Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι των ετών 1912-1913 οδήγησαν στην κατάλυση της οθωμανικής κυριαρχίας στο μεγαλύτερο μέρος των ευρωπαϊκών εδαφών της, καθώς και στην επέκταση των συνόρων των βαλκανικών κρατών. Η Βουλγαρία, εμφορούμενη από τάσεις ηγεμονισμού στα Βαλκάνια, ήρθε σε αντιπαράθεση με την Ελλάδα και τη Σερβία.
Η πλήρης κατάρρευση των Βούλγαρων στα πεδία των μαχών οδήγησε στη συμφωνία για ανακωχή και στη σύγκληση νέας συνδιάσκεψης ειρήνης στις 10 Αυγούστου 1913 (28 Ιουλίου π. ημερ.) στο Βουκουρέστι.
Η συνθήκη ειρήνης έβαλε επίσημα τέλος στο Β’ Βαλκανικό Πόλεμο, αναδιαμορφώνοντας το χάρτη της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Οι νικήτριες δυνάμεις, Ελλάδα, Σερβία, Μαυροβούνιο και Ρουμανία, επέβαλαν τους όρους τους στη Βουλγαρία.
Η συνθήκη ήταν κομβικής σημασίας για την Ελλάδα, καθώς ενσωμάτωσε το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας, συμπεριλαμβανομένης της Θεσσαλονίκης, την Ήπειρο και πολλά νησιά του Αιγαίου. Ωστόσο, δεν ικανοποιήθηκαν όλες οι διεκδικήσεις της ελληνικής πλευράς.
Για τη Σερβία σήμανε την επέκταση προς τα νότια, ενώ η Ρουμανία προσάρτησε τη Νότια Δοβρουτσά. Η Βουλγαρία, από την άλλη, έχασε εδάφη και είδε τα όνειρά της για ηγεμονία στα Βαλκάνια να θρυμματίζονται.
Συνοψίζοντας, οι διατάξεις της Συνθήκης του Βουκουρεστίου, αν και έλυσαν άμεσα τις διαφορές του Β’ Βαλκανικού Πολέμου, δημιούργησαν ταυτόχρονα νέες εντάσεις και δυσαρέσκειες. Oι βαλκανικές χώρες, παρά τις εδαφικές τους επεκτάσεις, παρέμεναν εύθραυστες οντότητες με ανεπίλυτα ζητήματα μειονοτήτων και συνόρων που θα οδηγούσαν σύντομα σε ευρύτερες συγκρούσεις.