- Έρρουξεν ας σην καρδία μ’ = (για άνθρωπο) δεν μου είναι πλέον ποθητός, ευχάριστος.
- ’Σ σην ψη σ’ να ρούζ’! = να βαραίνει την ψυχή σου (για το κακό που έκανες).
- ’Σ σην γούλαν σ’ ’κ’ ερρούξεν = δεν έπεσε κανένας στο λαιμό σου παρακαλώντας.
- Ερρούξεν αψύς αέρας ’ς σα πανία = φούσκωσαν τα ιστία.
- Επείνασεν ο κούκουδας κ’ έρρούξεν ’ς σα τσιχρίτας = (παροιμία) πείνασε η κουκουβάγια και ξέπεσε στις ακρίδες. Για την ευτελή προσφορά σε κάποιον που έχει ανάγκη.
- Λόγος ’κί ρούζ’ με = δεν δικαιούμαι να μιλήσω.
- Τον Τούρκον πη λέει ατον καλός έν’, εφτά χρόνα μετάδοση ’κι ρούζ’ ατον = (γνωμικό) όποιος λέει ότι ο Τούρκος είναι καλός, για επτά χρόνια δεν του αξίζει Θεία Κοινωνία.
- Ερρούξε με απάν’ ’ς’ σο πρόσωπον = με έριξε μπρούμυτα.
- Ρούζω ας σον λογαρασμόν = παίρνω έκπτωση.
- Βρείτε, μάθετε και διαδώστε την έννοια ακόμα περισσότερων ποντιακών λέξεων και φράσεων στο λεξικό του pontos-news.gr.