Ο Κυριάκος Κουκουλήθρας γεννήθηκε στη Λάμψακο, μια κωμόπολη 3 ναυτικά μίλια από την Καλλίπολη και 32 χλμ νοτιοδυτικά του Τσανάκκαλε. Πριν από το 1922 είχε 2.000 κατοίκους, από τους οποίους οι 800 ήταν Έλληνες, έποικοι από διάφορες περιοχές της Ελλάδας.
Η ίδια η Λάμψακος, που διατήρησε το αρχαίο της όνομα, ήταν έδρα καζά και υπαγόταν στη Μητρόπολη Δαρδανελλίων και Λαμψάκου με έδρα το Τσανάκκαλε.
Η μαρτυρία που ακολουθεί, περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
≈
Το 1914 έγινε ο πρώτος Διωγμός. Ήρθε τότε διαταγή ν’ αδειάσουν τα παράλια από τον ελληνικό τους πληθυσμό. Τέτοια συμβουλή έδωσαν οι Γερμανοί διοργανωτές στους Τούρκους.
Επί Αβδούλ Χαμήτ ζούσαμε καλά με τους Τούρκους. Σαν αρνιά ήτανε. Αυτοί οι Νεότουρκοι και Γερμανοί προστάτες τους, φανάτισαν τον τουρκικό λαό.
Ένα διάστημα, Τούρκοι τσέτες από τα γύρω χωριά, γύριζαν τη νύχτα στην ελληνική συνοικία και πυροβολούσαν, για να τρομοκρατήσουν τον κόσμο. Σκότωσαν μάλιστα και δυο-τρεις τσομπαναρέους δικούς μας.
Απελπίστηκε ο κόσμος. Πήγαν οι προύχοντές μας στον καϊμακάκη και του είπαν:
— Τι θα γίνει, μπέη, αυτή η κατάσταση;
— Να φύγετε, να σηκωθείτε να φύγετε, απάντησε.
Πουλήσαμε τζάμπα τα ζώα μας, τα έπιπλά μας, την κινητή μας περιουσία. Είπαμε να μας δώσουν προθεσμία να γράψουμε στο Πατριαρχείο, να στείλει βαπόρι να μας πάρει.
Γράψαμε στο Πατριαρχείο. Ήρθε μεγάλο ελληνικό βαπόρι. Πάμε να φύγουμε, δεν μας αφήνει ο καϊμακάμης. «Έχω εντολή», λέει, «να μη φύγετε. Απαγορεύεται η ομαδική αναχώρηση. Όποιος θέλει να φύγει, μόνος του να φύγει, ένας-ένας».
Στο μεταξύ είχαμε πουλήσει τα έπιπλά μας, τα πράγματά μας. Το βαπόρι έφυγε άδειο. Γυρίσαμε στα σπίτια μας, κλαίγαμε τη μοίρα μας…
Όσοι είχαν λεφτά, έφυγαν λίγοι-λίγοι, μέσω Καλλίπολης μερικοί, μέσω Τσανάκκαλε οι άλλοι. Άλλοι πήγαν στην Καβάλα, άλλοι στη Σαλονίκη, άλλοι στον Πειραιά.
Εγώ έφυγα και πήγα στην Πόλη. Η γυναίκα μου έφυγε μέσω Τσανάκκαλε. Συνεννοηθήκαμε ότι θα συναντηθούμε στην Καβάλα. Πήγα από την Πόλη στον Πειραιά κι απ’ εκεί στην Καβάλα, όπου συνάντησα τη γυναίκα μου. Οι περισσότεροι όμως έμειναν. Όσοι έμειναν, τους έστειλαν με τα γυναικόπαιδα εξορία στο εσωτερικό⋅ Πάνορμο, Μιχαλίτσι, Μπαλούκεσερ, Αφιόν Καραχισάρ. Τους λίγους Αρμένηδες και Εβραίους τους κράτησαν, γιατί τους χρειάζονταν.
Από την Ελλάδα γυρίσαμε το 1919, Ιούνιο μήνα. Οι άλλοι που ήταν εξορία γύρισαν νωρίτερα, αλλά αποδεκατισμένοι⋅ πέθαναν πολλοί εκεί που τους είχανε στείλει.
Ήρθαν οι Εγγλέζοι στη Λάμψακο σαν στρατός κατοχής. Έμειναν ένα διάστημα και έφυγαν⋅ πήγαν στο Τσανάκκαλε. Μετά τους αντικατάστησε ο ελληνικός στρατός. Μετά έφυγε και ο ελληνικός στρατός. Αυτό έγινε προτού ακόμα καταρρεύσει το Μέτωπο.
Στις αρχές του 1921 βάλανε οι Τούρκοι φωτιά. Αιτία ήτανε ότι τα Θεοφάνια, στην τελετή της κατάδυσης του Σταυρού στη θάλασσα, μαζί με τα λάβαρα της εκκλησίας είχαμε και την ελληνική σημαία.
