Με την προηγούμενη σειρά των άρθρων μας αναδείξαμε τη σχέση της Δημοκρατίας, της Αξιοκρατίας και της Ορθόδοξης πίστης μας. Κι αυτό γιατί είπαμε ότι, κατά τη γνώμη μας, αν θέλουμε να δούμε Θεού πρόσωπο ως χώρα, θα πρέπει να ανακαλύψουμε ξανά τις πατροπαράδοτες αξίες του ελληνισμού. Αλλά στο θέμα της πίστης μας πρέπει να εμβαθύνουμε κι άλλο, για να ξεδιαλύνουμε και μερικές ακόμα έωλες αντιλήψεις.
Είναι λοιπόν μερικοί που περνιούνται για επιστήμονες, στις μέρες μας, που έχουν βαλθεί να πείσουν τον κόσμο με δήθεν «επιστημονικά» επιχειρήματα πως δεν υπάρχει Θεός. Θλίβομαι αφάνταστα. Όχι ως χριστιανός ορθόδοξος που λέω τάχατες πως είμαι, μα πιο πολύ σαν επιστήμονας που ’χει μοιραία μάθει ν’ αγαπά παράφορα την όμορφη αυτή κυρά που τη λένε λογική. Νομίζω πως η λογική, ο λόγος, είναι από τα πιο πολύτιμα δώρα του Θεού στον άνθρωπο. Και είμαι περήφανος σαν Έλληνας που οι πρόγονοί μας φρόντισαν να την καλλιεργήσουν, κι έτσι να βάλουν τα θεμέλια της επιστήμης και της φιλοσοφίας.
Στενοχωριέμαι, λοιπόν, με τον παραλογισμό αυτών των ανθρώπων που παρασέρνουν τον κοσμάκη να πιστεύει πως η επιστήμη κι η θρησκεία μας είναι έννοιες αντίθετες και συγκρουόμενες. Νομίζω πως ο πραγματικός επιστήμονας, αυτός που έχει αφιερώσει τη ζωή του στην ανακάλυψη και στην παραγωγή νέας γνώσης σχετικά με το πώς λειτουργεί ο κόσμος μας, απορρίπτει αυτήν την άποψη – κι αυτό ανεξάρτητα από το αν πιστεύει σαν και του λόγου μου
ή όχι.
Αυτή η απόρριψη βασίζεται πρώτα-πρώτα στην κοινή λογική.
Ο προφητάνακτας Δαβίδ ψάλλει «Είπεν άφρων εν τη καρδία αυτού, ουκ έστι Θεός». Δεν γράφει είπε ο άπιστος, ο ανήθικος ή ο κακός πως δεν υπάρχει Θεός. Αλλά ο άφρων. Με άλλα λόγια ο άλογος, ο παράλογος, αυτός που στερείται λογικής.
Και η λογική λέει πως το φιλοσοφικό ερώτημα περί της ύπαρξης του Θεού δεν μπορεί να προσεγγιστεί με επιστημονική μεθοδολογία. Δηλαδή δεν μπορεί κανείς να σχεδιάσει και να πραγματοποιήσει έναν πειραματισμό που με σταθερή επαναληψιμότητα θα απαντά αυτό το ερώτημα. Ούτε υπάρχει κάποια επιστημονική μέθοδος για να ανιχνεύσουμε την παρουσία του Θεού.
Το να περιπτωσιολογούμε με παραδείγματα από τον τρόπο που είναι φτιαγμένος ο –«πεπτωκώς» μετά το προπατορικό αμάρτημα– κόσμος μας κι από το πώς λειτουργεί η φύση και να συνάγουμε, τελικά, συμπεράσματα για την ύπαρξη ή την ανυπαρξία του Θεού, δεν είναι βέβαια επιστημονικά αποδεκτή μεθοδολογία. Το αντίθετο μάλιστα. Αυτή η προσέγγιση είναι γεμάτη λογικά κενά και λογικά άλματα, αμφισημίες και υποκειμενισμό. Οι εικασίες, οι απόψεις, οι πεποιθήσεις και τα πιστεύω του καθενός είναι σεβαστά, αλλά δεν έχουν σχέση με την επιστήμη, ακόμα κι όταν εκφέρονται από επιστήμονες.
Αυτό είναι γνωστό απ’ τα παλιά. Το λέει άλλωστε κι ο Τίμαιος στο προοίμιο της τοποθέτησής του, και παίρνει τον έπαινο του Σωκράτη. Λέει: «Αν λοιπόν, Σωκράτη, δεν καταφέρουμε να διατυπώσουμε απολύτως συνεπείς από κάθε πλευρά και ακριβείς συλλογισμούς για πολλά και ποικίλα ζητήματα –για τους θεούς και τη γέννηση του σύμπαντος–, μην εκπλαγείς. Μάλλον πρέπει να είμαστε ικανοποιημένοι αν καταλήξουμε στις πιο εύλογες εξηγήσεις, όταν αναλογιστούμε ότι τόσο εγώ που μιλώ όσο κι εσείς που κρίνετε έχουμε ανθρώπινη φύση· συνεπώς, πρέπει να αποδεχόμαστε για όλα αυτά την εύλογη εξιστόρηση και να μην επιδιώκουμε τίποτε περισσότερο».
