Πριν από λίγα χρόνια, όταν είχαν αρχίσει οι αποκαλύψεις για τις «μαύρες στιγμές» του ελληνικού θεάτρου, ήρθε στο προσκήνιο μια δήλωση του Δημήτρη Μυράτ. Μια δήλωση, αντίδοτο στα όσα σκληρά και χυδαία έβγαιναν στην επιφάνεια τότε. Συγκεκριμένα ο μέγας θεατράνθρωπος είχε πει ότι η –μετέπειτα σύζυγος του– Βούλα Ζουμπουλάκη ήταν μαθήτριά του στη δραματική σχολή του Εθνικού Θέατρου.
Επειδή του άρεσε και κατάλαβε ότι της άρεσε, της έκλεισε ραντεβού, αλλά την επόμενη μέρα παραιτήθηκε!
«Ήταν μαθήτριά μου και εγώ ήμουν καθηγητής του Εθνικού Θεάτρου πολλά χρόνια πριν. Όταν λοιπόν βγήκαμε το πρώτο μας ραντεβού στον κινηματογράφο Παλλάς θυμάμαι, την άλλη μέρα, παραιτήθηκα από τη σχολή του Εθνικού Θεάτρου για να μη δώσω την εντύπωση ότι εκμεταλλεύομαι τη θέση μου ως καθηγητής και έχω σχέση με μαθήτριες», είχε πει ο Δημήτρης Μυράτ δείχνοντας το ήθος και την ευθιξία του.
Η αστική μεγαλοπρέπεια
Μετά το γάμο τους, νοίκιασε το θέατρο «Aργυροπούλου», στην Ιπποκράτους που μετονομάστηκε σε «Διάνα». Και το 1960 μετακόμισαν λίγο πιο πέρα, στο θέατρο «Aθηνών» που είχε μείνει διαθέσιμο ύστερα από το θάνατο του Bασίλη Λογοθετίδη. Εγχείρημα άκρως τολμηρό με την έννοια, ότι ο Λογοθετίδης είχε χτίσει μια παράδοση με τις κωμωδίες που είχε ανεβάσει.
Όμως τελικά οι «παραδόσεις» είναι για να σπάνε. Έτσι μέσα σε ένα χρόνο, το θέατρο Αθηνών έγινε συνώνυμό τους και έμειναν εκεί περίπου για τρεις δεκαετίες. Ειδικά τη σεζόν 1961-62 που ανέβασαν το Απόψε αυτοσχεδιάζουμε του Λουίτζι Πιραντέλο κέρδισαν αμέσως το κοινό. Μια παράσταση-ορόσημο που μνημονεύεται ακόμα και σήμερα.
Μιλήσαμε πιο πάνω για ήθος. Δεν ήταν μόνο η πράξη του Μυράτ, να παραιτηθεί από τη δραματική σχολή.
Μπορεί η Βούλα Ζουμπουλάκη να ήταν μεν η πρωταγωνίστρια, αλλά ύστερα από 17 χρόνια το όνομα της μπήκε στο θιασαρχικό ντουέτο και έγιναν Μυράτ-Ζουμπουλάκη.
Και έτσι πορεύτηκαν. Ακόμα και όταν βγήκε μπροστά ένα άλλο είδος θεάτρου και οι κριτικοί τούς πέρασαν στη δεύτερη εφεδρεία. Πάντοτε ανέβαζαν έργα που ήθελαν εκείνοι, μακριά από μόδες και τάσεις. Και φυσικά υπήρχαν επιτυχίες, αλλά και αποτυχίες. Παρόλα αυτά, κανένας εργαζόμενος τους, δεν έμεινε απλήρωτος. Αυτό για όσους γνωρίζουν από θέατρο σήμαινε και σημαίνει πολλά.
Από το Κάιρο με αγάπη
Η Βούλα Ζουμπουλάκη, λοιπόν, γεννήθηκε σαν σήμερα, στις 24 Σεπτεμβρίου το 1924, στο Κάιρο. Ήταν δηλαδή από οικογένεια Αιγυπτιωτών, ένα σπουδαίο κομμάτι του ελληνισμού που ξεχώριζε για το ήθος, την κουλτούρα, ενίοτε και την οικονομική τους επιφάνεια. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι η Ζουμπουλάκη ήταν μια γυναίκα που είχε σπουδάσει αρχικά στη Νομική αλλά και παράλληλα υποκριτική και τραγούδι στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και στη Σχολή Μονωδίας του Εθνικού Ωδείου. Για την ιστορία ο ένας της αδελφός, ο Πέτρος ήταν ζωγράφος και ο έτερος, ο Δημήτρης, γιατρός.
