Ο Γερμανός καγκελάριος επισκέφθηκε την Άγκυρα και συναντήθηκε με τον Ταγίπ Ερντογάν στις 30 Οκτωβρίου 2025, ενώ λίγα εικοσιτετράωρα πριν ήταν στην τουρκική πρωτεύουσα ο Βρετανός πρωθυπουργός Κιρ Στάρμερ, ο οποίος πέτυχε την πώληση 20 μαχητικών αεροσκαφών Eurofighter, με πρόβλεψη για ακόμα 20 στο μέλλον.
Ο Φρίντριχ Μερτς μετά τη συνάντησή του με τον Τούρκο πρόεδρο έκανε μια σειρά από αναρτήσεις στα γερμανικά και τα τουρκικά, στο λογαριασμό του στο X. Μία από αυτές, γραμμένη και στις δύο γλώσσες, λέει:
«Η Γερμανία και η Τουρκία είναι στενοί εταίροι στο ΝΑΤΟ: Η Τουρκία είναι βασικός παράγοντας σε σχεδόν όλα τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας που μας αφορούν. Σήμερα, συζητάμε επίσης αυτή τη στρατηγική συνεργασία».
Deutschland und die Türkei sind enge Partner in der NATO: Die Türkei ist wichtiger Akteur in fast allen außen- und sicherheitspolitischen Fragen, die uns bewegen. Auch um diese strategische Zusammenarbeit geht es heute. Danke für den freundlichen Empfang, lieber @RTErdogan. pic.twitter.com/A0ZlqLHijI
— Bundeskanzler Friedrich Merz (@bundeskanzler) October 30, 2025
Όμως, σε δύο άλλες αναρτήσεις που ήταν γραμμένες στα γερμανικά –που σημαίνει ότι απευθύνονταν κυρίως στο γερμανικό ακροατήριο–, έγραψε τα εξής:
«Η Τουρκία δεν πληροί ακόμη τις προϋποθέσεις που αφορούν το κράτος δικαίου και τη δημοκρατία (Κριτήρια της Κοπεγχάγης) για την ένταξη στην ΕΕ, αλλά ο διάλογός μας για το θέμα αυτό συνεχίζεται».
«Ευχαριστούμε τον Ερντογάν για τη συμβολή του στην ειρηνευτική διαδικασία στη Μέση Ανατολή και ελπίζουμε ότι η Τουρκία θα συνεχίσει τις προσπάθειές της να πείσει τη Χαμάς να συμμετάσχει στη δεύτερη φάση (της “Συμφωνίας των 20 Σημείων του Τραμπ”)».
Ich danke Präsident @RTErdogan für seine wichtige Rolle im Friedensprozess im Nahen Osten. Wir wünschen uns, dass die Türkei weiter ihre Möglichkeiten ausschöpft – indem sie die Hamas dazu veranlasst, in die zweite Phase dieses Abkommens einzutreten. 1/2 pic.twitter.com/QzPyTzbv7M
— Bundeskanzler Friedrich Merz (@bundeskanzler) October 30, 2025
Από τις αναρτήσεις του Γερμανού καγκελάριου προκύπτει το συμπέρασμα ότι, ενώ γίνεται αναφορά στο κράτος δικαίου και τα ανθρώπινα δικαιώματα, αυτό δεν τον εμποδίζει να επιδιώξει στενότερη συνεργασία με την Τουρκία για λόγους στρατηγικού συμφέροντος.
Να σημειωθεί ότι λίγο προτού ο καγκελάριος κάνει τις εν λόγω αναρτήσεις, ο Ερντογάν είχε έλθει σε αντιπαράθεση μαζί του κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου στο Προεδρικό Μέγαρο, επικρίνοντας με έντονο τρόπο που υπερβαίνει τα διπλωματικά ειωθότα τον φιλοξενούμενό του και τη Γερμανία, για πώς αντιμετωπίζει τη «γενοκτονία στη Γάζα», όπως ανέφερε.
