Η Ευρυδίκη Γαλανού γεννήθηκε στην Ίμερα, μεγάλο και πλούσιο ελληνικό οικισμό που βρισκόταν νοτιοανατολικά της Βαρενούς και 80 χλμ νότια της Τραπεζούντας, σε υψόμετρο 1.500 μέτρων.
Σύμφωνα με την παράδοση, ο οικισμός χτίστηκε από τον Βυζαντινό στρατηγό Ιμέριο, που είχε εξοριστεί εκεί.
Εκκλησιαστικά υπαγόταν στη μητρόπολη Χαλδίας και Χερροιάνων. Αριθμούσε εννέα μαχαλάδες και πέντε ενορίες με περίπου 2.000 κατοίκους, ενώ στην ευρύτερη περιφέρεια υπήρχαν άλλοι δέκα οικισμοί με 3.500 κατοίκους. Οι κάτοικοι εργάζονταν αρχικά στα μεταλλεία της Αργυρούπολης, αλλά μετά την παρακμή τους διέπρεψαν ως κτίστες στη Μικρά Ασία.
Η πόλη διατηρούσε επτατάξια αστική σχολή με βιβλιοθήκη, σχολαρχείο και πολλές εκκλησίες, ενώ αποτελούσε το οικονομικό κέντρο της περιοχής. Από το 1878 και μετά, πολλοί από τους κατοίκους, κυρίως έμποροι, μετανάστευσαν στην Τραπεζούντα και τη Ρωσία. Όσοι παρέμειναν στην Ίμερα, ασχολήθηκαν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία.
Η μαρτυρία που ακολουθεί περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
≈
Τα τελευταία χρόνια στην Ίμερα είχαμε και τους Λερέτες.1 Αυτοί, όταν ήρθαν οι Ρώσοι στα μέρη μας, χτύπησαν τους Τούρκους γείτονές τους και τους πήραν το βιός. Έπειτα, όταν έφυγαν οι Ρώσοι, οι Τούρκοι τούς έκαναν τα ίδια: Τους πήραν το βιός και τους χτύπησαν κι έπειτα τους έδιωξαν από τα σπίτια.
Ήρθαν οι Λερέτ’ και γέμισαν την Ίμερα. Διακόσιες οικογένειες ζούσαν μαζί μας ως την Ανταλλαγή.
Υποφέραμε πολύ τον τελευταίο καιρό. Έκλεισαν οι δρόμοι. Οι άνδρες και τα παιδιά μας ήταν στη Ρωσία και στην Ελλάδα. Είδηση δεν παίρναμε. Ούτε χρήματα. Ήταν κλειστοί οι δρόμοι. Αποκλεισμός. Μας έλεγαν οι Τούρκοι ότι θα σηκωθούμε να φύγουμε το Μάιο, με την άνοιξη. Θα παίρναμε και τα ζώα μας μαζί. Θα θερίζαμε και μετά θα φεύγαμε. Μ’ αυτή την ιδέα πήραμε ξύλα, ψωμί, ό,τι χρειαζόμασταν για να βγάλουμε τον χειμώνα. Τάχα δεν φεύγαμε.
Όταν ακούσαμε ότι θα φεύγαμε στην Ελλάδα, το θελήσαμε. Την Τουρκία ας αφήναμε και όπου θέλεις ας πηγαίναμε. Άλλο ζωή δεν γινόταν εκεί. Υποφέραμε στον πόλεμο. Πήραν τα παιδιά μας στον στρατό. Ο γιος μου δεκαεφτά χρονώ επιστρατεύτηκε. Τους πήγανε στον Αε-Ζαχαρέα2 της Κρώμνης κι ανοίγανε χαρακώματα στα χιόνια. Τα χιόνια ήταν παγωμένα στο βουνό. Έσκαβαν όλη μέρα. Τη νύχτα κατέβαιναν στην Κρώμνη να κοιμηθούν. Εκεί πάνω σκυλί δεν ζούσε. Ύστερα υποφέραμε. Κι όταν είπαν ότι θα φύγουμε, το θέλαμε. Ας αφήναμ’ τα σπίτια αρματωμένα.3 Απ’ το σύνταγμα κι ύστερα χάλασε ο κόσμος.