Μάλιστα η αρχική της ιδιότητα, ως τραγουδίστρια ήταν αιτία απαξίωσης της σε καλλιτεχνικά πηγαδάκια από πασίγνωστη Ελληνίδα που στην αρχή της καριέρας της συνεργάστηκε με το ζευγάρι, αλλά δεν έβγαλε τη σεζόν, αφού αποχώρησε καθώς την θεωρούσαν «γρουσούζα». Γινόντουσαν και αυτά. Πάντως η Βούλα Ζουμπουλάκη όχι μόνο δεν είχε θέμα ότι προοριζόταν για τραγουδίστρια, αλλά έλεγε με υπερηφάνεια: «Εγώ πήγαινα για την όπερα, αλλά με κέρδισε το θέατρο».
Το 1955 ύστερα από παρότρυνση της καλής της φίλης Μελίνας Μερκούρη, κάνει την πρώτη της εμφάνιση στον κινηματογράφο. Ήταν η ζηλιάρα Αννέτα, η λαϊκή τραγουδίστρια. Τόσο κόντρα ρόλος, αλλά και τόσο σπουδαία ερμηνεία. Παρόλο που ήταν κόντρα ρόλος.
Στη βιογραφία του ο Μιχάλης Κακογιάννης, περιγράφει πως «η Ζουμπουλάκη ντρεπόταν λιγάκι που υποδυόταν τη μπουζουξού. Τα έκανε όλα λίγο απολογητικά».
Και η ίδια όμως εκνευριζόταν όταν τη ρωτούσαν οι δημοσιογράφοι για αυτό το ρόλο: «Έλεος.Έχω παίξει τα παπούτσια μου στο θέατρο και να μου μιλούν ακόμα για την “Αννέτα” στη Στέλλα; Δεν θέλω!», είχε δηλώσει.
Με τον κινηματογράφο πάντως , αν και έκανε λίγες ταινίες, και βραβεία κέρδισε και σπουδαίες ερμηνείες έδωσε.
Και μια και μιλάμε για διακρίσεις: Το 1964, η Ζουμπουλάκη στο Διεθνές Φεστιβάλ Θεάτρου στη Λισσαβώνα τιμήθηκε με το Α’ Βραβείο και το 1966 έλαβε και το Α’ Βραβείο ηθοποιίας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, για την ταινία Σύντομο διάλειμμα. Το 1961 είχε πάρει το Α’ Έπαθλο Μαρίκα Κοτοπούλη (Καλύτερης Ηθοποιού) και το 1965 το Β’ Έπαθλο Μαρίκα Κοτοπούλη. Το 1966 της απενεμήθη ο Χρυσός Σταυρός Ευποιίας και το 1990 τιμήθηκε για μία ακόμη φορά για την κινηματογραφική της ερμηνεία στους Αθηναίους του Βασίλη Αλεξάκη.
Η ζωή μετά
Στις 10 Ιανουαρίου 1991, ο Δημήτρης Μυράτ φεύγει από τη ζωή. Εκείνη θα παίξει για λίγα χρόνια ακόμα, στο Μοντέρνο θέατρο και στο Εθνικό και γύρω στα μέσα της δεκαετίας του ’90, αποχαιρετά το σανίδι. Παρά το ότι προτάσεις είχε.
Και φυσικά δεν έγινε μια κοσμική κυρία, αλλά προτιμούσε να διαβάζει, να κάνει περιπάτους στο κέντρο και να τιμά τους συναδέλφους της, αφού συνέχιζε να βλέπει θέατρο.
Πάντως στις προσωπικές συζητήσεις της με τον αγαπημένο της ανιψιό, τον κριτικό κινηματογράφου Γιάννη Ζουμπουλάκη) όταν εκείνος προσπαθούσε να την πείσει να κάνει κάποιες εμφανίσεις εκείνη του έλεγε: «Δεν είμαι πια ηθοποιός».
Η Βούλα Ζουμπουλάκη μεγαλούργησε πάνω στη σκηνή. Σε συνδυασμό με τη γοητευτική και κομψή εμφάνιση της, που πολλές φορές τη «στραπατσάρισε» για χάρη ενός ρόλου, έγραψε ιστορία στο ελληνικό θέατρο και το όνομα της είναι συνώνυμο με τη λέξη «κυρία».
«Είμαι αρκετά ψύχραιμη και θετική. Και στις δύσκολες στιγμές ξέρω να πολεμάω… Σε όλη μου τη ζωή ήμουν χαρούμενη και αισιόδοξη. Μόνο με το θάνατο δεν μπόρεσα να συμφιλιωθώ», είχε δηλώσει η ίδια σκιαγραφώντας τον εαυτό της.
Η Βούλα Ζουμπουλάκη «έφυγε» στις 7 Σεπτεμβρίου 2015, λίγες μέρες πριν γίνει 91 ετών.
Σπύρος Δευτεραίος