Μετά την ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τα χριστιανικά κράτη του Βαλκανικού Συνασπισμού (Σερβία, Ελλάδα, Μαυροβούνιο και Βουλγαρία) τον Οκτώβριο του 1912, αυτή παραιτήθηκε από όλα τα εδάφη της στη Βαλκανική, ενώ την 30ή Μαΐου 1913 υπέγραψε τη Συνθήκη του Λονδίνου.
Ενώ αναμενόταν η διανομή των εδαφών μεταξύ των νικητών, η Βουλγαρία δεν ήθελε μια ισόρροπη κατανομή και απαιτούσε να πάρει τη Θράκη και τη Μακεδονία μέχρι το Μοναστήρι.
Η Σερβία και η Ελλάδα, με το επιχείρημα ότι ο πόλεμος είχε παραταθεί, απέρριψαν τα εδαφικά όρια που προβλέπονταν, διατηρώντας υπό την κατοχή τους τις περιοχές που είχαν καταλάβει μέχρι τότε. Η Βουλγαρία δυσαρεστήθηκε και επιτέθηκε στον σερβικό και στον ελληνικό στρατό, αλλά η επίθεση αποκρούστηκε. Ακολούθησε αντεπίθεση και έτσι ξεκίνησε ο Β’ Βαλκανικός Πόλεμος.
Η Βουλγαρία είχε καταλάβει την Καβάλα από τον Οκτώβριο του 1912 και ήθελε πάση θυσία να την κρατήσει, ώστε να έχει μια ανεμπόδιστη έξοδο στο Αιγαίο. Όμως η οικονομία, το εμπόριο και οι τέχνες της πόλης ήταν στα χέρια του ελληνικού πληθυσμού της που ήθελε η πόλη να ανακαταληφθεί από τον Ελληνικό Στρατό.
Έτσι, οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις επιχείρησαν να την καταλάβουν και από εκεί να εκδιώξουν τους Βουλγάρους από την ευρύτερη περιοχή. Κλειδί στο πρόβλημα ήταν ο ελληνικός στόλος που κυριαρχούσε στο Αιγαίο, αφού ο οθωμανικός, μετά τις επιτυχίες του ελληνικού, ήταν κλεισμένος στα Στενά και η Βουλγαρία δεν είχε πλοία στο Αιγαίο.
Με την έναρξη του Β’ Βαλκανικού Πολέμου, στις 16 Ιουνίου 1913, ο στόλος μας ήταν στην περιοχή της Ασπροβάλτας και υποστήριζε τις στρατιωτικές επιχειρήσεις της 7ης Μεραρχίας που δρούσε στη περιοχή των Σερρών. Μετά την προέλαση του στρατού μας ανατολικά, ο στόλος μετακινήθηκε και κατέπλευσε στις 22 Ιουνίου στη Θάσο εν αναμονή ανάληψης της επόμενης αποστολής.
Στις 23 Ιουνίου 1913 στο θωρηκτό «Ύδρα» και σε πέντε επιταγμένα εμπορικά δόθηκε διαταγή να πλεύσουν εμφανώς από τη Θεσσαλονίκη προς την Καβάλα, να την προσπεράσουν και να κατευθυνθούν προς την Κεραμωτή. Τη νύχτα τα πλοία εξερευνούσαν με τους προβολείς τις παραλίες σαν να ζητούσαν μια ακτή αποβάσεως, ενώ ο ελληνικός πληθυσμός συζητούσε ευρέως περί αποβάσεως.
Η κίνηση αυτή παραπλάνησε τους Βούλγαρους που πίστεψαν πως μια απόβαση στα νώτα της στρατιάς τους ήταν επικείμενη. Ασφαλώς, επρόκειτο για τέχνασμα του Ναυτικού, αφού δεν υπήρχε πεζικό διαθέσιμο και τα μεταγωγικά ήταν κενά.
Οι Βούλγαροι που ήταν σε σύγχυση και υπερένταση λόγω ενός επιτυχούς βομβαρδισμού μιας πυροβολαρχίας τους στις Ελευθερές από τα αντιτορπιλικά μας «Λόγχη» και «Λέων», πανικοβλήθηκαν.
Έφεραν από την Αλεξανδρούπολη προβολείς έρευνας και ερευνούσαν επισταμένως τον ορίζοντα για να εντοπίσουν την εχθρική ενέργεια – και αφότου υπονόμευσαν κτήρια και ναρκοθέτησαν τον κόλπο, αναδιέταξαν τις δυνάμεις τους.
Κάποια στιγμή που εκτίμησαν ότι θα γινόταν αποβατική ενέργεια στη Κεραμωτή, έστειλαν όλες τους τις δυνάμεις από την Καβάλα –πάνω από 2.000 άτομα– και άφησαν την πόλη ανυπεράσπιστη. Δεν ήθελαν να εγκλωβιστούν και φεύγοντας πήραν ως ασπίδα 30 προύχοντες της πόλης, μεταξύ των οποίων και τον μητροπολίτη Μυρέων Αθανάσιο. Η παραπλανητική ενέργεια που σκέφτηκε ο ναύαρχος Κουντουριώτης πέτυχε.
