Ο Κώστας Τσάκωνας υπήρξε μια από τις πιο χαρακτηριστικές φιγούρες της ελληνικής κωμωδίας. Ένας λαϊκός άνθρωπος με ευγένεια, αυθεντικότητα, και μια φυσική αίσθηση του χιούμορ που δεν διδάσκεται. Ο τρόπος που έλεγε τις ατάκες του, η χαρακτηριστική προφορά, το μουστάκι, το βλέμμα που ταλαντευόταν ανάμεσα στο πηγαίο γέλιο και στη μελαγχολία, τον καθιέρωσαν ως έναν από τους πιο αγαπημένους κωμικούς των δεκαετιών του ’80 και του ’90.
«Εγώ έχω το χάρισμα ότι γεννήθηκα με τη φάτσα και τη φωνή του Καραγκιόζη» είχε πει σε συνέντευξή του, επιβεβαιώνοντας πως και ο αυτοσαρκασμός ήταν ένα από τα δυνατά στοιχεία του χαρακτήρα του.
Όμως, πίσω από την κωμική περσόνα του «λαϊκού τύπου», υπήρχε ένας βαθιά σκεπτόμενος άνθρωπος, ένας καλλιτέχνης που γνώρισε επιτυχία, αλλά και σκληρές δοκιμασίες – τόσο στη σκηνή όσο και στη ζωή.

Τα πρώτα χρόνια – Από τη βιοπάλη στο σανίδι
Ο Κώστας Τσάκωνας γεννήθηκε στην Αθήνα στις 12 Οκτωβρίου 1943, μέσα στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής. Από μικρός βγήκε στη βιοπάλη· μόλις 11 ετών εργαζόταν ήδη, ενώ ταυτόχρονα φοιτούσε σε νυχτερινό σχολείο.
Η ανάγκη για επιβίωση, αλλά και η έμφυτη αγάπη του για τη ζωή και τους ανθρώπους, τον διαμόρφωσαν σε έναν άνθρωπο γήινο, απλό και αυθεντικό.
Αρχικά σπούδασε ηλεκτρολόγος μηχανικός στη Διπλάρειο Σχολή, όμως το μικρόβιο του θεάτρου δεν τον άφησε ήσυχο. Γράφτηκε στη Δραματική Σχολή του «Λαϊκού Πειραματικού Θεάτρου» του Λεωνίδα Τριβιζά και στη Σχολή «Βεάκη». Εκεί άρχισε να ξεδιπλώνει το ταλέντο του, να καταλαβαίνει πως η σκηνή ήταν το φυσικό του περιβάλλον και ότι μέσα από την υποκριτική μπορούσε να επικοινωνεί ουσιαστικά με τον κόσμο.
Η πρώτη του επαφή με τον κινηματογράφο ήρθε εντελώς τυχαία, όταν συμμετείχε σε μια ταινία μικρού μήκους του φίλου του Κώστα Ζυρίνη. Αυτή η μικρή εμπειρία υπήρξε ο σπόρος που θα φύτρωνε γρήγορα. Από εκείνη τη στιγμή, ο Τσάκωνας άρχισε να χτίζει βήμα-βήμα μια πορεία που θα τον καθιέρωνε στο ελληνικό κοινό.
Από το θέατρο στη μεγάλη οθόνη
Τα πρώτα θεατρικά βήματά του τα έκανε σε επιθεωρήσεις και κωμωδίες, είδος που ταίριαζε απόλυτα στη φυσιογνωμία του και στον τρόπο που αντιλαμβανόταν την κοινωνική σάτιρα. Στη σκηνή τού άρεσε να σχολιάζει την πολιτική και την επικαιρότητα με τρόπο ευθύ, χωρίς περιστροφές, αλλά πάντα με χιούμορ.
Ήταν ο κωμικός που μπορούσε να κάνει τον θεατή να γελάσει με τα πιο σοβαρά ζητήματα, γιατί πίσω από την πλάκα υπήρχε αλήθεια.
Η δεκαετία του 1980 ήταν η εποχή που ο Κώστας Τσάκωνας γνώρισε τη μεγαλύτερη αναγνώριση. Το 1981 ο Θόδωρος Μαραγκός του έδωσε το ρόλο που θα τον καθιέρωνε μια και καλή στη συνείδηση του κόσμου: το ρόλο του νεαρού ιδεολόγου στην ταινία Μάθε παιδί μου γράμματα.
