Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με ακροστιχίδα: «Του ταπεινού Ρωμανού τούτο το ποίημα». Διαβάστε το Μέρος Α’ και το Μέρος Β’.
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
ιβ’. Ξεκάθαρα τότε τους λέν’ οι συνετές εκείνες: «Πηγαίντε εκεί στην αγορά στους πωλητές που υπάρχουν
και δείτε αν μπορέσετε λάδι να αγοράσετε έστω κι αυτήν την ώρα».
Και τούτες ως ανόητες ‒ανόητες ήταν πάντοτε, ανόητες και τώρα‒, τον εαυτό ξεγελούν και τρέχουν ν’ αγοράσουν,
την ώρα αυτή που η αγορά ολόκληρη έχει κλείσει και ως γνωστόν την ώρα αυτή πραμάτεια δεν υπάρχει.
Πάει της πραμάτειας ο καιρός, πέρασε ‒ δεν γυρίζει. Ο χρόνος ήρθε κι έκλεισε τον άκαρπο τον δρόμο που διάλεξαν οι ανόητες.
Μα η κίνηση που έκαναν να πάνε τέτοιαν ώρα στην αγορά να ψάχνουνε, μάς δείχνει πεντακάθαρα την τόση ταραχή τους
κι αποδεικνύει ατράνταχτα τη σύγχυση που είχανε όλες μέσα στον νου τους.
Σαν να μην είχανε μυαλό καθόλου στο κεφάλι, ζητούσαν κάτι άπιαστο, αδύνατο τελείως.
Γι’ αυτό και δεν απόκτησαν
το άφθαρτο, το αιώνιο, το αμάραντο στεφάνι.
ιγ’. Όταν, βεβαίως, για τα καλά το συνειδητοποίησαν, πως οδηγούσε στον γκρεμό ο δρόμος που ’χαν πάρει και γύρισαν οι πέντε τους και
είδανε ‒αλίμονο!‒ πως του Χριστού ο Νυμφώνας, ήτανε πια γι’ αυτές κλειστός και μέσα δεν θα μπαίναν,
όλες μαζί με μια φωνή πικρή και πονεμένη, με στεναγμούς και δάκρυα έκραζαν κι έτσι λέγαν:
«Η πόρτα Σου είναι, Αθάνατε, φιλανθρωπίας πόρτα! Για εμάς αν θέλεις άνοιξ’ την!
Για εμάς που υπηρετήσαμε κρατώντας παρθενία το κράτος σου το άγιο».
Τότε ο Βασιλέας έτσι τους ανταπάντησε και τους βροντοφωνάζει:
«Δεν είναι ανοιχτή για εσάς η πόρτα που ζητάτε, ούτε η Βασιλεία μου,
γιατί δεν σας γνωρίζω. Δεν έχετε δουλειά εδώ και φύγετε απ’ τη μέση,
αφού δεν βλέπω να έχετε, δεν βλέπω να φοράτε
το άφθαρτο, το αιώνιο, το αμάραντο στεφάνι.
ιδ’. Μόνο που τον ακούσανε ‒Αυτόν τον ίδιο‒ τον Χριστό, τον Βασιλέα των πάντων, που βροντοφώναξε σ’ αυτές τις πέντε και τους είπε:
«Δεν σας γνωρίζω εγώ εσάς· ποιες είστε ούτε που ξέρω», γέμισαν όλες ταραχή
και κλαίγοντας φωνάζαν: «Κριτή μας Δικαιότατε, αγνεία εμείς τηρήσαμε
και ασκηθήκαμε πολύ, καθώς εγκράτεια είχαμε στα πάντα όπως πρέπει. Με προθυμία
λιώσαμε απ’ τις πολλές νηστείες και την ακτημοσύνη όλες μας αγαπήσαμε.
Εμείς κατανικήσαμε τη φλόγα εκείνης της φωτιάς που η ακολασία ανάβει
στου ανθρώπου επάνω το κορμί, καθώς και τις ορέξεις.
