Γλυκιά μου μάνα μη μου κλαις / μαύρα κι αν σου φορούνε
το ξέθωρο το σώμα μου / φλόγες δε το νικούνε.
Τα χελιδόνια της φωτιάς / θάλασσες κι αν περνούνε
του ριζωμού τα χώματα/ ποτέ δε λησμονούνε.
∼
Ένα κορίτσι από τον Ασπρόπυργο, από αυτά που οι ανίδεοι θα αποκαλούσαν «Ρωσοπόντια» για να την μειώσουν, τραγούδησε μπροστά σε 220 εκατ. τηλεθεατές για τον πόνο του αποχωρισμού. Η Κλαυδία Παπαδοπούλου, το κορίτσι της Eurovision, είναι ίσως φέτος η φωνή που ξετυλίγει το κουβάρι της μνήμης. Οι περιορισμοί της EBU και η απαγόρευση των πολιτικών μηνυμάτων δεν επιτρέπουν την άμεση ταύτιση με τη Γενοκτονία των Ποντίων, αλλά στο συναίσθημα δεν υπάρχει απαγόρευση.
«Ρίζα μ’» είναι το γλυκόλογο, του «ριζωμού τα χώματα» είναι αυτά που δεν λησμονούνε. Γι’ αυτό άνδρες, γυναίκες και παιδιά, συγκεντρώθηκαν το απόγευμα της Δευτέρας στο Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, για να διατρανώσουν ότι το έγκλημα δεν παραγράφεται και για να διεκδικήσουν δικαίωση.
Η 19η Μαΐου, ημέρα που ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα και ξεκίνησε τον «απελευθερωτικό πόλεμο», ημέρα που γιορτάζεται σήμερα στην Τουρκία, ημέρα που σηματοδότησε την έναρξη της πιο σκληρής φάσης της Γενοκτονίας των Ποντίων, είναι αφιερωμένη στη μνήμη των 353.000 θυμάτων. Είναι όμως αφιερωμένη και σε αυτούς που είχαν το σθένος να ξεκινήσουν από την αρχή, αλλά και σε όλους όσοι σήμερα κουβαλούν ένα κομμάτι της ιστορικής πατρίδας.
Όσοι και όσες βρέθηκαν στην καρδιά της Αθήνας ανταποκρινόμενοι στο κάλεσμα της Παμποντιακής Ομοσπονδίας Ελλάδας (ΠΟΕ) και της Περιφέρειας Αττικής δεν μπόρεσαν παρά να ενώσουν τις φωνές τους.
Πριν από 31 χρόνια, το 1994 (71 χρόνια μετά τη Συνθήκη της Λοζάνης), η Βουλή των Ελλήνων αναγνώρισε τη 19η Μαΐου ως ημέρα μνήμης – στην κεφαλαιώδους σημασίας πολιτική πράξη είναι αξιομνημόνευτη η συνεισφορά του πολιτικού και συγγραφέα Μιχάλη Χαραλαμπίδη.
Το αίτημα για μια ακόμα χρονιά παραμένει προς την Τουρκία: να συμφιλιωθεί με το παρελθόν της και να αναγνωρίσει τη γενοκτονία που διέπραξε το κεμαλικό καθεστώς σε βάρος των χριστιανικών πληθυσμών. Παρέμεινε όμως και το αίτημα προς την Ελλάδα: να αναλάβει κάθε διπλωματική πρωτοβουλία ώστε να φέρει το θέμα σε διεθνή φόρα και οργανισμούς, να αναγνωρίσει τη Γενοκτονία των Ασσυρίων, να ολοκληρώσει τα Μουσεία Προσφυγικού Ελληνισμού που έχουν εξαγγελθεί σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, αλλά και να ιδρύσει Μουσείο και Κέντρο Μελέτης της Γενοκτονίας των Ελλήνων της Ανατολής.
