«Το μέτωπον του Αφιόν έσπασε· εσείς ακόμη κάθεσθε εδώ;». Αντί για ευχές, τον Δεκαπενταύγουστο του 1922 όσοι γνώριζαν μοίραζαν άσχημα νέα – όπως ο ήρωας της μάχης του Πουρσάκ, ο λοχαγός Παπαδημητρίου, που με αυτό το ερώτημα καλούσε τον τους Έλληνες να εγκαταλείψουν την Κιουτάχεια.
Ο πανικός ήταν έκδηλος· η κατάρρευση του μετώπου, κοντά.
Ο τελευταίος Εσπερινός στην ιστορική πατρίδα έγινε «εν μέσω δακρύων απογοητεύσεως του εκκλησιάσματος», όπως αναφέρει στη συγκλονιστική του μαρτυρία ο Σάββας Εφραιμίδης – περιλαμβάνεται στο έργο του Ιστορία-λαογραφία του Κοτυαίου.
«Την νύκτα της 15-16 Αυγούστου 1922 γενικόν πένθος επεκράτει εις όλας τας οικογενείας. Ουδείς εκοιμήθη. Όρθου βαθέος πολλοί έτρεξαν εις τα νεκροταφεία, εγονυπέτησαν επί των τάφων των οικείων των και εθρήνησαν αυτήν την φοράν δια τους εαυτούς των, ζωντανούς νεκρούς, των οποίων η τύχη συνοδευόμενη από επικινδύνους περιπετείας ήτο αβεβαία» γράφει ο Σάββας Εφραιμίδης.
Η έξοδος για τους Έλληνες της Κιουτάχειας άρχισε στις 16 Αυγούστου.
Από την προηγούμενη οι κοινοτικές Αρχές είχαν εκδώσει σύσταση για φυγή προς την Προύσα. Διαψεύδοντας τα νέα που έφταναν για διάσπαση του μετώπου, ο στρατιωτικός διοικητής της πόλης, δεν επέτρεψε στα πανικόβλητα γυναικόπαιδα να επιβιβαστούν στα 40 βαγόνια που είχαν σταλεί από τη στρατιωτική διοίκηση του Εσκίσεχιρ. «Ο ελληνικός στρατός είναι αήττητος» υποστήριζε.
Έτσι, οι κάτοικοι της Κιουτάχειας ξεκίνησαν πεζοί, μια πένθιμη φάλαγγα στη δημόσια οδό Κιουτάχειας-Ινονού, με προορισμό τα παράλια του Εύξεινου Πόντου· την προστάτευαν οπλισμένοι νέοι. «Μητέρες λυσίκομοι έφερον εις τα αγκάλας τα βρέφη, τα μικρά εκρατούντο από τα χέρια των γονέων των, βαδίζοντα μετά μεγάλου κόπου, οι άρρενες φορτωμένοι με ελάχιστα είδη της πρώτης ανάγκης και με τα τέκνα των, αποκαμωμένα από την κούρασιν της πορείας» περιγράφει ο Σάββας Εφραιμίδης.
Όσοι πρόλαβαν και μπόρεσαν πήραν μαζί τους τα τιμαλφή, άφησαν όμως πίσω τους, εκτός από τα σπίτια, τους νεκρούς τους, αλλά και τους ζωντανούς νεκρούς στα τάγματα εργασίας.
Ο Αναστάσιος Εφραιμίδης στο Μνήμες μικρασιατικής τραγωδίας αναφέρει ότι από τους 840 Κιουταχειώτες γλίτωσαν 150 άτομα.
Ακόμα πιο τραγική –όπως προκύπτει και από μαρτυρίες όσων εγκαταστάθηκαν στη Φλώρινα– ήταν η μοίρα όσων παραθέριζαν στα λουτρά Ήλιτζα. Πήραν και αυτοί το δρόμο της προσφυγιάς αλλά χωρίς να μαζέψουν τα πολύτιμά τους από τα σπίτια, χωρίς προστάτες και χωρίς μεταφορικά μέσα για τους γέροντες και τα γυναικόπαιδα.
Συμπαραστάτες σε αυτή την πορεία οι κάτοικοι των μουσουλμανικών χωριών και ο στρατός που διέθεσαν μέσα για τους ανήμπορους. Επίσης, ο δήμαρχος του Αϊνεγκιόλ διέταξε να εργαστούν οι φούρνοι της πόλης εντατικά για την παρασκευή μεγάλης ποσότητας άρτου με σκοπό να χορηγηθεί από το Δήμο στις οικογένειες των προσφύγων.
Δημιουργήθηκε και επιτροπή για την περίθαλψη των προσφύγων, οι οποίοι οδηγούνταν στα πανδοχεία, στα σχολεία και στα τζαμιά καθώς και σε μουσουλμανικά σπίτια για ανάπαυση. Τους προσέφεραν τρόφιμα και ρουχισμό. Στη συνέχεια μεταφέρονταν με φορτηγά αυτοκίνητα στην Προύσα και από εκεί, μέσω Μουδανιών, στην Ανατολική Θράκη ή στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, σύμφωνα πάντα με τις μαρτυρίες των προσφύγων Κιουταχειωτών της Φλώρινας.