Υπάρχει μια μετατόπιση του κοινωνικού εκκρεμούς προς τα ακροδεξιά (με την έννοια της ιδεολογίας), που διακρίνεται τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη. Δεν εννοώ την προτίμηση των Ευρωπαίων (και των Αμερικανών) ψηφοφόρων προς κόμματα όπως του Τραμπ ή της Λεπέν και του AfD, αλλά κοινωνικές συμπεριφορές ακραίες που βρίσκουν ανταπόκριση.
Σύμφωνα με το The Atlantic, μια ομάδα Νέων Ρεπουμπλικάνων αντάλλαξε μηνύματα στα οποία απροκάλυπτα αποκάλεσε τους μαύρους «μαϊμούδες» και «ανθρώπους του καρπουζιού», και είπαν «αγαπώ τον Χίτλερ». Θα μου πείτε συνηθισμένα πράγματα αυτά στην Αμερική. Ας το προσπεράσουμε.
Θα ήθελα, επίσης, να διευκρινίσω πως το σχόλιο δεν έχει να κάνει με την επιλογή των Ευρωπαίων ψηφοφόρων προς κόμματα τα οποία χαρακτηρίζονται, ακροδεξιά. Οι λόγοι είναι διαφορετικοί. Ενδεχομένως η ιδεολογία των ψηφοφόρων αυτών να μην ταυτίζεται με τα κόμματα που δηλώνουν ότι θα υποστηρίξουν αλλά κοινωνικές συνθήκες τούς αναγκάζουν να εγκαταλείψουν τους παραδοσιακούς φορείς που υποστήριζαν.
Το μεταναστευτικό κύμα είναι ένας από αυτούς τους λόγους. Η ανεργία, η αποβιομηχάνιση, η εγκατάλειψη των περιοχών που ζουν, η υποβάθμιση του επιπέδου ζωής τους, το έγκλημα που έχει γίνει καθημερινή συνήθεια, η πολιτική διαφθορά και τόσα άλλα, θα μπορούσαν, επίσης, να προστεθούν.
Όλο αυτό το μίγμα θα μπορούσε να οδηγήσει το πολιτικό κλίμα στα άκρα. Η τάση είναι ορατή. Εκεί πάει. Εκείνο που δεν διαφαίνεται είναι ποιος θα διαχειριστεί, άτομο ή πολιτικός φορέας, αυτήν τη ροπή ώστε να μην οδηγηθούμε σε συγκρούσεις που θυμίζουν το παρελθόν των προπολεμικών καταστάσεων που έζησε η Ευρώπη.
Το ανησυχητικό είναι ότι και οι άλλες πολιτικές δυνάμεις που δεν θεωρούνται ακροδεξιές και κυριαρχούν σήμερα στην Ευρώπη ακολουθούν μια τυφλή τακτική που και αυτή οδηγεί σε πόλεμο, αντί να εκτονώνει τις εντάσεις.
Ακόμη και αν δεχθούμε ότι η Ρωσία είναι που προκαλεί την ένταση, οι ευρωπαϊκές δυνάμεις θα έπρεπε να ακολουθήσουν μια τακτική εκτόνωσης αντί κλιμάκωσης. Τόσο οι δηλώσεις των ευρωπαίων ηγετών όσο και οι ενέργειές τους οδηγούν στην κλιμάκωση της έντασης και της κρίσης με τη Ρωσία.
Καμιά κοινή λογική δεν μπορεί να αποδεχθεί ότι η Ρωσία, η οποία υφίσταται τεράστια οικονομική, πολιτική και κοινωνική φθορά με τον πόλεμο στην Ουκρανία μπορεί να διανοηθεί να διευρύνει το πολεμικό μέτωπο με άλλες ευρωπαϊκές χώρες και, ενδεχομένως, με το ΝΑΤΟ.
Κάτι άλλο κρύβεται πίσω από την ευρωπαϊκή πολιτική. Σήμερα, ευνοείται από την πολιτική αυτή το στρατιωτικοβιομηχανικό σύμπλεγμα των ΗΠΑ, αύριο θα μπει στον χορό και το αντίστοιχο ευρωπαϊκό.
Η Ευρώπη πρέπει να εξοπλιστεί και να αποκτήσει και ισχυρό στρατό και γεωπολιτικό αποτύπωμα αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνει σε μια σύγκρουση με τη Ρωσία. Θα ήταν τραγωδία. Την οικονομική σήμερα και στρατιωτική αύριο δύναμή της η Ευρώπη θα πρέπει να την χρησιμοποιεί ως αποτροπή κατά επιβουλών εναντίον της αλλά και διεθνών παρεμβάσεων για την επιβολή της ειρήνης. Η ήπειρος δεν αντέχει άλλον μεγάλο πόλεμο.