Επιπλέον, το μήνυμα από το Σύνταγμα με κατεύθυνση προς την Άγκυρα ήταν και να σταματήσουν οι διώξεις των πολιτών που μάχονται για την αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας, να αναστηλωθούν και να χρησιμοποιούνται με σεβασμό τα μνημεία του ελληνικού πολιτισμού, να ιδρυθούν μνημεία και κέντρα μελέτης της Γενοκτονίας στην περιοχή του Πόντου, να σταματήσει την επιθετική πολιτική ενάντια σε γειτονικές χώρες και την πολιτική persona non grata για όσους επισκέπτονται τον Πόντο ως πατρογονική πατρίδα.
Τα παραπάνω τα συνυπέγραψαν αυτοί και αυτές που έδωσαν το παρών, με λάβαρα, πανό, ποντιακές φορεσιές, με μπλουζάκια με το G (από το genocide, δηλαδή γενοκτονία στα αγγλικά), με οποιονδήποτε τρόπο.
Στο Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη
Το «σήμα» για να ξεκινήσουν οι επετειακές εκδηλώσεις στο Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη το έδωσαν το τσαρούχι και η μπότα των Ευζώνων που πάτησαν γερά. Όταν τα ρολόγια έδειξαν 7 το απόγευμα από το στρατόπεδο της Ηρώδου Αττικού έφτασαν δύο Εύζωνες με την ποντιακή στολή και δύο με τα λευκά –την επίσημη στολή–, για την τιμητική φύλαξη.
«Φάτε πουλιά, φάτε πουλιά, τον ήρωα τον έρμο, γενναίο θαλασσόμαχο κι Ακρίτα τιμημένο, στον πόλεμο τραντέλλενας, στη μάχη σαν λιοντάρι» είναι η απόδοση στα νέα ελληνικά των στίχων του «Αητέντς επαραπέτανεν», του εμβληματικού ποντιακού τραγουδιού που ακούστηκε στο Σύνταγμα. Περιλαμβάνεται στον Ακριτικό Κύκλο και είναι το μοναδικό τραγούδι σε ολόκληρη την ελληνική μουσική λαογραφία που εξυμνεί τον άγνωστο στρατιώτη.
«Χριστός Ανέστη» είπε η Άννα Καλαϊτζόγλου, αποδίδοντας το συγκινητικό κείμενο με τίτλο «Και όμως ακούω» του Ηλία Υφαντίδη.
Η λύρα και η φωνή του Ηλία Υφαντίδη μαζί με το νταούλι του Παναγιώτη Κοπαλίδη θρήνησαν και με το εμβληματικό «’Πάρθεν η Ρωμανία», συνοδεία της χορωδίας που απαρτίστηκε από μέλη της Ένωσης Ποντίων Δροσιάς, του Συλλόγου Ποντίων Κορυδαλλού «Εύξεινος Πόντος» και της «Κιβωτού του Πόντου».
Τιμή και περηφάνια όταν οι πυρριχιστές του ΣΠοΣ Νοτίου Ελλάδος και Νήσων απέδωσαν το χορό σέρρα κοιτώντας προς τον άγνωστο στρατιώτη που απεικονίζεται στο μνημείο, αλλά και προς τη Βουλή.
Μήνυμα ενότητας και συμπόρευσης έστειλε ο πρόεδρος της Παμποντιακής Ομοσπονδίας Ελλάδας Γιώργος Βαρυθυμιάδης, ο οποίος μίλησε για το γενοκτόνο τέρας (Γάζα, Συρία, Κουρδιστάν, Αρτσάχ), τονίζοντας ότι η διεθνοποίηση της Γενοκτονίας που διέπραξε ο Μουσταφά Κεμάλ είναι επιβεβλημένη, ώστε τα εγκλήματα αυτά να αποτραπούν.
«Ο αγώνας μας, που είναι ακτιβιστική δράση, είναι πανανθρώπινο χρέος. Και όμως, η στάση της ελληνικής Πολιτείας παραμένει απογοητευτική, πότε αμήχανη, πότε επιβλητικά απούσα» πρόσθεσε, σημειώνοντας τη διαρκή απουσία των υψηλά ιστάμενων της κυβέρνησης και των πολιτικών κομμάτων.