Μόλις αποχώρησαν οι Βούλγαροι, ομάδα έξι ατόμων έπλευσε με μια βάρκα στη Θάσο και μετέφερε στον ναύαρχο Κουντουριώτη την πληροφορία αυτή. Εκείνος διέταξε αμέσως το αντιτορπιλικό «Δόξα» με κυβερνήτη τον πλωτάρχη Α. Κριεζή να πλεύσει προς την Καβάλα, να ερευνήσει αν υπάρχει ασφαλής δίαυλος και να την καταλάβει, ορίζοντας τον κυβερνήτη του πλοίου διοικητή της πόλης.
Το πλοίο κατέπλευσε το πρωί της 26ης Ιουνίου και οδηγούμενο από ντόπιους ψαράδες, γνώστες της ναρκοθέτησης του κόλπου, εισήλθε ασφαλώς από την πλευρά του Νέστου και προσορμίστηκε στην παραλία της Καβάλας.
Το «Δόξα» δεν έστειλε αμέσως ναυτικό άγημα στην πόλη λόγω φόβου επιστροφής των Βούλγαρων, αλλά με τη βοήθεια των κατοίκων συγκρότησαν μια δύναμη πολιτοφυλακής, εγκατέστησαν σκοπιές στη γύρω περιοχή, δημιούργησαν αγήματα επιβολής τάξεως και συγκρότησαν ομάδες εντοπισμού ναρκών στη πόλη και στον κόλπο, ώστε να καταπλεύσουν ασφαλώς την επομένη (27 Ιουνίου) τα ανιχνευτικά «Ιέραξ» και «Πάνθηρ».
Μόλις τα πλοία κατέπλευσαν, αποβιβάστηκε με βάρκες το ναυτικό άγημα στην παραλία υπό την διοίκηση του πλωτάρχη Α. Κριεζή και με αγηματάρχη τον σημαιοφόρο Αγγελή.
Το ναυτικό άγημα έτυχε μεγαλειώδους υποδοχής από τους συγκεντρωθέντες εκεί Έλληνες, ενώ οι μαθητές του ημιγυμνασίου το συνόδευσαν μέχρι το Διοικητήριο, το σημερινό Δικαστικό Μέγαρο, όπου υψώθηκε η ελληνική σημαία. Η πόλη είχε καταληφτεί αμαχητί.
Το απόγευμα κατέπλευσε το Θ/Κ «Αβέρωφ» με τον Αρχηγό του Στόλου, ναύαρχο Κουντουρώτη, που απέστειλε το ακόλουθο τηλεγράφημα:
«Καβάλλα κατελήφθη εν ονόματι Βασιλέως (στοπ) Εν λιμένι ορμούσι “Πάνθηρ” “Ιέραξ” “Δόξα” (στοπ) Λαός πανηγυρίζει (στοπ) Κουντουριώτης».
Επίσης στο ημερολόγιο του «Αβέρωφ» ανεγράφη την Πέμπτη 27 Ιουνίου 1913:
«Κατάληψη της Καβάλας». Την 9ην ώρα της πρωίας αποβιβάζεται εκ των ανιχνευτικών μας «Ιέραξ» και «Πάνθηρ» μικρό άγημα και επαίρεται επισήμως εις Καβάλαν η ελληνική σημαία.
Λίγο αργότερα κατέφθασε από τη Θάσο ένας λόχος με εθελοντές που έσπευσε στα περίχωρα της πόλης και καταδίωξε τους υποχωρούντες Βουλγάρους. Αμέσως μετά ο Κουντουριώτης έστειλε το ακόλουθο τηλεγράφημα:
«Εξ Αβέρωφ την 27 Ιουνίου, ώρα 5 και 30′ μ.μ. Σήμερον επισήμως προκηρύχθη η κατάληψις της Καβάλας. Εκαθαρίσαμεν τα περίχωρα από τους κομιτατζήδες και ικανούς Βουλγάρους στρατιώτας αδέσποτους. Ο ενθουσιασμός είναι μέγιστος. Οι Τούρκοι συμμετέχουσι πλήρως αυτού. Κουντουριώτης».
Η απελευθέρωση της Καβάλας δεν κρίθηκε από κάποια σπουδαία μάχη. Κρίθηκε από τις επιχειρήσεις του Ναυτικού και τη νικηφόρα προέλαση του Ελληνικού Στρατού, και επιβεβαιώθηκε από τη διπλωματική μάχη που έδωσε για ένα ολόκληρο μήνα στο Βουκουρέστι ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος.
Ηρακλής Καλογεράκης,
αντιναύαρχος ΠΝ (ε.α.)