Η Παναγιώτα Χαλδαιοπούλου γεννήθηκε στην Τραπεζούντα. Η πόλη αριθμούσε συνολικά 65.000 κατοίκους, εκ των οποίων οι 35.000 ήταν Τούρκοι, οι 20.000 Έλληνες και οι υπόλοιποι Αρμένιοι, Πέρσες κ.ά. Κτισμένη σε τρεις χαμηλούς λόφους στις βόρειες υπώρειες του Μποζ Τεμπέ, γνώρισε μεγάλη άνθηση κατά τους βυζαντινούς χρόνους, όταν ιδρύθηκε στην περιοχή αυτόνομο βασίλειο, γνωστό ως Αυτοκρατορία των Κομνηνών (1204), το οποίο διατηρήθηκε ως το 1461, οπότε ενσωματώθηκε στο οθωμανικό κράτος.
Κατά τον 19ο αιώνα εξελίχθηκε σε σπουδαίο διαμετακομιστικό κέντρο με την ανάπτυξη της ναυσιπλοΐας, και ο πληθυσμός της πόλης αυξήθηκε σημαντικά.
Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου καταλήφθηκε από τα ρωσικά στρατεύματα, τα οποία την παρέδωσαν στον τουρκικό στρατό το 1918. Η πόλη φιλοξενούσε το ομώνυμο Φροντιστήριο, το Παρθεναγωγείο, το Θεοφυλάκτειο Νηπιαγωγείο καθώς και την Αδελφότητα Κυριών «Μέριμνα». Η πλειονότητα των Ελλήνων ασχολούνταν με το εμπόριο και τη ναυσιπλοΐα, ενώ γύρω από την πόλη υπήρχε μεγάλος αριθμός προαστίων, όπου οι Τραπεζούντιοι είτε έμεναν μόνιμα, είτε διατηρούσαν εξοχικές κατοικίες.
Η μαρτυρία της Παναγιώτας Χαλδαιοπούλου περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
≈
Σαν ήρθαν οι Ρώσοι στην Τραπεζούντα, βομβάρδιζαν για τους Τούρκους. Εμείς φοβηθήκαμε τότε και σηκωθήκαμε και πήγαμε στην Κανλικά. Λίγες μέρες καθίσαμε κι ύστερα κατεβήκαμε στα σπίτια μας.
Όσο ήταν οι Ρώσοι στην Τραπεζούντα καλά ήμαστε. Σαν φύγανε όμως, οι Τούρκοι κατέβαιναν από το Μποζ τεπέ και κλέβανε και σκότωναν. Ήρθαν και στο μαγαζί του αντρός μου – είχε ξενοδοχείο και ταβέρνα. Δώσανε ένα δυνατό χτύπημα στην πόρτα. Εμείς πολύ φοβηθήκαμε. Ξημέρωνε, που σηκωθήκαμε να φύγομε για τη Ρωσία. Πολύς κόσμος έφυγε τότε για κει.
Στα χωριά της Τραπεζούντας τα πράγματα ήταν πολύ χειρότερα από μας.
Ο πεθερός μου, που καθόταν στη Σαμάρουζα, μόλις πρόλαβε να φορτώσει μερικά γομάρια με φουντούκια και να κατέβει στην πόλη. Τ’ άλλα τα φουντούκια –κι είχε πολλά στρέμματα με φουντουκιές– τα πήραν οι Τούρκοι με το έτσι θέλω.
Στο Σοχούμ (που πήγαμε, καθίσαμε δεκαπέντε μήνες. Πριν φύγουμε, άφησε ο πατέρας μου το μαγαζί σ’ έναν Τούρκο. Ύστερα που γυρίσαμε, ο Τούρκος δεν αναγνώριζε τον άντρα μου. Αναγκάστηκε κι εκείνος ν’ ανοίξει άλλο μαγαζί. Έφτιαχνε κρυφά ούζο και το πουλούσε. Τον κυνήγησαν όμως οι Τούρκοι κι απ’ αυτή τη δουλειά. Στο τέλος έπαθε συγκοπή και πέθανε.
Από την Τραπεζούντα έφυγα στα 1922, πριν από τη Σαρακοστή, τότε που πήρε φωτιά η πόλη. Οι Τούρκοι μάς σπρώχνανε να φύγουμε. Μας βαρούσαν. Μας βάλανε σε βάρκες για να μας πάνε στο βαπόρι. Τότε που μπήκαμε στις βάρκες βλέπαμε τη φωτιά. Στο βαπόρι όλοι δωρεάν ταξίδευαν. Όποιος είχε να πληρώσει, αλλιώς ερχόταν.
Ο κόσμος αρρώστησε. Τότε πέθανε και το παιδί μου. Ήταν μωρό και δεν άντεξε. Ήρθαν οι δικοί μας, το άρπαξαν και χωρίς καμιάν ευχή το ρίξανε στη θάλασσα.
Ένας Τούρκος του καραβιού με λυπήθηκε που φώναζα κι έκλαιγα και με ρώτησε γιατί οι δικοί μας το κάνανε αυτό και δεν άφησαν πρώτα να γίνουν τα έθιμά μας. Εγώ τι να του πω!
Το βαπόρι σταμάτησε στα Καβάκια. Βγάλανε τον κόσμο και τους έβαλαν σε αντίσκηνα. Όσοι ήμαστε άρρωστοι μάς φέρανε στην Πόλη και μας βάλανε σε νοσοκομείο. Εικοσιδύο μέρες κάθισα άρρωστη εκεί μέσα. Απάνω που βγήκα, ήρθανε και τα παιδιά μου από τα Καβάκια.
Ήταν στο βαπόρι και με είδανε νάρχομαι στην παραλία. Με πέρασαν για τρελή. Το κεφάλι μου ξυρισμένο, ένα αντρικό εσώβρακο μου είχανε φορέσει στο νοσοκομείο κι από πάνω ένα παλιό ρούχο. Σαν τρελή ήμουνα… Ένας Τούρκος που με είδε στην Πόλη, με λυπήθηκε. Ήθελε να υιοθετήσει κανένα από τα παιδιά μου. Εγώ όμως του είπα πως την πίστη μου ν’ αλλάξω δεν το ήθελα.
Από την Πόλη που φύγαμε μας βγάλανε στη Μακρόνησο. Άλλη καραντίνα! Ο κόσμος κάθε μέρα πέθαινε. Ο πατέρας μου κι η μάνα μου πέθαναν εκεί. Σε μια κουβέρτα τούς βάλανε και τους ρίξανε στη θάλασσα.
Χειμώνα φύγαμε από την Τραπεζούντα, Πάσχα φτάσαμε στην Ελλάδα. Πάσχα βγήκαμε στη Θεσσαλονίκη και μας πήγανε στην Καλαμαριά. Εκεί είχε κάτι ποντιακά σωματεία που μας βοήθησαν. Από την Καλαμαριά έφυγα στα 1928 και ήρθα στην Αθήνα.