Όταν έγινε το σύνταγμα, είπαν θα γίνει καλό στον κόσμο. Και δεν έγινε.
Κυνήγησαν τους χριστιανούς. Υποφέραμε απ’ τους πολέμους κι από πείνα. Τέλος, όταν είπαν ότι θα γίνει Ανταλλαγή, χαρήκαμε. Θα πάμε στο έθνος μας. Περιμέναμε να περάσει ο χειμώνας4 και την άνοιξη να ξεκινήσουμε […].
Έξαφνα, εφτά Ιανουαρίου, έρχεται διαταγή να βγούμε απ’ τα χωριά μας, μέσα στο χειμώνα. Ήρθαν τζανταρμάδες και μας έβγαζαν απ’ τα σπίτια μας. Χτυπούσαν τον μουχτάρη μας που καθυστερούσε. Τι θα κάνουμε; Μέσα στο χειμώνα γίνεται φευγιό; Εγώ ήμουν με την κόρη μου και μια ξαδέλφη. Βγάλαμε από τους φούρνους μας τα ψωμιά, ετοιμαστήκαμε γρήγορα-γρήγορα. Χιόνιζε! Παγωνιά! Κάναμε δυο φορτία τα κρεβάτια μας, πουλήσαμε όσο-όσο τα ζώα μας, τ’ άλογα, τα πρόβατα. Και κάναμε λεφτά για το ταξίδι. Πληρώσαμε πενήντα λίρες το φορτίο στους Τούρκους αγωγιάτες για να κουβαλήσουν ως την Τραπεζούντα τα πράγματά μας. Η Επιτροπή φόρτωσε σε γομάρια και τα πράγματα της εκκλησίας. Φορτώσαμε τα βαριά πράγματά μας στα ζώα κι εμείς περπατήσαμε.
Έι, μαύρη Ίμερα! Αφήσαμε τα χώματα που γεννηθήκαμε και που θάψαμε τους ανθρώπους μας και φύγαμε.
Περπατήσαμε μέσα στον Ιανουάριο. Στη Ζύγανα χιόνιζε. Κρύο! Φυσούσε! Κι όμως κανείς δεν πνίγηκε. Τα μωρά στα καλάθια πάνω στα ζώα. Οι γριές που δεν μπορούσαν να περπατήσουν, τις βάζαμε κι αυτές στα καλάθια. Βάσανα! Περπατούσαμε ώρες και ώρες. Καραβάνι. Κοιμηθήκαμε στην Άρdασα και μετά μείναμε εννιά-δέκα μέρες ακόμα εκεί. Οι Τούρκοι έλεγαν ότι θα γυρίσουμε πίσω. Εμείς δεν ξαναγυρίζαμε πια στα χωριά μας. Τι θα κάναμε πίσω; Ό,τι είχαμε τα πουλήσαμε και πως θα ζούσαμε; Τα σπίτια μας τ’ αφήσαμε έρημα. Εμπρός θα πάμε, λέγαμε, πίσω δε γυρίζουμε. Θα πάμε στην Ελλάδα, στο έθνος μας. Αυτά ήταν διαδόσεις των Τούρκων. Δεν ήθελαν να φύγουμε. Πώς θα ζήσουμε, έλεγαν, χωρίς τοι Ρωμαίις!
Καθίσαμε εννιά-δέκα μέρες στην Άρdασα. Υποφέραμε. Μέσα στα καφενεία, στα χάνια, πληρώναμε και κοιμόμασταν. Ύστερα ήρθε η διαταγή να ξεκινήσουμε πάλι. Περπατήσαμε μια μέρα ολόκληρη ως να φτάσουμε στην Τραπεζούντα. Εκεί πάλι μείναμε δυο-τρεις μήνες. Μέναμε στα καφενεία, στους φούρνους, στις αποθήκες, στα σχολεία, στις εκκλησίες.
Γέμισε η Τραπεζούντα. Δε μπορούσες να βρεις τόπο να κοιμηθείς. Μια εκκλησία μόνο έμεινε ελεύθερη. Εγινότανε η λειτουργία. Με τα χρήματα που είχαμε αγοράζαμε και τρώγαμε. Ξοδέψαμε ό,τι είχαμε και δεν είχαμε. Άλλοι είχανε κι άλλοι δεν είχαν. Τη βεργιέτα μου5 πούλησα για να ζήσουμε. Περιμέναμε τα βαπόρια να μας πάρουν.