Βοήθησε και ο βοριάς και κάηκε όλη η ελληνική συνοικία της Λαμψάκου. Κάηκαν και καμιά δεκαριά τούρκικα σπίτια. Ο κόσμος έμενε σε αποθήκες, στην παραλία. Μόνο εκεί σώθηκαν λίγα κτήρια.
Τον Σεπτέμβριο του 1922 κάποιοι δικοί μας πήγαν στον Εγγλέζο διοικητή στο Τσανάκκαλε και του είπανε:
— Τι θα γίνει; Καίγεται η Μπίγα, θα μας αφήσετε έτσι απροστάτευτους;
Απαντάει ο Εγγλέζος:
— Μη φοβάστε, δεν θα σας αφήσουμε. Περιμένετε ως το πρωί. Θα έρθουν δύο αντιτορπιλικά και ένα υπερντέντρωτ (θωρηκτό) να σας πάρουν.
Όπως είπαν, έγινε. Πολλά πρωί, χαράματα, ήρθαν τα εγγλέζικα πολεμικά. Τα κανόνια τους ήτανε στραμμένα στη Λάμψακο, έτοιμα να χτυπήσουν τους Τούρκους. Ο Εγγλέζος ναύαρχος έδωσε διαταγή να επιταχθούν όλα τα τούρκικα καΐκια της περιοχής. Κάνανε σινιάλο να έρθει ελληνικό εμπορικό καράβι.
Ύστερα από όλη αυτή την προετοιμασία, κατέβηκε από το θωρηκτό ο Εγγλέζος ναύαρχος και με βάρκα βγήκε στη Λάμψακο. Βρήκε τον καϊμακάμη και του λέει:
— Προσέξτε, μια μύτη ελληνική ν’ ανοίξει, θα σας κάψω όλους!
Οι τσέτες ήταν έτοιμοι πάνω στον τουρκομαχαλά. Πού να τολμήσουν όμως να μας πειράξουν!
Αρχίσαμε να μπαίνουμε στα επιταγμένα καΐκια. Κάτι καλοί Τούρκοι μάς λέγανε να μείνουμε. Μερικοί μάλιστα απ’ αυτούς συγκινηθήκανε και δάκρυσαν. Εμείς όμως κοιτάζαμε να φύγουμε μιαν ώρα νωρίτερα. Όλος ο ελληνικός πληθυσμός πέρασε με τα καΐκια απέναντι στην Καλλίπολη. Εκεί υπήρχαν ακόμα ελληνικές Αρχές. Μείναμε είκοσι μέρες σε συγγενικά μας σπίτια.
Όταν ήρθε διαταγή να φύγουν οι ελληνικές Αρχές από την Καλλίπολη, ήρθε ελληνικό φορτηγό βαπόρι και μας πήρε. Μας πήγε στον Πειραιά. Μόλις είδαμε την εκεί ξεραΐλα, τρομάξαμε. Το μάτι μας ήταν συνηθισμένο στις πρασινάδες της Λαμψάκου. Κλάψαμε από τη λύπη μας. Δε θελήσαμε να βγούμε στον Πειραιά.
Τότε το βαπόρι μάς έφερε στη Χαλκίδα. Ταλαιπωρήθηκε ο κόσμος σαράντα οχτώ ώρες στο πλοίο. Ευτυχώς που είχαμε τρόφιμα μαζί μας.
Μείναμε στη Χαλκίδα. Στεγαστήκαμε σε σπίτια, σε αποθήκες, σε εκκλησίες, σε σκολεία. Αυτή η κατάσταση διάρκεσε δύο χρόνια. Στο μεταξύ ο Εποικισμός απαλλοτρίωσε το τσιφλίκι του Βαρατάσου και έχτισε το συνοικισμό. Το βγάλαμε το καινούριο χωριό μας Νέα Λάμψακος, για να μας θυμίζει την παλιά μας πατρίδα.
Το μέρος είναι καλό, υγιεινό. Τότε εγκατασταθήκαμε εκατόν πενήντα οικογένειες. Τώρα γίναμε με τους ξένους διακόσιες ογδόντα οικογένειες. Εδώ υπάρχει εργοστάσιο τσιμεντοσωλήνων και νηματουργείο. Οι ξένοι που έχουμε στο χωριό, είναι εργάτες και μηχανικοί στα εργοστάσια αυτά.
Δουλεύουν και δικοί μας στα εργοστάσια αυτά. Έχουμε και λίγη γεωργία με σιτηρά. Έχουμε πολλούς επαγγελματίες στη Χαλκίδα που πηγαινοέρχονται στις δουλειές τους με το λεωφορείο. Τα σπίτια τους είναι εδώ.
Έχουμε δική μας κοινότητα, εκκλησία, Δημοτικό σχολείο.