Το άλλο θέμα στο οποίο υπήρχε η διαφωνία, ήταν φυσικά αυτό του κράτους δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα, ο Γερμανός καγκελάριος, αφού πρώτα υποστήριξε ενθέρμως την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, επισήμανε ότι «η πορεία ένταξης περνά μέσα από την τήρηση των κριτηρίων της Κοπεγχάγης», για να ακούσει το αμίμητο από τον Τούρκο πρόεδρο: «Η Τουρκία έχει τα δικά της κριτήρια, τα κριτήρια της Άγκυρας».
Στη συνέντευξη Τύπου δεν μπορούσε να λείπει ερώτηση δημοσιογράφου για την προφυλάκιση Ιμάμογλου. Ο Ερντογάν, περιμένοντας προφανώς την ερώτηση, αποστασιοποιήθηκε από το θέμα και το «φόρτωσε» στη Δικαιοσύνη.
«Ανεξάρτητα από τη θέση που κατέχει κάποιος, σε ένα κράτος δικαίου κανείς δεν μπορεί να καταπατά το νόμο. Όποια θέση και αν κατέχει κανείς, αν καταπατήσει το νόμο, οι δικαστικές Αρχές σε ένα κράτος δικαίου είναι υποχρεωμένες να κάνουν ό,τι είναι απαραίτητο. […] Έτσι εξελίχθηκε η διαδικασία στην Κωνσταντινούπολη. Αυτή τη στιγμή η Δικαιοσύνη ακολουθεί τη διαδικασία σύμφωνα με δεδομένα που έχει, και κάνει ό,τι είναι απαραίτητο», υποστήριξε.
Στο σημείο αυτό μπορούμε να πούμε ότι –παρά τις διαφωνίες των δύο χωρών στα θέματα του Ισραήλ και της Γάζας και του κράτους δικαίου και ανθρωπίνων δικαιωμάτων–, υπερισχύουν τα κοινά συμφέροντα στους τομείς της ασφάλειας και του εμπορίου, ειδικά την περίοδο αυτή που οι εξελίξεις στη Μέση Ανατολή τρέχουν και δημιουργούν νέα δεδομένα.
Επίσης πρέπει να επισημάνουμε ότι τα θέματα του κράτους δικαίου και ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν επηρεάζουν πλέον τις σχέσεις της Τουρκίας με τη Δύση, άρα και με τη Γερμανία, για τους εξής λόγους:
Ο πρώτος οφείλεται στο γεγονός ότι είναι σε εξέλιξη η επιχειρούμενη προσέγγιση του τουρκικού κράτους με τους Κούρδους· μέχρι τώρα ήταν ένα «αγκάθι» στις σχέσεις της Τουρκίας με τον δυτικό κόσμο.
Ο δεύτερος σχετίζεται με τον πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας, στον οποίον η Τουρκία διεκδικεί ρόλο διαμεσολαβητή.
Ο τρίτος λόγος σχετίζεται με το ειδικό βάρος που έχει η Τουρκία για τον Λευκό Οίκο και την Ουάσινγκτον μετά τον καθοριστικό ρόλο που έπαιξε –όπως ομολογείται– στην αποδοχή από πλευράς της Χαμάς της «Συμφωνίας των 20 σημείων του Τραμπ» για την εκεχειρία στη Γάζα· αλλά και ο ρόλος που επιφυλάσσει το δίδυμο ΗΠΑ-Ισραήλ στην Άγκυρα για την επόμενη επίθεση –όποια χαρακτηριστικά κι αν έχει αυτή–, κατά του Ιράν.
Τέλος, ένα ζήτημα που πρέπει να λάβουμε υπόψη στην Αθήνα και τη Λευκωσία για το επόμενο διάστημα, είναι ότι η οπτική των ΗΠΑ και της Ευρώπης για την Τουρκία μετατοπίζεται.
Από την ποιότητα της δημοκρατίας, πλέον το ενδιαφέρον εστιάζεται στη συνεργασία στον τομέα της ασφάλειας και στη συνεργασία στην περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Ανατολικής Μεσογείου.
Οπότε, ας προετοιμαστούμε αναλόγως.
