«Η σιωπή είναι συνενοχή» υποστήριξε και ζήτησε από την ελληνική κυβέρνηση να ηγηθεί του αγώνα για τη διεθνή αναγνώριση. «Η Παμποντιακή Ομοσπονδία Ελλάδας δεν ζητά χάρη» είπε χαρακτηριστικά.
Τον περιφερειάρχη Νίκο Χαρδαλιά εκπροσώπησε η Χριστίνα Κεφαλογιάννη, η οποία αναφέρθηκε στο ιστορικό πλαίσιο, υπενθυμίζοντας ότι ελάχιστα κράτη έχουν προχωρήσει στην αναγνώριση (ανάμεσά τους η Αρμενία και η Κύπρος). «Η Γενοκτονία των Ποντίων είναι Γενοκτονία των Ελλήνων» σημείωσε, ζητώντας την ανάληψη δράσης.
Κεντρικός ομιλητής ήταν ο διδάκτωρ Φιλοσοφίας και διδάκτωρ Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών, συγγραφέας και αρθρογράφος Μελέτης Μελετόπουλος, ο οποίος αναφέρθηκε στην ελληνικότητα της περιοχής από την οποία εκδιώχθηκαν οι Έλληνες.
«Η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας είναι το τελευταίο μέρος που έπεσε, μετά και από την Κωνσταντινούπολη και τον Μυστρά. Και η τραγωδία είναι ότι ο Πόντος θα μπορούσε να παραμείνει ελεύθερος, αλλά ο τελευταίος Κομνηνός, ο Δαυίδ, πείστηκε ότι η αντίσταση ενδεχομένως να ήταν μάταιη – αλλά ποτέ η αντίσταση δεν είναι μάταιη. Ποτέ δεν κέρδισε έθνος με τον κατευνασμό και το διάλογο» είπε, σημειώνοντας ότι το κεφάλαιο αυτό έχει ηχηρή απουσία από τα σχολικά βιβλία.
«Η Γενοκτονία των Ποντίων υπήρξε το θεμέλιο αίματος για το τουρκικό κράτος. Άργησε πάρα πολύ να αναγνωριστεί στην Ελλάδα. Αυτό οφείλεται στην επί δεκαετίες ψευδαίσθηση ότι θα μπορούσαμε με την Τουρκία να εγκαινιάσουμε μια νέα μέρα, να γίνουμε φίλοι – η πλάνη αυτή διακατείχε επί δεκαετίες την ελληνική πολιτική. Κατά τη διάρκειά τους ξηλώθηκε ο ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου, καταλήφθηκε η βόρεια Κύπρος. Αλλά, παρά τον Αττίλα, η πλάνη ότι μπορούμε να συνεννοηθούμε υπάρχει ακόμα», τόνισε.
Για τον Μελέτη Μελετόπουλο η σημερινή μέρα θα έπρεπε να είναι ημέρα μνήμης αλλά και διεκδίκησης. «Τα ζωντανά έθνη δεν θυμούνται μόνο, διεκδικούν» είπε, και ζήτησε χαρακτηριστικά σε κάθε συνάντηση με τουρκικές αντιπροσωπείες να τίθεται το θέμα της αναγνώρισης, με βάση τα όσα προβλέπει το διεθνές δίκαιο.
«Δεν υπάρχουν χαμένες ή αλησμόνητες πατρίδες. Υπάρχουν μόνο πατρίδες» κατέληξε.
Μετά την κατάθεση των στεφάνων, τον Εθνικό Ύμνο είπαν όλοι οι παρευρισκόμενοι μαζί, αλλά τελικά αυτή την αλυσίδα της μνήμης, στην οποία κάθε χρόνο προστίθεται και ένας κρίκος, την έκανε πιο ισχυρή η εκκωφαντική σιωπή στο πιο πολυσύχναστο σημείο της Αθήνας, στο ενός λεπτού σιγή στη μνήμη των 353.000 νεκρών.
Λίγο πριν από τις 21:00 ξεκίνησε η πομπή προς την πρεσβεία της Τουρκίας, για την επίδοση ενός ακόμα ψηφίσματος διαμαρτυρίας.
Γεωργία Βορύλλα