Τις πιο νοσταλγικές ονειροπολήσεις για τους Ποντίους θα προκαλούν τώρα με τις θερινές ζέστες τα πολυτραγουδημένα παρχάρια της μακρινής πια πατρίδας, τα παρχάρα με τα μάραντα και τα μανουσάκια, τα κρύα νερά και τ’ έμορφα τ’ ομάλα, με τ’ ατελείωτα φαγοπότια. Δεν τα είδα και δεν τα έζησα εγώ, μα τα σχετικά μ’ αυτά τραγούδια είναι τόσο ζωηρά, με τόση λαχτάρα μπαίνει η θύμησή τους και στα δίστιχα, που δεν μπορεί να μη τα συμπαθήσει κανείς. Αλλ’ έλα, κόβει τη φόρα του ενθουσιασμού μου μια –με συμπαθάτε, δασκαλικό το πάθος– μία ανορθογραφία, που επιμένουν όλοι να γράφουν παρχαρομάννες – ρομάννες.
Αλλά τι σημαίνει ρομάννες; Ορθότερα έγραφαν ή ερμήνευαν τη λέξη παλαιότερα. Ο Σάβ. Ιωαννίδης σημειώνει «Ρωμάνα, ποιμενίς (ή ερωτόπλητος ήτοι επέραστος). Ο Ελ. Κούσης, σε μια ατελή παραλλαγή του άσματος της Ωριάς, όπου μια Ρωμάνα είναι κλεισμένη σ’ ένα κάστρο και
χίλοι-μίλοι [πολεμούν ατο ν’ ανοίγ’ ν ατο
και ο πολιορκητής, γνωστός από άλλες παραλλαγές μικρός Τουρκίτσος, ζητεί να την γελάσει και παρακαλεί
«Ανοιξό με, Ρωμάνα και Ρωμαιόπουλος κ’ εγώ είμαι Ραμαίος και Ρωμαιόπουλος»
σχολιάζοντας ο Κούσης τους στίχους αυτούς παρατηρεί: «Ρωμάνα, ίσως είναι κύριον όνομα, το όνομα της κόρης, πιθανότερον είναι εθνικόν, όπως εθνικόν είναι και το Ρωμαίος του επόμενου στίχου. Ως προσηγορικόν ρωμάνα δηλοί την γυναίκα την εν τοις παρχαρίοις επιμελουμένην των ποιμνίων και παρασκευάζουσαν τον τυρόν, το βούτυρον κτλ.» αλλά και προσθέτει αλλού: «η λέξις φαίνεται ότι εκολοβώθη εκ του παρχαρομάννα και ορθότερον γραπτέον ρομάννες». Και ο Δ. Οικονομίδης σημειώνει κάπου «εν παρόδω» πως το ρομάννα προήλθε «κατά παραφθοράν» από το παρχαρομάννα.
Η ετυμολογία αυτή δεν μου φαίνεται καθόλου εύστοχη. Παρχαρομάννα λέξη σύνθετη από δυο λέξεις τόσο γνωστές και κοινές (παρχάρια – μάννα) γιατί να πάθει κολόβωση η παραφθορά, για να την αντικαταστήσει η ρομάννα, που δεν λέγει τίποτα; Παραφθορά γίνεται στην αντίθετη περίπτωση, όταν είναι σκοτεινή η έννοια της λέξης που γίνεται προσπάθεια να την ταιριάσει κανείς με καμμιά γνωστή λέξη.
Οι στίχοι που αναφέραμε παραπάνω δεν αφήνουν καμμιά αμφισβήτηση για την ορθή ετυμολογία της λέξης. Ρωμάνα στην αρχή είναι εθνικόν, είναι η γυναίκα από την Ρωμανίαν. Ρωμανία ήταν στην αρχή το απέραντο Βυζαντινό-Ρωμαϊκό κράτος.
την κυρ Ερήν’ προξέναναν βαρά μακρά σ’ σα ξένα
‘σ σα ξένα ‘σ σ’ ανεγνώριμα, ‘σ σομ’ γάλ’ τη Ρωμανίαν.