Τρώγαμε καλαμποκίσιο ψωμί κι εκείνο άσχημο. Δεν τρωγόταν. Αρρώσταινε ο κόσμος. Τον έπιανε λοιμική.6
Το Μάρτιο άρχισαν να έρχονται τα βαπόρια. Απριλίου τέλη μπήκαμε κι εμείς. Άλλοι έμπαιναν, άλλοι δεν έμπαιναν. Όσοι είχαν ανθρώπους κατάφερναν κι έμπαιναν. Άλλοι κάθονταν και περίμεναν. Όσοι είχαν λεφτά πλήρωναν κι έφευγαν. Κι εγώ με την κόρη μου και την ξαδέλφη μου δυο φορές κατεβήκαμε ως τη θάλασσα και πάλι γυρίσαμε πίσω. Δε βρήκαμε τόπο σε καΐκι για να πάμε ως το βαπόρι που άραξε στα βαθιά.
Τέλος μπήκαμε, τέλη Απριλίου. Μέσα στο βαπόρι περάσαμε το Πάσχα. Ήταν πατριώτες μας από διάφορα χωριά. Ανακατωμένοι. Άλλους τους έπιανε η θάλασσα, άλλοι ήταν συνηθισμένοι. Λέγαμε θα πεθάνουμε. Και δεν πεθάναμε.
Ήρθαμε στη Θεσσαλονίκη, στο Καραμπουρνού. Μας βάλανε στην καραντίνα. Μέσα σε θαλάμους. Κάθε οικογένεια είχε ένα μικρό μέρος μέσα στο θάλαμο. Πολλοί έμεναν μέσα σε τσαντήρια. Μας έδιναν φαγητό, ψωμί. Κάθε μέρα μάς μοιράζανε. Ένα μήνα μείναμε στην καραντίνα. Υποφέραμε από αρρώστιες. Κάθε μέρα κάποιον έθαβαν. Μια μάνα έθαψε έξι παιδιά της. Τέλος βγήκαμε απ’ την καραντίνα κι ήρθαμε εδώ, στο Πανόραμα. Ο γιος μου ήρθε στην Ελλάδα απ’ τη Ρουσία στα 1921 και γι’ αυτό ήρθαμε εδώ. Μαζί μας ήρθαν κι άλλες οικογένειες από την Ίμερα. Άλλοι πάλι σκόρπισαν σε διάφορα μέρη: Στη Λιψίστα (Νεάπολη) Γρεβενών, στην Τάροβα (Κεχρόκαμπος Καβάλας), στην Ξάνθη και στη Δράμα.
Εδώ στο Πανόραμα, όλο κάμπος και ράχες ήτα. Δέντρα δεν κουνιόνταν.
Οι Τούρκοι είχαν κάτι μάντρες χαμηλά μέσα στα ρέματα. Ζούσαν απ’ την κτηνοτροφία. Είχαν και λίγα σπίτια εδώ κι εκεί. Όμως εδώ πάνω που είναι το Πανόραμα δεν υπήρχε σπίτι, ούτε δέντρο. Οι πρόσφυγες, εμείς τα κάναμε όλα αυτά. Στην αρχή ζούσαμε σε παράγκες. Έπειτα χτίσαμε σπίτια, φυτέψαμε δέντρα. αυτά όλα τα δέντρα που βλέπεις εμείς τα φυτέψαμε. Εδώ φύλλο δεν κουνιόταν. Και τώρα έγινε Πανόραμα.
Δόξα τω Θεώ ζούμε καλά. Ο τουρισμός μάς ωφέλησε. Κάθε καλοκαίρι εδώ γίνεται πανηγύρι με τους παραθεριστές. Όλα τα σπίτια νοικιάζονται. Γεμίζει ο τόπος και το δάσος από εκδρομείς.
Αλλά πάλι ο νους μου στην Ίμερα είναι. Εκεί ας πέθαινα κι άλλο δεν ήθελα. Καημένη Ίμερα! Να είχαμε εδώ τα νερά και το κλίμα της!