Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν και ο πρόεδρος της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν συναντήθηκαν χθες στο ρωσικό θέρετρο Σότσι που βρίσκεται στα ανατολικά της Μαύρης Θάλασσας – ή, καθ’ ημάς, του Εύξεινου Πόντου. Ήταν η πέμπτη συνάντησή τους από την επιχειρούμενη επαναπροσέγγιση Ρωσίας-Τουρκίας.
Σημειωτέον ότι την παραμονή αυτής της συνάντησης ο Ρώσος πρόεδρος είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τον Ντόναλντ Τραμπ, και ακολούθως με τον τελευταίο θα συναντηθεί ο Τούρκος πρόεδρος στις 16-17 Μαΐου.
Ο πρόεδρος Ερντογάν συνοδευόταν από τον γαμπρό του και υπουργό Ενέργειας και Φυσικών Πόρων Μπεράτ Αλμπαϊράκ, τον υπουργό Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου, τον εκπρόσωπο της προεδρίας Ιμπραχίμ Καλίν, τον διευθυντή της MIT Χακάν Φιντάν και άλλους αξιωματούχους, επιχειρηματίες και δημοσιογράφους.
Οι συνομιλίες έγιναν σε καλό κλίμα, και οι δύο πρόεδροι αποτύπωσαν στις δηλώσεις και την κοινή συνέντευξη Τύπου το γεγονός ότι τα προβλήματα στις μεταξύ τους σχέσεις έχουν παραμεριστεί περισσότερο –και όχι λησμονηθεί– προς χάριν των γενικότερων συμφερόντων των χωρών τους, διμερών τε και περιφερειακών. Άλλωστε, το μεγάλο αγκάθι για την Τουρκία, που είναι γενικώς το Κουρδικό και ειδικώς η προστασία με την οποία οι ρωσικές δυνάμεις περιβάλλουν τους Κούρδους της Συρίας (SDF, PYD, YPG), δεν επιλύθηκε και ούτε μπορεί να επιλυθεί σύμφωνα και με τους μετριοπαθέστερους αναλυτές.
(Φωτ.: EPA / Alexander Zemlianichenk)
Οι Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις, που στην συντριπτική τους πλειονότητα αποτελούνται από Κούρδους, προελαύνουν σταθερά προς τη Ράκα σημειώνοντας εξαιρετικές επιτυχίες στα πεδία των μαχών, όπως η απελευθέρωση της Τάμπκας, μιας πόλης που κείται δυτικότερα της Ράκας, και μάλιστα χωρίς να προκληθεί καταστροφή λόγω του φράγματος που υπάρχει και είναι το μεγαλύτερο στη Μέση Ανατολή. Συγχρόνως διατηρούν την κυριαρχία της κατοχής των καντονιών στη βόρεια Συρία έχοντας οριστικά αποκόψει τη δυνατότητα των μαχητών του ISIS να βρίσκουν καταφύγιο στα τουρκικά εδάφη.
Επειδή ακριβώς οι Κούρδοι είναι ένας πολύτιμος σύμμαχος στον συριακό πόλεμο ενάντια στο λεγόμενο Ισλαμικό Κράτος, η Ρωσία έχει αποφασίσει να τους χρησιμοποιεί υπό τον όρο που έχουν θέσει οι ίδιοι οι Κούρδοι, ότι η Μόσχα θα φροντίζει να μην δέχονται πλήγματα από τον τουρκικό στρατό και τον τουρκοκαθοδηγούμενο Ελεύθερο Συριακό Στρατό στα μετόπισθεν. Φυσικά η ίδια συμφωνία έχει επιτευχθεί και με τις ΗΠΑ. Έτσι, η Ρωσία με χερσαία στρατεύματα προφυλάσσει το δυτικό καντόνι του Αφρίν και αποτρέπει με την παρουσία της τις τουρκικές σκέψεις για επίθεση. Συνεπώς, τη θηλιά που έχει περαστεί στον λαιμό της Τουρκίας και συναρτάται με τα γεωπολιτικά οφέλη των Κούρδων της Συρίας, ο πρόεδρος Πούτιν δεν την έβγαλε. Δεν ανακουφίστηκε η τουρκική αποστολή για το λόγο αυτόν.
