Σε προηγούμενο άρθρο στις «Γνώμες» είχαμε αναφερθεί στην προϊούσα παρακμή και αλλοτρίωση του Δυτικού κόσμου. Είναι ένα ανησυχητικό φαινόμενο που εξελίσσεται από τις αρχές του 20ού αιώνα, όταν άρχισε να διαρρηγνύεται η διαλεκτική σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο.
Η ελληνική κοινωνία, έχοντας απολέσει τις αντι-στάσεις της, υιοθέτησε άκριτα όλα τα «λαμπερά» πρότυπα της Δύσης. Η αρμονία, ο ρυθμός, το μέτρο, το κάλλος, όλα αυτά που συναπαρτίζουν τον Κόσμο και είναι προϊόντα του ελληνικού πνεύματος ευτελίσθηκαν και απαξιώθηκαν. Ο «πολιτισμός της ευκολίας» κυρίευσε το «είναι» μας, απογειώνοντας τον ήδη λανθάνοντα «ωχαδελφισμό» και το «βόλεμα» του νεο-έλληνα. «Δεν μπορούσα, φυσικά, να δω τότε την μεγάλη καταβόθρα που έμελλε να ρουφήξει όλο αυτό το ωραίο πλήθος … και να το εξουθενώσει πάνω σε μια υπαλληλική καρέκλα», στοχαζόταν τόσο απλά όσο και οδυνηρά ο Οδυσσέας Ελύτης στα Ανοιχτά Χαρτιά του.
Η διαπάλη των ιδεολογιών, παντελώς ξένων από την ελληνική αυθεντική στάση ζωής, οδήγησε τελικά σε παραίτηση από κάθε αξία, με το μηδενισμό να κυριαρχεί σε κάθε έκφανση της ζωής. Δυστυχώς, βιώνουμε με δραματικό τρόπο την αποθέωση του περιθωρίου με τα συνεχώς αυξανόμενα κρούσματα βίας στα σχολεία, το χουλιγκανισμό στα γήπεδα, τη βεβήλωση μνημείων και τη λεηλασία πανεπιστημιακών χώρων.
Η παταγώδης αποτυχία των αλλεπάλληλων εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων από το 1834 μέχρι σήμερα και το απόλυτο έλλειμμα Παιδείας, συνδυαζόμενα με την απάθεια ή αδιαφορία της οικογένειας να εμφυσήσουν όραμα και να δώσουν αξίες, οδήγησαν τη νέα γενιά στην απώλεια.
Τον Νοέμβριο του 2007, με αφορμή τους απίστευτους βανδαλισμούς σε σχολεία της Αθήνας, ο υπογράφων αυτό το κείμενο ανέφερε σε δημοσίευμά του: «Το 1883, μετά από επιθεώρηση δημοτικών σχολείων, ο παιδαγωγός Χαρίσιος Παπαμάρκου σημειώνει επί λέξει ότι το δημοτικόν σχολείον είναι πτώμα άψυχον, πνευματικόν νεκροταφείον, οι δε διδάσκαλοι χρησιμεύουσιν ως οι απαθέστεροι νεκροθάπται του πνεύματος…». Μετά από εκατόν είκοσι τέσσερα ολόκληρα (!) χρόνια, εν έτει 2007, συμμορίες βανδάλων με κασμάδες και λοστούς σπάζουν και θρυμματίζουν τις ταφόπλακες αυτού του νεκροταφείου, μέσα σε μια λυσσαλέα παράκρουση εκδικητικής μανίας, πετώντας στα μούτρα της αλλοτριωμένης κοινωνίας το οδωδός και τυμπανιαίον πτώμα του ελληνικού σχολείου».
Σήμερα, εν έτει 2015, η επικρατούσα κατάσταση έχει γίνει πλέον ανεξέλεγκτη. Πολύ πρόσφατα γεγονότα δείχνουν προς τα πού βαδίζουμε. Ο πρωτοφανής βανδαλισμός της όψεως του ιστορικού κτηρίου της Πρυτανείας του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου καταδεικνύει την απίστευτη βαρβαρότητα κάποιων διεστραμμένων εγκεφάλων, αλλά και αποτυπώνει ανάγλυφα τη συνενοχή ολόκληρης της κοινωνίας. Οι δηλώσεις του πρύτανη του ΕΜΠ Ιωάννη Γκόλια αντικατοπτρίζουν το φοβικό σύνδρομο που διακατέχει όλη την κοινωνία: «Έχω πολλά να καταδικάσω και δεν θέλω να μπω σε αυτήν τη λογική. Δεν εκφράζω ούτε ευαρέσκεια, ούτε δυσαρέσκεια… Το είδα κι εγώ αυτό που συνέβη, αλλά τι θέλετε να κάνω;… Προσπαθώ να θέσω προτεραιότητες. Οπότε, θα μπορούσα να καταδικάσω αυτό που έγινε, αλλά υπό τις παρούσες συνθήκες δεν μπορώ να το κάνω».
Για όσους έχουν ασθενή μνήμη, θα θέλαμε να θυμίσουμε το προσχεδιασμένο έγκλημα του εμπρησμού του ίδιου κτηρίου της Πρυτανείας τον Νοέμβριο του 1991. Και λέμε προσχεδιασμένο επειδή στόχος των εμπρηστών ήταν η καταστροφή μιας ανεκτίμητης σελίδας της πολιτισμικής Μνήμης και Παράδοσης της πόλης της Αθήνας, γιατί μέσα στο κτήριο φυλάσσονταν σχεδιαστικώς αποτυπωμένα τα αθηναϊκά αρχιτεκτονικά μνημεία των τελευταίων 160 ετών, τα οποία παραδόθηκαν στις αδηφάγες φλόγες και χάθηκαν δια παντός.
Εξ άλλου, πριν από λίγες μέρες συμμορίες κανιβάλων, των αποκαλούμενων «αντιεξουσιαστών», κατέστρεψαν και λεηλάτησαν το κτήριο της Νομικής Σχολής, βεβήλωσαν το ιστορικό παρεκκλήσιο των Αγίων Αναργύρων, στη γωνία Σόλωνος και Μασσαλίας, αποκεφάλισαν και μουτζούρωσαν αγάλματα και προτομές του Κωστή Παλαμά, του Γρηγορίου Ξενόπουλου και της Κυβέλης. Ταυτόχρονα, ο βυζαντινός ναός της Καπνικαρέας βάφτηκε με το σύνθημα – κάλεσμα σε πορεία: «Σπάμε το φόβο, βγαίνουμε στο δρόμο».
Η αποκορύφωση της παράνοιας, γέννημα της αρρωστημένης κοινωνίας μας.