Η ταινία, μια κοινωνικοπολιτική σάτιρα της εποχής, έμεινε στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου. Ο δε Τσάκωνας παρέδωσε στο κοινό έναν από τους πιο χαρακτηριστικούς μονολόγους που έχουν γραφτεί ποτέ.
Ο μονόλογος του νέου που επιστρέφει στο χωριό του και ξεσπά για τη διαφθορά, τον ραγιαδισμό και την αδικία, δεν ήταν απλώς μια σκηνή.
Ήταν ένας καθρέφτης της ελληνικής κοινωνίας, και ο Κώστας Τσάκωνας, με τη φυσική του ερμηνεία, της έδωσε ψυχή. Πολλοί θεωρούν πως εκείνη η στιγμή αρκούσε για να τον κατατάξει στους σημαντικούς ηθοποιούς του ελληνικού κινηματογράφου.
Ακολούθησαν δεκάδες συμμετοχές σε βιντεοταινίες, την εποχή που η βιντεοκασέτα γνώριζε τεράστια άνθηση. Ταινίες όπως Κλασική περίπτωση βλάβης, Η μεγάλη απόφραξη, Οι Πόντιοι, Η γυναικάρα απ’ το Κιλκίς, και πολλές άλλες, έγιναν κομμάτι της λαϊκής κουλτούρας των Ελλήνων. Εκείνος, με το ιδιαίτερο στυλ του, κατάφερε να σταθεί δίπλα σε ιερά τέρατα της κωμωδίας όπως ο Θανάσης Βέγγος, ο Σωτήρης Μουστάκας, ο Στάθης Ψάλτης και ο Κώστας Βουτσάς, χωρίς ποτέ να χάσει τη δική του ταυτότητα.

Το φιζίκ του λαϊκού ήρωα
Ο Κώστας Τσάκωνας δεν ήταν ο γοητευτικός, «γυαλιστερός» ηθοποιός. Ήταν ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας, ο πατέρας, ο γείτονας, ο μικρομεσαίος Έλληνας με τις απογοητεύσεις και τα όνειρά του.
Tα αδρά χαρακτηριστικά του, το αυθεντικό γέλιο, η ειλικρίνεια στο βλέμμα του, τον έκαναν οικείο.
Δεν προσποιήθηκε ποτέ. Ήταν λαϊκός χωρίς επιτήδευση. Πολλές φορές, όπως θυμούνται φίλοι του, καθόταν στις καφετέριες της πλατείας Βικτωρίας, έπινε ελληνικό καφέ και έπαιζε το κομπολόι του. Όποιος τον πλησίαζε, τον έβρισκε απλό, ευπροσήγορο, γεμάτο καλοσύνη και διάθεση για κουβέντα.
Το ύφος του, ελαφρώς μελαγχολικό, έδινε στους ρόλους του μια βαθύτερη διάσταση. Ο Κώστας Τσάκωνας μπορούσε να κάνει το κοινό να γελάσει, αλλά και να συγκινηθεί σχεδόν ταυτόχρονα. Ήταν ο κωμικός που δεν φοβόταν να δείξει την ευαισθησία του. Ο αυτοσαρκασμός του ήταν η δύναμή του και το σαρδάμ ή η «στραβή» εκφορά λόγου δεν τον υπονόμευαν. Τον έκαναν ακόμη πιο αγαπητό.
Στο θέατρο διέπρεψε ιδιαίτερα στην επιθεώρηση, ένα είδος που αγαπούσε βαθιά. Με τις ερμηνείες του σατίριζε με τόλμη τα κόμματα εξουσίας, την πολιτική υποκρισία και την κοινωνική αδικία. Ήταν από τους λίγους ηθοποιούς που μπορούσαν να γελάσουν με την εξουσία, αλλά και να κάνουν την εξουσία να γελάσει με τον εαυτό της. Το κοινό τον λάτρευε γιατί έβλεπε στο πρόσωπό του κάτι αληθινό.

Το ατύχημα και οι δυσκολίες
Το 2004 η ζωή του άλλαξε δραματικά. Ένα δέντρο έπεσε πάνω του, προκαλώντας του σοβαρό τραυματισμό στο κεφάλι. Η ανάρρωση ήταν δύσκολη, και τα προβλήματα υγείας που προέκυψαν δεν του επέτρεψαν να συνεχίσει τη θεατρική του δράση με την ίδια ένταση. Το 2010 υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο, που τον άφησε με κινητικά προβλήματα.
