Η αίσθηση του αδιεξόδου και μια παραίτηση που οδηγεί σε τυφλό μηδενισμό είναι το καθημερινό βίωμα των Ελλήνων πολιτών. Και η αίσθηση αυτή επιτείνεται, μετά την κατάρρευση και της τελευταίας ελπίδας, την οποία οι Έλληνες εναπέθεσαν στη σημερινή κυβέρνηση.
Τίποτε από εκείνο που θα συγκροτούσε μια «αριστερή πολιτική» όπως την οραματίστηκαν οι μεταπολιτευτικές γενιές (άλλο η γενιά της μεταπολίτευσης) δεν αναδύει η κυβέρνηση.
Ακόμη και μέσα στο ασφυκτικό πλαίσιο που επέβαλαν οι δανειστές, υπήρχαν πολιτικές και συμπεριφορές που θα απάλυναν τον πόνο και θα γεννούσαν ελπίδες.
Η στέρηση των υλικών αγαθών είναι σημαντική για τον άνθρωπο, αλλά περισσότερο και από αυτήν τον πονάει η περιφρόνηση, η ειρωνεία, η αίσθηση ότι τον μεταχειρίζονται σαν μάζα. Το θόλωμα του μυαλού στη σκέψη ότι δεν υπάρχει μέλλον, όχι για τον γονέα αλλά για τα παιδιά. Η κατάρρευση κάθε νοήματος της ζωής του.
Αν το ελληνικό κράτος δεν μπορεί να ευδοκιμήσει είναι –μεταξύ πολλών άλλων– διότι δεν κατάφερε ποτέ να εμπιστευτεί τους πολίτες του για να το εμπιστευτούν και αυτοί. Νιώθουν εχθροί ο ένας με τον άλλο. Η πρωτοβουλία για να αλλάξει αυτή η αρνητική συμπεριφορά ανήκει στην πολιτεία. Αυτή διαμορφώνει το πλαίσιο λειτουργίας της ελληνικής κοινωνίας. Από τους νόμους μέχρι τις ηθικές αντιλήψεις και τις αρχές. Δεν το κάνει όμως. Η χώρα δεν ανέδειξε, παρά ελάχιστες φορές στην ιστορία της, αυτό που οι Αμερικανοί λένε: statesman. Κάτι σαν ευπατρίδης, στην πολιτική.
Κούφια λόγια από χομπίστες της πολιτικής οδηγούν τη χώρα στην ίδια αδιέξοδη κατεύθυνση που ακολουθεί εδώ και χρόνια. Ο κόσμος, όμως, άλλα περίμενε. Η απογοήτευση είναι καθολική.
Ο πρωθυπουργός εμφανίστηκε την εβδομάδα που πέρασε στην τηλεόραση εν είδει τηλεαστέρος. Ουσιαστικά βγήκε να πει τον πόνο του γιατί η αντιπολίτευση δεν δέχθηκε να τον υποστηρίξει στη Βουλή για να περάσει τα δύσκολα νομοσχέδια και γιατί μια γερμανική εφημερίδα αμφισβήτησε τις ηγετικές του ικανότητες γράφοντας πως η Ελλάδα είναι «ακυβέρνητο καράβι». Αυτό τον πόνεσε, αντί να εγκύψει στην πολιτική των υπουργών του και να δώσει κατευθύνσεις σε όσα ζητήματα δεν απαιτούν χρήματα.
Η ελληνική νεολαία αντιμετωπίζει αδιέξοδα που αν δεν εκτονωθούν θα οδηγήσουν σε δραματικές εξελίξεις, σαν κι αυτές που βιώνει η Δύση με τη μαζική προσέλευση εφήβων, που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στις ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις, στις τάξεις των μαχητών του Ισλαμικού Κράτους.
Και δεν είναι μόνο αυτό. Η κυβέρνηση δεν μπορεί να διαμορφώσει πολιτική σε κανένα μεγάλο ζήτημα. Αντιθέτως, υπουργοί της νομίζουν πως ανέλαβαν τη θέση τους για να ικανοποιήσουν το χόμπι τους και αυτοσχεδιάζουν σε ζητήματα που έχουν σχέση με την επιβίωσή μας.
Το μεταναστευτικό είναι ένα τέτοιο τεράστιο θέμα για το οποίο μόνο ευχολόγια ακούγονται για το πώς
θα αντιμετωπιστεί.
Χώρες με παράδοση χρόνων στην υποδοχή μεταναστών, συνειδητοποιούν πως απέτυχαν στις πολιτικές τους είτε ήταν αφομοιωτικές προσπάθειες (Γαλλία) είτε πολυπολιτισμικές (Μ. Βρετανία, Βέλγιο). Συνειδητοποίησαν ξαφνικά πως αυτό που προσελκύει τους νέους στην τζιχαντιστική βία είναι μια αναζήτηση για την ταυτότητα, για το νόημα, για το να ανήκουν κάπου, για σεβασμό.
Ζούμε σε μια εποχή αυξανόμενης κοινωνικής αποσύνθεσης στην οποία πολλοί άνθρωποι αισθάνονται παράξενα απομονωμένοι από τους επικρατούντες κοινωνικούς θεσμούς. Έχει απορριφθεί η κυρίαρχη κουλτούρα, η κυρίαρχη ιδεολογία, η θρησκεία, τα πολιτικά κόμματα, τα συνδικάτα, καθετί που κοινωνικοποιούσε τον άνθρωπο. Και η εναλλακτική λύση δεν βρέθηκε ακόμη.