Και «μετά την υπό των Τούρκων εντελή καταδούλωσιν των παραλίων πόλεων –γράφει ο Τριανταφυλλίδης στους Φυγάδες– τα υπερκείμενα ορεινά μέρη έμειναν επί δεκάδας ετών ακυβέρνητα. Την χώραν ταύτην οι εν άστει εκάλουν Ρωμανίαν, ή τοι γην κρατουμένην υπό Ρωμαίων, ταυτόν ανεξάρτηγον ή ελευθέραν». Τα ίδια και ο Δ. Οικονομίδης: «Είναι γνωστόν ότι την ύπαιθρον ταύτην χώραν την ορεινήν εφ’ όσον αύτη ήτο απηλλαγμένη της Τουρκικής κατακτήσεως απεκάλουν Ρωμανίαν οι υπό τον ζυγόν δουλεύοντες Πόντιοι». Και στο άσμα του Ανδρόνικου, όταν η μάννα κρυφά «δαρμηνεύει» τον αιχμάλωτο γιο της:
υιέ μ’, αν ζης και γίνεσαι στη Ρωμανίαν φύγον,
Εκεί έεις κυρ Ανδρόνικον, καλαδερφόν Ξαντίνον
εννοεί αυτή τη Ρωμανία, τα ανυπόταχτα ορεινά καταφύγια του Πόντου. Εκεί στα κάστρα με τους πολλούς θρύλους «σ’ άνοικα όρη» όπου τους εστοιχούνανε δράκοι και λεοντάρα μαζί με τους ηρωικούς Ανδρόνικους και Ξάντινους ήσαν και γυναίκες συμπολεμιστές, οι Ρωμάνες, ηρωικές Ρωμιοπούλες της αδούλωτης Ρωμανίας. Θυμηθήτε τη Μέρμηκα (Αρχείον τομ. Α’).
Η Μέρμικα η Μέρμικα η χιλιομαγεμένη
εφόρεσεν κ’ ενέλλαξεν κ’ εξέβεν ‘σ σα ραχία
επέρεν και την σπάθαν ατ ς εις το δεξίν το χέρ’ ν ατ’ ς
επέρεν τα βουνά βουνά και τα παρχαρομύτα.
Γι’ αυτό και η λαϊκή Μούσα όταν πήρε το πανελλήνιο τραγούδι του Κάστρου της Ωριάς για να το ταιριάζει στις τοπικές παραδόσεις έκλεισε μέσα στο κάστρο αντί της Ωριάς μια Ρωμάνα.
Άνοιξό με, Ρωμάνα και Ρωμαιόπουλος
Και το Ρωμαιόπουλος ως επωνύμιο γυναίκας, αντί Ρωμαιοπούλα είναι χαρακτηριστικό. Ο κ. Α. Παπαδόπουλος από ιδιωτικά έγγραφα της μονής Βαζελώνος, δημοσιευμένα εις Actes de Vaselon από Ρώσους Βυζαντινολόγους παρέθεσε (Αθηνάς τομ. 43) πολλά επωνύμια γυναικών εις -πουλλος (Ειρήνη η Αρμενόπουλος, Ροδάνα η Μαρνόπουλος κ.ά.) χρονολογούμενα όλα του 13ου, 14ου, 15ου αιώνα. Σ’ αυτούς τους χρόνους πρέπει ν’ αναχθούν και οι παραπάνω στίχοι. Ο στίχος ενισχύει και άλλη παρατήρηση του κ. Α. Παπαδοπούλου, ότι το επωνύμιο –πουλλος κοντά στα θηλυκά μένει άκλιτο (της Ροδάνας της Μαρνόπουλος, Ειρήνης της Λαχανόπουλος). Έτσι κι’ εδώ κλητική Ρωμαιόπουλος.
Οι Ρωμάνες αυτές φυσικά στα ορεινά εκείνα βοσκοτόπια ασχολούντανε με τη κτηνοτροφία και όταν με τον καιρό λησμονήθηκε η Ρωμανία έμεινε το επωνύμιό τους ως δηλωτικό της πιο χαρακτηριστικής ασχολίας τους, ποιμενίδες, τυροκόμοι, γυναίκες που περιποιούνται τα πρόβατα και τις αγελάδες.