Παρ’ όλα αυτά, δεν έχασε ποτέ το χιούμορ και την αξιοπρέπειά του. Το 2014 διαγνώστηκε με καρκίνο στην ουροδόχο κύστη, αλλά και τότε παρέμεινε δυνατός, αντιμετωπίζοντας την ασθένεια με στωικότητα.
Η οικονομική του κατάσταση, στο μεταξύ, επιδεινώθηκε. Οι ρόλοι είχαν λιγοστέψει και η υγεία του δεν του επέτρεπε να εργάζεται. Κάποια στιγμή, είχε δηλώσει πως σκέφτηκε ακόμη και απεργία πείνας για να διαμαρτυρηθεί για την αδιαφορία του κράτους προς τους καλλιτέχνες που βρίσκονταν σε ανάγκη. Παρ’ όλα αυτά, υπερήφανος όπως ήταν, αρκέστηκε να πει σε κάποια συνέντευξή του εκείνο το διάστημα πως είχε φροντίσει να αποταμιεύσει τα απαραίτητα για τα γεράματά του.
Ο σεβασμός προς την τέχνη
Παρά τα προβλήματα υγείας, δεν έπαψε ποτέ να αγαπά το θέατρο. Ήθελε να ξαναβγεί στο σανίδι, όμως συγκρατήθηκε, έχοντας πάντα στη μνήμη του μια φράση που του είχε πει ο Νίκος Σταυρίδης: «Ποτέ μη ζητήσεις να παίξεις και να λένε “τον καημένο, πώς κατάντησε”. Ο ηθοποιός εκπέμπει φως, όχι μιζέρια».
Αυτή η φράση έγινε οδηγός ζωής για τον Κώστα Τσάκωνα. Ήξερε πως ο ηθοποιός πρέπει να αποχωρεί με αξιοπρέπεια, όχι να προκαλεί οίκτο. Και έτσι έκανε.
Η μάχη και το τέλος
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στην Κόρινθο, κοντά στους δικούς του ανθρώπους. Δεν μπορούσε να περπατήσει για πολλή ώρα, αλλά το μυαλό του παρέμενε καθαρό και το χιούμορ του ζωντανό. Έδινε τη μάχη του με τον καρκίνο αθόρυβα.
Στις 4 Νοεμβρίου 2015, ο Κώστας Τσάκωνας έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 72 ετών. Είχε προηγηθεί πενταετής ταλαιπωρία από το εγκεφαλικό και τον καρκίνο. Έφυγε ήσυχα, όπως ήρεμος και γήινος υπήρξε πάντα.
Η είδηση του θανάτου του προκάλεσε συγκίνηση. Συνάδελφοι, σκηνοθέτες και κοινό μίλησαν για έναν σπουδαίο ηθοποιό, έναν τίμιο άνθρωπο και έναν πραγματικό εκπρόσωπο του λαϊκού πολιτισμού. Ο σκηνοθέτης Νικόλας Τριανταφυλλίδης έγραψε τότε: «Αντίο, υπέροχε άνθρωπε, και σε ευχαριστούμε για όλα. Ο λαϊκός αγοραίος πολιτισμός μας είναι πλέον ακόμη πιο φτωχός – βορά των χίπστερς και των εκσυγχρονιστών».
Ο Κώστας Τσάκωνας δεν υπήρξε ποτέ σταρ με τη σημερινή έννοια. Ήταν κάτι πιο σπάνιο: ένας αυθεντικός άνθρωπος που δεν φοβόταν να εκτεθεί, να αυτοσαρκαστεί, να γελάσει με τα ελαττώματά του και να δείξει την ανθρώπινη πλευρά του. Ήταν ο καθρέφτης του Έλληνα που παλεύει, που δεν τα παρατάει, που βρίσκει το κουράγιο να γελάει ακόμη και μέσα στη δυσκολία.
Οι ρόλοι του, από το Μάθε παιδί μου γράμματα μέχρι τις πιο «τρας» βιντεοκωμωδίες, έχουν περάσει στη συλλογική μνήμη όχι για την τελειότητά τους, αλλά για την αλήθεια τους. Κι αυτή την αλήθεια την κουβαλούσε μέσα του.
Ήταν ο άνθρωπος που «έσπαγε πλάκα», αλλά και που μπορούσε, μέσα από την πλάκα, να πει τα πιο σοβαρά πράγματα. Ένας κωμικός με ψυχή, που δεν έπαιζε απλώς ρόλους, αλλά ζούσε κάθε στιγμή του πάνω στη σκηνή.
