Στο παρελθόν αυτού του είδους η δυσαρέσκεια οδηγούσε σε εξεγέρσεις τύπου ’68. Σήμερα αυτά φαίνονται παρωχημένα. Την άνοιξη, οι στήλες αυτές τόλμησαν την πρόβλεψη πως κυοφορείται μια ριζοσπαστικοποίηση τύπου «Μάη του ’68». Δεν θα έχει τα ίδια χαρακτηριστικά, αλλά οι μηχανισμοί που την προκαλούν και η εκτόνωσή της μπορεί να είναι και βιαιότεροι. Οι κοινωνικές αλλαγές που θα ικανοποιήσουν αυτήν την εκτόνωση δεν είναι ακόμη ορατές.
Αντί να δώσει εργασιακές και νοηματικές διεξόδους στην ελληνική νεολαία, για να αποφευχθεί μια τυφλή εξέγερση, η «αριστερή κυβέρνηση» επιτείνει τα αδιέξοδα με μια εκμαυλιστική, λαϊκίστικη λογική και πολιτική, αμφισβητώντας το τελευταίο καταφύγιο του νέου ανθρώπου, να έχει την αίσθηση ότι ανήκει κάπου και αυτό το κάπου να ενδιαφέρεται γι’ αυτόν.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το απαράτ με το οποίο στελέχωσε το πιο κρίσιμο υπουργείο, το υπουργείο Παιδείας, και τα πειράματα που κάνει με θεσμούς που η αποδόμησή τους
θα επιτείνει το αδιέξοδο.
Εδώ και αρκετά χρόνια επιχειρήθηκε και στην Ελλάδα μια σταδιακή αλλά καθολική αναθεώρηση της νεοελληνικής ιστορίας. Όπως (εύστοχα) γράφει ο Καραμπελιάς στον δεύτερο τόμο του βιβλίου του για τη διαμόρφωση του νεότερου ελληνισμού, το οποίο θα παρουσιαστεί τη Δευτέρα στη Θεσσαλονίκη, «αφετηρία και θεμελιώδης επιδίωξη αυτής της νέας κυρίαρχης στους ακαδημαϊκούς κύκλους και τους δημοσιογραφικούς καλάμους αφήγησης, είναι η απόρριψη της συνέχειας του ελληνικού έθνους».
Δεν θα είχε καμιά σημασία η αναφορά στις ιδέες των ανθρώπων αυτών αν δεν κατάφερναν να κυριαρχήσουν σε καίριες θέσεις του δημόσιου βίου, εν είδει αλληλοϋποστηριζόμενης ομάδας, και αν οι επιλογές τους δεν επηρέαζαν καθοριστικά την εκπαιδευτική πολιτική της χώρας και τη διαμόρφωση των συνειδήσεων της νεολαίας. Το αποτέλεσμα των πειραμάτων και των προβληματισμών τους, εντελώς φαντασιακό, επιτείνει ακόμη περισσότερο την έλλειψη νοήματος των νέων ανθρώπων, έλλειψη που οδηγεί στο μηδενισμό.
Επιγραμματικά, η ομάδα αυτή, την οποία απαρτίζουν πολυσυζητημένα πρόσωπα, υποστηρίζει πως το ελληνικό έθνος δημιουργήθηκε με τη δημιουργία του ελληνικού κράτους. Φτιάξαμε το κράτος, δηλαδή, έπρεπε να δημιουργηθεί και ένα έθνος. Όπως είπε ο Ματσίνι για την Ιταλία, «φτιάξαμε την Ιταλία, καιρός να δημιουργήσουμε και τους Ιταλούς». Δεν ξέρω πόσο επηρέασαν οι μεταπτυχιακές σπουδές στην Ιταλία του ηγήτορα της ομάδας αυτής για να επιχειρήσει τη φαντασιακή θέσμιση του ελληνικού έθνους.
Σύμφωνα με τους αποδομητές συγγραφείς, η προκρατική συνείδηση των Ελλήνων ήταν απλώς «θρησκευτική», χωρίς εθνική διάσταση. Ο δυτικός Διαφωτισμός υπήρξε το αποφασιστικό στοιχείο στη διαμόρφωση της ελληνικής επαναστατικής και εθνικής συνείδησης.
Οι περισσότεροι από αυτούς έχουν «αριστερή» πολιτική τοποθέτηση. Είναι οι οργανικοί διανοούμενοι του ΣΥΡΙΖΑ.
Γι’ αυτό έχει σημασία η αναφορά στον Νίκο Σβορώνο: «Από τον 11ο αιώνα και μετά» έγραψε ο μεγάλος ιστορικός, «ο μόνος λαός που αποτελεί την αυτοκρατορία είναι οι Έλληνες. Όλοι οι άλλοι έχουν ανεξαρτητοποιηθεί, ενώ ο 18ος αιώνας διαμορφώνει τις προϋποθέσεις της δημιουργίας του ανεξάρτητου κράτους, της εθνικής ιδέας ως εθνικού προτάγματος.
»Η προσφορά της αστικής τάξης», συνεχίζει ο Σβορώνος, «είναι για μένα η σύλληψη της επαναστατικής λύσης για το εθνικό ζήτημα. Δεν την εξετέλεσε μόνη της, όμως, την συνέλαβε. Η σύνδεση της αστικής τάξης είναι με την έννοια του εθνικού κράτους. Όχι με την έννοια του έθνους που την έχουν διαμορφώσει πολύ πριν οι διάφοροι λαοί».
Δυστυχώς, ακόμη δεν έχουμε δει τίποτε.