Ωστόσο, είναι γεγονός ότι οι συνομιλίες κατά τα φαινόμενα είχαν αποτελέσματα και για την Τουρκία και τη Ρωσία.
Παραδείγματος χάριν, οι δύο πλευρές συμφώνησαν ότι επήλθε η κανονικότητα στις ρωσοτουρκικές σχέσεις. Μια κανονικότητα που είχε διαταραχθεί σε επικίνδυνο βαθμό μετά την κατάρριψη του ρωσικού μαχητικού από την τουρκική πολεμική αεροπορία τον Νοέμβριο του 2015, οδηγώντας τις δύο χώρες στα πρόθυρα σύγκρουσης. Μια κανονικότητα που υποτροπίασε όταν η Τουρκία επέβαλε κατ’ ουσίαν εμπάργκο στα ρωσικά σιτηρά, δεδομένου ότι αύξησε υπέρμετρα τους δασμούς για την εισαγωγή τους.
Η κατάρριψη του ρωσικού μαχητικού Su-24 (φωτ.: ΑΠΕ-EPA / Habertürk TV Channel)
Επιπροσθέτως, οι δύο ηγέτες συμφώνησαν στην αναγκαιότητα «ζωνών ασφαλείας» στη Συρία, για τις οποίες όμως, όπως χαρακτηριστικά είπε ο Πούτιν, απαιτείται περαιτέρω συζήτηση. Αυτό είναι ένα ζήτημα που θα έχει βάθος, διότι ακόμη και ο πρόεδρος των ΗΠΑ –τουλάχιστον prima facie– φαίνεται να συμφωνεί με τις ζώνες εκεχειρίας. Η Ρωσία πρότεινε επίσης στην Τουρκία να αναπτύξει δυνάμεις παρακολούθησης της τήρησης της εκεχειρίας που έχει επιτευχθεί εκ των συνομιλιών της Αστάνας, εξέλιξη που αν η Τουρκία την εκμεταλλευτεί θα αποκτήσει τη δυνατότητα παρέμβασης σε ευρείες εδαφικές εκτάσεις του ακόμη όρθιου συριακού κράτους.
Σε κάθε περίπτωση, διαπιστώθηκε μια σύγκλιση οικονομικών ως επί το πλείστον συμφερόντων, η οποία και επισφραγίστηκε με διάφορες συμφωνίες.
Ομαλοποιήθηκαν πλήρως οι διμερείς οικονομικές σχέσεις, και οι συμφωνίες για την κατασκευή του αγωγού Turkish Stream και του πυρηνικού εργοστασίου Ακούγιου προχώρησαν.
Το σημαντικότερο όμως ζήτημα που φαίνεται να στέφθηκε με επιτυχία είναι η συμφωνία Ρωσίας-Τουρκίας για την ίδρυση ενός Κοινού Επενδυτικού Ταμείου με κεφάλαιο ένα δισεκατομμύριο δολάρια. Αυτή η οικονομική κατασκευή είναι χρήσιμη και για τις δύο χώρες, διότι η οικονομία αμφοτέρων δεν είναι στο καλύτερο δυνατό σημείο της, εν τούτοις εάν χειριστεί ιδίως η Τουρκία αριστοτεχνικά την οικονομική σύζευξη που θα βασίζεται στο Ταμείο αυτό, θα είναι σε θέση –τουλάχιστον εν πολλοίς– να αντέξει τις οικονομικές πιέσεις που δέχεται η οικονομία της. Πλέον τούτου, το γεγονός ότι οικονομικά η Τουρκία στρέφει μέρος της προσοχής προς τη Ρωσία με την ίδρυση ενός τέτοιου ταμείου σηματοδοτεί και μια βαθύτερη αλλαγή ενδεχομένως της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, αλλά ίσως και απόπειρα γεωπολιτικού αναπροσανατολισμού της.
Παναγιώτης Μπαλακτάρης