Υπάρχουν αυτές οι ιστορίες που όταν τις διαβάζει κανείς νιώθει πως κάπου τις έχει ξανακούσει – αλλά δεν θυμάται αν ήταν σε κάποιο οικογενειακό τραπέζι ή σε κανένα παλιό περιοδικό.
Ε, κάπως έτσι και με αυτήν εδώ: Είναι μίγμα παράδοσης, μύθου, αναμνήσεων και ποντιακού χιούμορ.
Ας μπούμε λοιπόν στο κλίμα ενός πολέμου που… μάλλον δεν συνέβη ποτέ, αλλά θα θέλαμε να είχε γίνει!

Στα πολύ παλιά χρόνια έγινε ένας πόλεμος μεταξύ Κερασουντίων και Σουρμενιτών. Οι ιστορικοί δεν εξακρίβωσαν ακόμα ποια εποχή εκηρύχθη αυτός ο πόλεμος, όπως δεν κατώρθωσαν να εξακριβώσουν και τα αίτιά του.
Ίσως ο πόλεμος αυτός να έγινε πολλά χρόνια πριν απ’ την αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, όταν ακόμη οι διάφορες πολιτείες του Πόντου, αν και πολιτικώς υπήγοντο σ’ ένα οποιοδήποτε κράτος, εφύλαγαν, ωστόσο, την ανεξαρτησία τους την τοπική και πολλές φορές έλυναν τις συνοριακές και άλλες διαφορές τους με τα όπλα.
Αφορμή σ’ αυτόν τον πόλεμο ίσως να στάθηκε η αρπαγή καμμιάς καινούργιας ωραίας Ελένης της Κερασούντας από κανένα καινούργιο Πάρη των Σουρμένων, ίσως και το κούρσεμα κανενός κερασουντέικου καραβιού από κανένα σουρμενίτικο.
Αλλά τι μας χρειάζεται η εποχή, τα αίτια και η αφορμή αυτού του πολέμου. Γι’ αυτά ας σπάζουν τα κεφάλια τους οι ιστορικοί.
Εμάς μας ενδιαφέρει αν αυτός ο πόλεμος έγινε στην πραγματικότητα, πράγμα που διακηρύχτηκε από πολλές ιστορικές αυθεντίες.
Λοιπόν την κήρυξη του πολέμου μας την κάνανε πρώτοι οι Κερασούντιοι.
Ας παραδεχτούμε, έτσι για να ’χη περισσότερο ενδιαφέρον η ιστοριούλα μας, την ύπαρξη της ωραίας Κερασούντισσας και του ωραίου Σουρμενίτη.
Τώρα, βέβαια, θα πήτε πως το πρώτο, για την ωραία Κερασούντισσα στέκει και πολύ μάλιστα, γιατί οι κοπέλλες της Κερασούντας ήσαν οι ομορφότερες κοπέλλες του Πόντου, μα για το δεύτερο, για τον ωραίο Σουρμενίτη… Έχετε δίκαιο. Οι Σουρμενίται όμορφοι δεν υπήρξαν ποτέ, αυτό όμως δεν μας πειράζει, αφού τον παίρνουμε έτσι, για να μας βοηθήση στο ξετύλιγμα της υποθέσεως της ιστορίας μας.

Λοιπόν, δέκα καράβια, καλά αρματωμένα, με αρκετό στράτευμα, σαλπάρανε απ’ το λιμάνι της Κερασούντας και τη νύχτα της άλλης μέρας έμπαιναν στο λιμάνι των Σουρμένων.
Κανένα σουρμενίτικο καράβι στο λιμάνι. Φαίνεται πως βγήκαν για το ευχάριστο κυνήγι τους, για το κούρσεμα.
Οι Κερασούντιοι, λοιπόν, αποβιβάστηκαν με μεγάλες προφυλάξεις και επολιόρκησαν το κάστρο απ’ όλες τις μεριές.
Το πρωί, όταν ξύπνησαν οι Σουρμενίται είδαν τον εχθρό να τους έχει ζωσμένους. Ήρχισαν στα γρήγορα να ετοιμαστούν για ν’ αποκρούσουν την επίθεση των Κερασουντίων. Εκείνοι όμως πριν αναλάβουν επίθεση έστειλαν πρεσβεία στον αφέντη των Σουρμένων και ζητούσαν: Πρώτον, την απόδοση της ωραίας Ελένης. Δεύτερον, την αυστηρά τιμωρία του αυθάδη Πάρη. Και τρίτον την άμεση καταβολή αποζημίωσης για ψυχική οδύνη, και την ετησία καταβολή φόρου υποτελείας εις την πολιτείαν της Κερασούντας, για να λύσουν την πολιορκία του κάστρου τους και να φύγουν αμέσως.