Ισχυρίζομαι λοιπόν –και είμαι σίγουρος πως κανείς δεν μπορεί να αποδείξει το αντίθετο– πως είναι αδύνατο με τα μέσα που διαθέτει η επιστήμη σήμερα να αποδείξει κανείς με ορθό επιστημονικό τρόπο την ύπαρξη ή την ανυπαρξία του Θεού.
Ο λόγος είναι απλός. Οι αισθήσεις μας και όλα τα διαθέσιμα τεχνολογικά μέσα που τις υποβοηθούν, για να επιτευχθεί η επιστημονική παρατήρηση και η συλλογή των δεδομένων, δεν είναι ικανές να ανιχνεύσουν τη θεϊκή παρουσία. Η φύση και η ουσία του Θεού δεν μπορούν να γίνουν αντιληπτές, εξαιτίας του πεπερασμένου των ανθρώπινων δυνατοτήτων. Άλλωστε ο Θεός και Δημιουργός, ως έννοια και εξ ορισμού, είναι δυσθεώρητα ανώτερος των δημιουργημάτων Του, συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπου.
Κατά την ορθόδοξη θεολογία μας, ο Θεός αποκαλύπτεται στον άνθρωπο σύμφωνα με το θέλημά Του. Ο Θεός είναι Παντοδύναμος, Πάνσοφος, Πανάγαθος, αεί Ων, Πανταχού Παρών και Τα Πάντα Πληρών, Αναλλοίωτος, Άχρονος και Υπέρχρονος, Δημιουργός των Πάντων, Δίκαιος και Υπέρτατος Κριτής μας και Δωρεοδότης της αθανασίας μας. Με βάση αυτές Του τις ιδιότητες φαίνεται πως απέχουμε πολύ σε δυνατότητες από Αυτόν – θα ήταν μάλλον περίεργο να μπορούσαμε να προσεγγίσουμε την ύπαρξή Του με την επιστήμη μας.
Επομένως, στη δική μου λογική, η συζήτηση για την επιστημονική απόδειξη της παρουσίας του Θεού είναι απολύτως ανεδαφική και μάταιη. Η ύπαρξη του Θεού είναι θέμα πεποίθησης, πίστης, φιλοσοφίας και κοσμοθεωρίας του καθενός, αλλά όχι θέμα της επιστήμης. Προσωπικά, πιστεύω στον Θεό κατά τα δόγματα της ορθόδοξης Εκκλησίας μας, αλλά –πιστέψτε με– δεν νιώθω καμιά ανάγκη να αποδείξω επιστημονικά την παρουσία Του. Δεν μπορώ να μην αναρωτιέμαι, όμως, γιατί κάποιοι που δεν πιστεύουν, έχουν τέτοια ανάγκη να αποδείξουν επιστημονικά πως δεν υπάρχει. Αυτό στ’ αλήθεια μου φαίνεται κάπως παράδοξο, και νομίζω πως ξέρω κάποια παθογένεια που κρύβεται πίσω απ’ αυτό.
Δεν έχω καμία διάθεση να τους ψέξω για τα πιστεύω τους και τους αγαπώ κι αυτούς, όπως όλον τον κόσμο. Ούτε και θέλω να τους κουνήσω το δάχτυλο, να τους κρίνω και να τους «συμμορφώσω». Στ’ αλήθεια δεν νομίζω πως είμαι σε θέση.
Ο Θεός έχει ένα σχέδιο σωτηρίας και γι’ αυτούς, και θα ’μουν πολύ αστείος να πιστεύω πως ο Κύριος έχει ανάγκη από κανένα δικό μου θεολογικό λογύδριο –του κακού καιρού, έτσι που είμαι αθεολόγητος– υπέρ της ύπαρξής Του.
Πιστεύω όμως πως είναι ανάγκη και υποχρέωση να τους κρίνω για καθαρά επιστημονικούς λόγους και να προσπαθήσω να αποκαλύψω την παθογένεια στη λανθασμένη επιστημονική τους θέση, στάση και άποψη.
Μπορεί ο Κύριος να μη χρειάζεται υπεράσπιση, αλλά η επιστήμη πάντα την χρειάζεται, και σ’ αυτό το θέμα νομίζω πως δικαιούμαι –όχι λιγότερο από άλλους– να συμβάλω.
Για χάρη της επιστήμης, λοιπόν, στο επόμενο άρθρο θα αναλύσουμε την παθογένεια πίσω απ’ το ψευτοδίλημμα «Θεός ή επιστήμη».