Και η παρχαρομάννα; Μεταξύ παρχαρομάνας και ρωμάνας δεν υπάρχει καμμιά ετυμολογική σχέση. Ο φίλος κ. Χρ. Μυρίδης με πληροφορεί πως στα παρχάρια της Λιβεράς ρωμάνες υπάρχουν, αλλά παρχαρομάννα δεν ακούεται. Και η δημοτική ποίηση την παρχαρομάννα δεν την έχει για ποιμενίδα, γυναικα για «να κολλίζ’ τα γάλ’ τα» και να προμηθεύει ξύγαλα και τυρί στους παραθεριστές, αλλά την ξέρει για μάννα του παρχαριού.
Και μάννα εδώ σημαίνει το στοιχειό, τη Νεράϊδα, κάποια προσωποποιημένη ιδέα, θεότητα του παρχαριού. Με τέτοια σημασία είναι γνωστή η λέξη μάννα στον Πόντο.
Σε παραμύθι της Αμισού, από τη συλλογή Ι. Βαλαβάνη, δημοσιευμένο στον ΣΤ’ τόμο σελ. 237 του «Αρχείου Πόντου» διαβάζομε: «το κορίτζι δήβεν ‘σ σο ποτάμι και εχούλιξεν: «μάννα του ποταμίου, δείξε με τον καλό μου ίσαμε τα βυζιά και να σε δώσω ένα ασημένο μήλο». Και του ποταμίου μάννα έδειξέ τονε». Λοιπόν η παρχαρομάννα, το στοιχειό, η Νεράιδα, η προσωποποιημένη ιδέα, δε φροντίζει για τα πρόβατα και τις αγελάδες, σαν τις ρωμάνες, αλλά για το παρχάρ’, για τη διατήρηση και τη δόξα του παρχαριού, για τα νερά και τις πηγές του, για τους επισκέπτες και τη χαρά τους.
Παρχαρομάνα λάλεσεν, ας έρχουν οι ρωμάνες έχ‘ κ’ έρχουνται οι τσοπάν’…
(ώστε αυτή δεν είναι μαζί με τις ρωμάνες και τους τσοπάνους)
εγώ τα χόνα έλυσα και την χλοάδαν έγκα, εγώ τ’ αυλάκια ένοιξα και τα πεγαδομάτα.
Αυτή είναι η αρχική, η ετυμολογική τους σημασία. Αλλά με τον καιρό ξεχάστηκε η Ρωμανία, ξεχάστηκαν οι ηρωϊκές Ρωμάνες, έμειναν στα ορεινά λεκανοπέδια οι γυναίκες με τα ποίμνια και την τυροκομία διασώζοντας μια ξεθωριασμένη ονομασία ρωμάνες. Μ’ αυτή την ορθογραφία υπενθυμίζουμε μια ιστορική ηρωική περιπέτεια της πατρίδας που αξίζει να μη λησμονηθεί.
Και δεν ήταν πια δύσκολο να συμπέσουν και οι σημασίες των δύο λέξεων. Κάποια χιλιόχρονη ρωμάνα που θα την έβλεπαν κάθε χρόνο στο παρχάρ’ οι παραθεριστές θα την έλεγαν και στοιχειό, μάννα του παρχαριού, παρχαρομάννα.
Ο κ. Σταυριώτης σημειώνει (Αρχείον, τόμ. ΙΑ) πως οι γυναίκες αυτές λέγονται και αρνομάννες. Πρόχειρη ετυμολογία θα υποθέσει πως, επειδή περιποιούνται τα αρνιά σαν μάννες, τις είπαν αρνομάννες. Κι’ αυτό δυσκολεύομαι να το πιστέψω. Ίσως κάποτε πήρε η λέξη ένα προθετικό α (πρβλ. α-μασχάλη, αναράϊδα, απαλάμι, απόθεν, ατώρα, αχαστός κτλ.) και λέχτηκε αρωμάνες (όπως στη λοιπή Ελλάδα Ρουμούνοι και Αρουμούνοι) και από το αρωμάνες (αν – λέγω- λέχτηκε ποτέ) κατά παρετυμολογίας μπορούσε να ακουστεί και το αρνομάννες.
Γ. Σουμελίδης