Ο αφέντης των Σουρμένων, καταληφθείς απροετοίμαστος και χωρίς κανένα καράβι, ήταν έτοιμος να δεχτή τους βαρείς όρους του εχθρού, μα πετάχτηκε εμπρός ο Πάρης, δοκίμασε να τους καταφέρη με την εξυπνάδα του, και είπε στους απεσταλμένους τούτα τα λόγια:
—«Γενναίοι κι’ ευγενικοί μου αρχόντοι. Ο θυμός σας είναι δίκαιος, κι’ η δίψα που καίει τα σωθικά σας για να ξεπλύνετε την προσβολή που έκανα στην ξακουσμένη πολιτεία σας, ακόμα πιο δίκαιη. Μα όσο ένοχος είμαι εγώ, άλλο τόσο είναι ένοχη και η ωραία σας Ελένη. Δεν λέω… την έκλεψα. Μα γιατί δεν έκλεψα καμμιά Τραπεζούντισσα! Πόσες και πόσες φορές δεν φιλοξενήθηκα στα καλύτερα αρχοντικά της Τραπεζούντας. Γιατί δεν έκλεψα καμμιά Πλατανίτισσα, καμμιά Ορτουλίτισσα, καμμιά Ριζούντισσα; Γιατί;
»Είστε όλοι γνωστικά και σοφά κεφάλια, αυτό δα το μαρτυρούν τα κάτασπρα μαλλιά σας και το ευγενικό σας παρουσιαστικό. Θα κάνατε τρομερή αδικία αν δε ρίχνατε και σε μένα λιγάκι δίκιο.
»Ποιος φταίει αν ξέρετε να κάνετε τόσο όμορφα κορίτσια; Όμορφα, πεντάμορφα, που να μην παραβγαίνη με την τελευταία σας η πρώτη της οικουμένης όλης.
»Όταν είδα για πρώτη φορά τις όμορφες Κερασούντισσες έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Τόσος ήταν ο ενθουσιασμός μου. ‘Αλλ’ όταν αντίκρυσα την πεντάμορφη Ελένη… ε, τότε τα ’χασα κυριολεκτικά. Έγινα τρελλός και πάνω στην τρέλλα μου έκανα ό,τι έκανα. »Την έκλεψα, ναι, δεν τ’ αρνούμαι, μα αν δεν ήμουνα τρελλός θα την έκλεβα;»
— «Και βέβαια ήσουνα τρελλός νάτήν κλέψης, γιατί μονάχα ένας τρελλός αποφασίζει να κλέψη γυναίκαν – διέκοψε με την τραχειά φωνή του και σβυρίζοντας το τελικό ν, ο στρατηγός των Κερασουντίων».
Εδώ πρέπει να σημειώσουμε, πως ο στρατηγός, από κάποιο χτύπημα που πήρε στο κάτω σαγόνι, από ένα εχθρικό κοντάρι, επρόφερε ελαττωματικά, τα δε τελικά ν της κουβέντας του τα σβύριζε μ’ ένα παράξενο τρόπο, που πολλές φορές προκαλούσαν τα γέλοια.
— «Μα θα γινόμουνα τρελλός, αν δεν ήταν τόσο όμορφη η Ελένη σας; – εσυνέχισε με την ίδια στομφώδικη πειστικότητα ο Πάρης. — Εσείς, που ξέρετε να φτιάνετε με τέτοια τέχνη τόσο όμορφα κορίτσια, και που είστε όλοι σοφά και δίκαια κεφάλια, θα θελήσετε να μου καταπατήσετε το δίκιο; Περιμένω ήσυχος την απόφασή σας».

Τα λόγια του Πάρη έκαναν μεγάλη εντύπωση στους πρέσβεις και έφεραν το αποτέλεσμα που περίμενε.
—«Νέε, –είπε ο γεροντώτερος– αλήθεια είναι πως είμαστε όλοι σοφά και δίκαια κεφάλια και μας τιμά ιδιαίτερα η αναγνώριση αυτή κι’ από μέρους των εχθρών μας. Είν’ αλήθεια ακόμα πως οι δίκαιες πράξεις μας, στάθηκαν πάντα καύχημα για την πολιτεία μας. Κι’ από δίκαιη πράξη κινούμενοι τρέξαμε εδώ να τιμωρήσουμε τον άρπαγα της ωραίας μας Ελένης.