Πάντοτε εμείς φροντίσαμε να είναι ο ολοκάθαροι ο βίος κι η πολιτεία μας,
ώστε να αποκτήσουμε
το άφθαρτο, το αιώνιο, το αμάραντο στεφάνι.
ιε’. Αλλά με τόσες αρετές και μ’ ένα τέτοιο χάρισμα, αυτό της παρθενίας, και μόλο που πατήσαμε απάνω και τη σβήσαμε
κείνη την άγρια φωτιά που ανάβει η λαγνεία κι, επίσης, και των ηδονών τη φλόγα την ατίθαση
με μύριους όσους πόνους, όταν επιθυμήσαμε σφόδρα κι εμείς να ζήσουμε όπως εκείνοι στα ψηλά, εκείνοι στα επουράνια
‒γιατί ν’ ακολουθήσουμε σπεύσαμε εμείς με ζήλο των Ασωμάτων Άγγελων την άγια πολιτεία‒
τι κάναμε με όλα αυτά, με τούτα και μ’ εκείνα ‒ που λίγα δεν τα λέει κανείς; Στο τέλος αποδείχτηκε ότι ήταν όλα ευτελή, δίχως καμιά αξία.
Από τη μια μοχθήσαμε, πονέσαμε πολύ, να πιάσουμε τα μέτρα μεγάλης αρετής·
κι από την άλλη τώρα, όλες οι ελπίδες που είχαμε: μάταιες όλες, σβήνουν.
Πώς προσποιείσαι άγνοια; Πώς προφασίζεσαι, λοιπόν, τάχα πως δεν μας ξέρεις; Εσύ που αν θες παρέχεις
σε όσους το επιθυμείς, στους πάντες όσους θέλεις
το άφθαρτο, το αιώνιο, το αμάραντο στεφάνι.
ις’. Κάνε, Σωτήρα, και για εμάς κείνο της συγκατάβασης το νεύμα να σωθούμε· μόνε Συ δίκαιε Κριτή την πόρτα Σου άνοιξέ μας.
Δέξου μας τώρα, Λυτρωτή· ας μπούνε στον Νυμφώνα Σου οι κόρες Σου οι παρθένοι.
Χριστέ, το πρόσωπό Σου μην αποστρέψεις από εμάς που Σε επικαλούμαστε,
για να μην στερηθούμε τη Χάρη την αθάνατη, τη Χάρη τη δική Σου.
Μη δώσεις τώρα Κύριε έτσι να ντροπιαστούμε και όνειδος να γίνουμε στα μάτια των Αγγέλων.
Μη μας εγκαταλείπεις, μη μας αφήσεις, το λοιπόν, να μείνουμε για πάντα,
και να ξεροσταλιάζουμε έξω απ’ τον Νυμφώνα Σου, Χριστέ και Κύριέ μας.
Κι εμείς με αγνεία ζήσαμε με άσκηση κι αγώνα, το ίδιο όπως
και αυτές που πήραν απ’ τα χέρια Σου
το άφθαρτο, το αιώνιο, το αμάραντο στεφάνι.
ιζ’. Κι αφού έτσι μιλήσανε προς τον Κριτή των όλων, τούτες οι κόρες οι μωρές, τους απευθύνθηκε ο Χριστός κι αυτά είναι που τους είπε:
«Σε λίγο ξεκινάει δίκαια Κρίση, αληθινή.
Πάει, παρήλθε ο καιρός πια της φιλανθρωπίας·
συμπάθεια δεν έχει πια.
Δεν είναι πια ανοιχτή εδώ της ευσπλαχνίας η θύρα,
γιατί για όσους είναι εδώ ετούτο δεν προβλέπεται, κανένα περιθώριο δεν έχουν για μετάνοια.
Δεν δείχνει πια συμπάθεια αυτός που προηγούμενα ήτανε τόσο οικτίρμων.
Είναι αυστηρότατος κριτής τώρα ο Ελεήμων.
Πώς, το λοιπόν, ζητάτε
το άφθαρτο, το αιώνιο, το αμάραντο στεφάνι;
