Η λάθος επιλογή για την Ευρώπη είναι ότι σε αυτόν τον στρατιωτικό εκσυγχρονισμό της θέλει να εμπλέξει και την Τουρκία, μια δύναμη που δρα αποκλειστικά, πάντοτε, μόνο για το δικό της συμφέρον το οποίο δεν είναι συνήθως η επιβολή της ειρήνης.
Η Τουρκία πιστεύει ότι κερδίζει από τη διατήρηση ανοικτών πολεμικών μετώπων ή μετώπων έντασης διότι εκτιμά πως θα τη χρειαστούν ως μεσολαβήτρια έναντι ανταλλαγμάτων.
Είναι λάθος στρατηγική επιλογή για την Ευρώπη η στρατιωτική συνεργασία με την Τουρκία.
Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα λόγω μεγέθους αλλά και λόγω ανυπαρξίας πολιτικής είναι κομπάρσος σε όλα αυτά. Ατυχώς, ο πρωθυπουργός, από πολιτική μυωπία στην καλύτερη περίπτωση, από ίδιον συμφέρον στη χειρότερη, με τις δηλώσεις και τη στάση του έχει οδηγήσει στο ναδίρ τις σχέσεις της χώρας με τη Ρωσία χωρίς αυτό να της προσδίδει ιδιαίτερη αξία στο ευρωπαϊκό και δυτικό στρατόπεδο.
Με όσα έλεγε ο κ. Μητσοτάκης για την εξωτερική πολιτική της χώρας, προχθές στη Βουλή ήταν σαν να απευθυνόταν σε ένα ακροατήριο του οποίου υποτιμά τη διανοητική κατάσταση. Περιέγραφε μια χώρα η οποία δεν υπάρχει.
Με απλά λόγια η Ελλάδα, στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, πρέπει να συνεργασθεί με τις δυνάμεις που δεν θέλουν τη στρατιωτική συμμετοχή της Τουρκίας στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι (άλλο η πολιτική στην οποία δεν υπάρχει αντίρρηση), επιδιώκουν την ενίσχυση του γεωπολιτικού αποτυπώματος της Ευρώπης αλλά και την εκτόνωση της έντασης με τη Ρωσία. Θα μπορούσε και να ηγηθεί αυτής της προσπάθειας.
Στη Μέση Ανατολή η συνεργασία με το Ισραήλ έχει καταστεί νομοτέλεια αλλά χρειάζονται κινήσεις προσέγγισης αραβικών χωρών με ειδικό βάρος.
Η Χαμάς δεν βρίσκεται στον ορίζοντα της ελληνικής πολιτικής, και σωστά, αλλά η παλαιστινιακή υπόθεση πρέπει να απασχολεί την Αθήνα. Μια νέα γενιά Παλαιστίνιων πολιτικών ηγετών μπορεί να αναδειχθεί με την δεύτερη φάση του Σχεδίου Τραμπ και η δυναμική μιας τέτοιας εξέλιξης πρέπει να απασχολήσει την Αθήνα. Η Γάζα στα χέρια της Χαμάς μπορεί να αποβεί προβληματική. Η Γάζα υπό νέα κοσμική παλαιστινιακή ηγεσία θα μειώσει τις ανησυχίες.
Η υποχώρηση του Ιράν υπέρ της Τουρκίας δεν ευνοεί τα ελληνικά συμφέροντα. Εδώ που έφτασαν τα πράγματα, μόνο ένα κοσμικό Ιράν μπορεί να ανατρέψει τις διαμορφούμενες ισορροπίες. Θα μπορούσε να είναι επιδίωξη της Δύσης;
Η Αθήνα δεν έχει πολιτική ούτε στα Βαλκάνια που είναι η αυλή της, σε αντίθεση με την Τουρκία που δρα και θα εντείνει τις προσπάθειες διείσδυσης και επιρροής.
Υπάρχουν ρωγμές στη βαλκανική πολιτική της Άγκυρας που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν. Αλλά χρειάζεται σοβαρή προσέγγιση από το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών.
Η Διεύθυνση Βαλκανικών Υποθέσεων του υπουργείου θα πρέπει να εγκατασταθεί, μονίμως, στη Θεσσαλονίκη και με τη βοήθεια θεσμών που υπάρχουν και μπορούν να της προσφέρουν αναλυτικά εργαλεία επιλογών, να διαμορφώσει και να προτείνει στην πολιτική ηγεσία μια νέα βαλκανική ελληνική πολιτική.
Τα ελληνοτουρκικά αποτελούν ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο το οποίο χρειάζεται μια άλλη λεπτομερή προσέγγιση. Θα εξαρτηθούν, πάντως, από τις προθέσεις της κυβέρνησης Τραμπ.
Δεν είναι απαραίτητο η ελληνική πολιτική να βρίσκεται, μονίμως, απέναντι στην τουρκική αλλά αυτό είναι μια ιστορική νομοτέλεια. Ελλάδα και Τουρκία δεν μπορούν να συμπορευθούν. Είναι επιταγή της ιστορίας.