»Μα κι’ από δίκαιη πράξη πάλι κινούμενοι, ύστερα απ’ τα ωραία σου λόγια, βγάζουμε την εξής απόφαση:
»Όχι, δεν φταις εσύ για την αρπαγή της ωραίας μας. Είν’ όμορφη, πιο όμορφη κι’ απ’ τον ήλιο, πως λοιπόν θα μπορούσες ν’ ανθέξης στον πειρασμό; Πώς να μη την κλέψης; Γι’ αυτό σε συγχωρούμε. Δόστε μας πίσω την ωραία Ελένη, το καύχημα της πολιτείας μας και θα γυρίσουμε αμέσως πίσω χωρίς καμμιάν αποζημίωση».
— «Εγώ δεν δέχομαι αυτήν την συμφιλίωσιν – φώναξε ο στρατηγός χτυπώντας ξανά τα τελικά ν. — Αν δεν δεχθήτε τους όρους μας ως το μεσημέρι, θα σας επιτεθώ και θα κάνω το κάστρο σας στάχτη» – και αφού εγύρισε στην πόρτα, έφυγε επιδεικτικά, ακολουθούμενος απ’ τ’ άλλα μέλη της πρεσβείας, που φανέρωναν μεταξύ τους τη δυσφορία τους και την έκπληξή τους για τη στάση του στρατηγού τους.
![]()
Το μεσημέρι, όταν η διορία που έταξε ο στρατηγός στους Σουρμενίτες εξέπνευσε, άρχισε ο πόλεμος. Στην αρχή κάτι πήγαιναν να κάνουν οι Σουρμενίτες, μα γρήγορα κατάλαβαν, πως αν δεν πρόφτανε ο στόλος τους, το κάστρο θα ’πεφτε πολύ γρήγορα. Ο στόλος τους όμως δεν φάνηκε και το κάστρο κατά το σούρουπο γονάτιζε μπροστά στο γενναίο εχθρό τους.
Τότε άρχισαν οι διαπραγματεύσεις για την ειρήνη.
Οι Κερασούντιοι, νικητές πιά, έθεσαν βαρύτερους όρους στους Σουρμενίτες.
— «Οι όροι σας είναι πολύ βαρείς», τόλμησε να ψιθυρίση ο αφέντης των Σουρμένων.
— «Τίποτα!.. ‘Απαιτώ παραδοχήν όλων των όρων», εκραύγασε ο στρατηγός των Κερασουντίων, – χτυπώντας απότομα τη γροθιά του πάνω στο τραπέζι. Το σφύριγμα όμως των τελικών ν ήταν τόσο παράξενο, ώστε έκανε όλους τους Κερασουντίους που τον ακολουθούσαν να χαμογελάσουν. Ο στρατηγός κατακόκκινος απ’ το θυμό του, γυρίζει και λέει στους συμπατριώτας του:
— «Κι’ αυτό σας το ειρωνικό χαμόγελο θα το πληρώστε πολύ ακριβά. Θα σας μάθω ‘γώ πως προφέρουνε το ν, χωρίς να χαμογελούν όσοι τ’ ακούγουνε».
Και αφού πάλι εστράφη στον αφέντη των Σουρμένων, εσυνέχισε.
— «Προσθέτω και τελευταίο όρο για τη σύναψη της ειρήνης: Ν’ απαγορευτή στους Σουρμενίτες η χρήση του τελικού ν στη γλώσσα τους και να γίνη η προσθήκη του πλάι στο τελικό ν των Κερασουντίων».

Όλοι οι όροι του στρατηγού γένηκαν δεκτοί, κ’ οι Κερασούντιοι έφυγαν συναποκομίζοντες μαζί με τα άλλα λάφυρα και το τελικό ν των Σουρμενιτών. Μάλιστα μερικοί απ’ τους ιστορικούς διατείνονται, πως έφτασαν στην Κερασούντα με τα καράβια τους στολισμένα με σημαίες, που είχαν στο κέντρο τους ζωγραφισμένο το ν των Σουρμενιτών.
Ο στρατηγός επέβαλε στα σχολειά και σ’ όλους να χτυπούν το τελικό ν, εκείνος δε που παρέβαινε την διαταγή του, κατεδιώκετο αμείλικτα και εθεωρείτο προδότης.
Κι’ έτσι από τότε, οι μεν Σουρμενίται δεν προφέρουν το τελικό ν, σύμφωνα με τους όρους της ειρήνης που υπέγραψαν, και με την τιμιότητα που τηρούσαν τις συμφωνίες τους, οι δε Κερασούντιοι το προφέρουν διπλασιασμένα, χτυπητά, για να διακηρύξουν εις τους αιώνες των αιώνων τη μεγάλη τους νίκη κατά των Σουρμενιτών.
Γιώργης Κεράσης
















