Ο Λάζαρος Κοτσίδης γεννήθηκε στο Καμισλί (Καλάμαι), ελληνικό οικισμό του τμήματος της Αλούτσαρας, σε υψόμετρο περίπου 1.500 μ. Εκκλησιαστικά υπαγόταν στη μητρόπολη Κολωνείας και Νικοπόλεως. Οι κάτοικοί του κατάγονταν από το Σίμικλι της Αργυρούπολης και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή τη δεκαετία 1850-60. Είχε περίπου 955 κατοίκους Έλληνες που μιλούσαν ποντιακά και ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία.
Υπήρχαν όμως και πολλοί τεχνίτες, όπως ξυλουργοί, χαλκωματάδες, ραφτάδες, αρτοποιοί και κτίστες, οι οποίοι ξενιτεύονταν στη γειτονική Ρωσία. Λόγω της έλευσης του ρωσικού στρατού, ολόκληρος ο οικισμός εκτοπίστηκε το 1916 στις περιοχές της Τοκάτης, του Ζήλε και του Ακdαγμαντέν.
Η μαρτυρία του Λάζαρου Κοτσίδη περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
≈
Ένα χρόνο προτού να φύγουμε για την Ελλάδα, μας είπαν οι Τούρκοι της Αλούτζαρα: -«Μουbαdελέ ολdού».* Έτσι το μάθαμε. Στη Γαράσαρη κατάγραψαν οι Τούρκοι τις περιουσίες μας. Ύστερα ήλθε στην Κερασούντα ελληνική Επιτροπή· μας έδωσαν και συμπληρώσαμε κάτι έντυπα για τις περιουσίες που εγκαταλείπαμε. Δε θέλαμε να φύγουμε από τον τόπο μας· οι Τούρκοι μας ήταν καλοί. Μερικοί θέλανε να μείνουν οπωσδήποτε, αλλά η Επιτροπή είπε πως αυτό δε γίνεται.
Κάναμε τρισάγιο στους τάφους, βάλαμε σε κάσες τα εικονίσματα και τα ιερά σκεύη της εκκλησίας και ετοιμαστήκαμε να φύγουμε.
Λίγες μέρες πιο μπροστά βάλαμε να παίζουν οι κεμεντζέδες, οι ζουρνάδες και τα νταούλια και χορεύαμε. Οι Τούρκοι των γύρω χωριών απορούσαν για το κέφι μας.
Δεν ήθελαν να φύγουμε και μας έλεγαν: –«Χάσαμε τους καλούς γείτονες για να πάρουμε κοντά μας τ’ άγρια θηρία». Άγρια θηρία εννοούσαν τους Τούρκους πρόσφυγες από την Ελλάδα. Ακόμα δεν είχαν έρθει στα μέρη μας. Άκουαν όμως γι’ αυτούς πως δεν είναι καλοί άνθρωποι. Νοικιάσαμε κάρα και φορτώσαμε τα πράγματά μας.
Στις 5 Μαΐου του 1924 βγήκαμε στο δρόμο. Από πίσω μας ακολουθούσαν πολλοί Τούρκοι των γύρω χωριών· μας πρόσφεραν για το ταξίδι κότες κι αυγά και μας ξεπροβόδισαν ως δυο ώρες δρόμο. Την ώρα του χωρισμού έκλαιγαν πολύ οι Τούρκοι. Κλάψαμε και ‘μείς.
Τη νύχτα κοιμηθήκαμε στο ύπαιθρο έξω από το χωριό Τρουψή. Το πρωί πήγαμε στη Γαράσαρη, όπου και κάτσαμε δυο μέρες. Αυτή τη φορά νοικιάσαμε μουλάρια απ’ εκεί, και πήγαμε καβάλα ως την Κερασούντα. Περάσαμε από την Τάμζαρα, το Κατωχώρι όπου διανυχτερέψαμε, τη Λίτζασα. Ανεβήκαμε στο βουνό Εγρί Μπελ και διανυχτερέψαμε στο χωριό Ικίσου. Ύστερα περάσαμε από τα χωριά Κουλάκκαγια, Τας Χαν και φτάσαμε στην Κερασούντα.
Στο δρόμο ανταμωθήκαμε με τους Τούρκους πρόσφυγες, που είχαν έρθει από την Ελλάδα για να εγκατασταθούν στα χωριά μας. Μας είπαν ότι έρχονται από τα Καϊλάρια και μας συμβούλεψαν να ζητήσουμε να εγκατασταθούμε στο χωριό τους, γιατί ήταν εύφορος ο τόπος τους. Αυτό το βάλαμε στο νου μας. Στην Κερασούντα μείναμε σε ελληνικά σπίτια που οι κάτοικοί τους είχαν φύγει για την Ελλάδα πριν από δεκαπέντε μέρες.
Φύγαμε με το ελληνικό πλοίο «Ιωάννης Δαμασκηνός». Ήμασταν μέσα σ’ αυτό τρισήμιση χιλιάδες πρόσφυγες από όλον τον Πόντο.
Στην Πόλη δεν αράξαμε· στα Δαρδανέλλια έμεινε το πλοίο μια νύχτα και ύστερα τράβηξε κατ’ ευθείαν στον Πειραιά, στον Άι Γιώργη όπου μας είχαν καραντίνα. Εκεί υποφέραμε πολύ. Τις γυναίκες τις κούρεψαν με το ζόρι· δεν ήθελαν να κουρευτούν και τις κυνηγούσαν. Μας έβαλαν ξανά στο πλοίο και μας πήγαν στη Σαλονίκη. Μείναμε δεκαεφτά μέρες στο Χαρμάνκοϊ και απ’ εκεί τραβήξαμε στα Καϊλάρια.